Παράρτημα:Κλίση των ρημάτων:ιδρύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ιδρύω | ίδρυα | θα ιδρύω | να ιδρύω | ιδρύοντας | |
β' ενικ. | ιδρύεις | ίδρυες | θα ιδρύεις | να ιδρύεις | ίδρυε | |
γ' ενικ. | ιδρύει | ίδρυε | θα ιδρύει | να ιδρύει | ||
α' πληθ. | ιδρύουμε | ιδρύαμε | θα ιδρύουμε | να ιδρύουμε | ||
β' πληθ. | ιδρύετε | ιδρύατε | θα ιδρύετε | να ιδρύετε | ιδρύετε | |
γ' πληθ. | ιδρύουν(ε) | ίδρυαν ιδρύαν(ε) |
θα ιδρύουν(ε) | να ιδρύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ίδρυσα | θα ιδρύσω | να ιδρύσω | ιδρύσει | ||
β' ενικ. | ίδρυσες | θα ιδρύσεις | να ιδρύσεις | ίδρυσε | ||
γ' ενικ. | ίδρυσε | θα ιδρύσει | να ιδρύσει | |||
α' πληθ. | ιδρύσαμε | θα ιδρύσουμε | να ιδρύσουμε | |||
β' πληθ. | ιδρύσατε | θα ιδρύσετε | να ιδρύσετε | ιδρύστε | ||
γ' πληθ. | ίδρυσαν ιδρύσαν(ε) |
θα ιδρύσουν(ε) | να ιδρύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ιδρύσει | είχα ιδρύσει | θα έχω ιδρύσει | να έχω ιδρύσει | ||
β' ενικ. | έχεις ιδρύσει | είχες ιδρύσει | θα έχεις ιδρύσει | να έχεις ιδρύσει | έχε ιδρυμένο | |
γ' ενικ. | έχει ιδρύσει | είχε ιδρύσει | θα έχει ιδρύσει | να έχει ιδρύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ιδρύσει | είχαμε ιδρύσει | θα έχουμε ιδρύσει | να έχουμε ιδρύσει | ||
β' πληθ. | έχετε ιδρύσει | είχατε ιδρύσει | θα έχετε ιδρύσει | να έχετε ιδρύσει | έχετε ιδρυμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ιδρύσει | είχαν ιδρύσει | θα έχουν ιδρύσει | να έχουν ιδρύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ιδρυμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ιδρυμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ιδρυμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ιδρυμένο |