Σλοβένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σλοβένος < Σλοβενία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Σλοβένος αρσενικό (θηλυκό Σλοβένα)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τη Σλοβενία