Χρήστης:Αντιστελλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βρούμπο (Ουσιαστικό) Σημασία : αργόσχολη, ανούσια, άσκοπη κουβέντα, χωρίς τελειωμό. Επίθετα - Βρούμπος, Βρούμπη, βρούμπο Επίρρημα- βρουμπικά Ρήμα - βρουμπίζω
Παράδειγμα χρήσης : 1)Οι υπερήλικες συνηθίζουν να κάνουν Βρούμπο στα καφενεία.
2) Το υπερβολικό βρούμπο καθιστά τους νέους ρηχούς σαν προσωπικότητες.