Χρήστης:Τάκης Μητσακάκης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

TAΚΗΣ ΜΗΤΣΑΚΑΚΗΣ: ΣΥΝΤΟΜΟ (ΟΥΤΩΣ Ή ΑΛΛΩΣ) ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Τάκης Μητσακάκης γεννήθηκε στα Χανιά από Σητειακό πατέρα και από μητέρα - το γένος Πετράκη - αγωνιστικής Κισσαμίτικης καταγωγής. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα, marketing στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες και διάφορα άλλα σε αρκετά σεμινάρια. Αν και ανέκαθεν ανέντακτος αριστερός, υπηρέτησε την πατρίδα ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός και, μάλιστα τώρα, είναι...κοντζάμ ταξίαρχος εν εφεδρεία. Εργάστηκε ως βοηθός-ζαχαροπλάστης, βοηθός-μπεταντζής, δημοσιογράφος, κειμενογράφος, δημοσιοσχεσίτης και σύμβουλος Επικοινωνίας & marketing, καθώς και ως διευθυντικό στέλεχος μεγάλων εταιριών (Κήρυξ Χανίων, Βήμα, Οικονομικός Ταχυδρόμος, εταιρίες διαφήμισης, διάφορες διεθνείς επιχειρήσεις καλλυντικών, Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανίας Καλλυντικών). Συντάκτης πολλών άρθρων και συγγραφέας ενός επαγγελματικού βιβλίου, υπήρξε και καθηγητής σε σχολές Επικοινωνίας του ΕΛΚΕΠΑ, της ΕΛΑΣ, σε μεταπτυχιακά σεμινάρια Άνεργων Κοσμητολόγων κ.λπ. Γράφει (ή τουλάχιστον προσπαθεί) ποίηση από τα 17 του χρόνια. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1962 με την εκτός εμπορίου μικρή συλλογή «Μετάβαση». Ακολούθησαν οι «ιδίοις αναλώμασι» εκδόσεις των βιβλίων «Εκτός Εμπορίου», «Γονιμοποίηση» και «Ελληνική Ιστορία Νεοτέρων Χρόνων», καθώς και η κακότεχνα πολυτελής «Οι Θαλάσσιες Ανεμώνες, η Γοργόνα η Νεφέλη και ο Ιππόκαμπος» που (με διάφορα τεχνάσματα) πούλησε περίπου 4.500 αντίτυπα. Ο τόμος αυτός περιέχει τα μέχρι τώρα άπαντά του, δηλαδή τις 5 «εκδοθείσες» ήδη, καθώς και τις 13 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων του.

CURICULUM VITAΕ Γέρων, συνταξιούχος πια, με από δυο: γονείς, παιδιά, εγγόνια, πτυχιούχος, μορφωμένος και γλωσσομαθής, σπουδάσας εν Βρυξέλλαις marketing και άλλα συναφή, χρηματίσας ως και διευθυντής γνωστών μεγάλων πολυεθνικών και συνεχίζων την επιτυχή υπερπεντηκονταετή σταδιοδρομία του. Εν άλλοις λόγοις, αν και πάμπτωχος, πετυχημένος σε εκτίμηση πολλών. (Κατά καιρούς βέβαια στο παρελθόν και ιδιαίτερα στα πρώτα νιάτα του, κάποιους ηρωισμούς - μάλλον ανώδυνους - και κάποιους στίχους - μάλλον αφελείς - όπως συμβαίνει σε όλους μας, μπορούμε να τους κρίνουμε αμελητέους, μια και δεν έφτασαν στην επιφάνεια.) Κι έρχεται τώρα αυτός ο κύριος, ο αληθινά αρκούντως καθώς πρέπει, να συνοψίσει πάλι τη ζωή του, ο ανόητος, σε μια γελοία λέξη: α σ η μ α ν τ ό τ η τ ε ς ! Και μάλιστα, παρά τις συμβουλές όλων ημών, των φίλων, των γνωστών και των ανθρώπων γενικώς που θέλουν το καλό του, εκείνος επιμένει να εκθέσει δημοσία ολόκληρο το προϊόν της διαστροφής του, μόνο και μόνο - λέει - για να πνίξει τη δειλία του μέσα στο κύμα της οργής του. (Μπορούμε να ελπίζουμε τουλάχιστον ότι η αυστηρά και δίκαιη κριτική - αν βέβαια καταδεχτεί έστω και να τον ανοίξει - θα τον επαναφέρει εις την τάξιν!

KΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ, ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ, ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ (Κατά αυστηρώς αλφαβητική σειρά επωνύμων και όχι «επωνύμων»)

Ανώνυμος (Ταχδρόμος)  «Το νέο βιβλίο είναι πολύ όμορφο αισθητικά, με πολύ καλής ποιότητας χαρτί και - παρεμπιπτόντως - πολύ ωραία ποιήματα μέσα...Ο συγγραφέας του λέει ότι “θα βγει να το πουλάει έξω από τα θέατρα για να μπορέσει μα εισπράξει μέρος του κόστους”» Χρήστος Αποστολίδης  «Φίλε Τάκη, είσαι Ταλεντάρα. Θα μου πεις βγαίνει μ’ αυτό. Δε βαριέσαι. Ό,τι βγαίνει κι ό,τι μπαίνει καλό είναι. Σε χαίρομαι που το ζεις το πράμα…» Γρηγόρης Γεωργουδάκης  «Τελειώνοντας κανείς το διάβασμα της συλλογής αισθάνεται αυτό που χαρακτηρίζει την αληθινή ποίηση: μια καινούργια αίσθηση, μια καινούργια «γεύση» των πραγμάτων, μια μαγεία!» Κωστής Γιούργος (Play Boy)  «Ένας χειμαρρώδης ποιητικός λόγος, ένας ύμνος στη γυναίκα και σ' όλα τα υψηλά κι ωραία που μπορεί να εμπνεύσει. Διατυπωμένος σε ύφος πολύ προσωπικό, θυσιάζει ευσυνείδητα στο πνεύμα μια κατεστημένης πλέον παράδοσης που θέλει τους Έλληνες υπηρέτες της ποίησης. Και είμαστε βέβαιοι πως δεν είναι λίγοι οι αναγνώστες που θα βρουν μια ψυχική συγγένεια με τον Τ. Μ., μέσα από το στίχο του» Γιάννης Γκίκας  «Πού ήσουν τόσα χρόνια; Γιατί αυτή η μεγάλη σιωπή; Σ' έχω πάντα στη θύμησή μου, για την απλότητα και την ευγένειά σου - προτερήματα που απαντιούνται και στους στίχους σου - προσθέτοντας και την πικρία της ωριμότητας» Χρυσούλα Γουδενάκη  «Τελικά, είστε ποιητής. Με φωνή και συναίσθημα. Σαν κραυγή ακούγεται το “Στην επικράτεια του θεού Εμπορίου…έναντι ευτελούς ανταλλάγματος”. Το Curriculum Vitae επίσης ταλαντούχο. Για μένα (αν έγραφα) θα μου έφταναν μόνον αυτά…Απορώ και θαυμάζω το κουράγιο σας. Πώς τολμήσατε να γράψετε “κάποια σημασία πρέπει να ‘χει το να είσαι ποιητής”; Όσο το σκέφτομαι, τόσο και πιο μεγάλο μου φαίνεται»  «Μερικά ποιήματα είναι πολύ ωραία. Πιο πολύ μου άρεσαν τα “Σήμα ελήφθη.Οver”, “Ομολογία” (έχει μια τόσο αληθινή παραδοχή και σα να κρύβει κάτω από τις λέξεις ένα αίσθημα ακόμη πιο αληθινό που συγκινεί), “Σελίδα ημερολογίου 2/3/80”, “Κάθε αγγειοπλάστης, ένας μικρός θεός - Η πρόκληση του χάους γονιμοποιεί τους θεούς”» Νίκος Δήμου  «Και βέβαια έχει σημασία να είσαι (ακόμα και το να θέλεις να είσαι) ποιητής. Και είναι μια πολύ ωραία έκπληξη ν' ανακαλύπτει κανείς, κάτω από το τυπικό προσωπείο του Διευθυντού Marketing, έναν άνθρωπο. Γιατί τίποτα άλλο δεν είναι σήμερα πια ο ποιητής από ένας άνθρωπος γυμνός που έχει το θάρρος να κυκλοφορεί το φθαρτό και όχι πάντα όμορφο κορμί του στο δρόμο, ακάλυπτο… Και πέρα από την αξία του ενός ή του άλλου ποιήματος, είναι συναρπαστικό το αντίστροφο ξετύλιγμα…Όπου η ωριμότητα και η σύγκρουση (τραγική πια) με τα ντουβάρια, σου χαρίζει τους πιο ωραίους τόνους»  «Άφησε όλες τις ανεμώνες ν’ ανθίζουν. Τρυφερές, ρομαντικές, μεταφυσικές…»  «Η ίδια πάντα ευαισθησία και μοναξιά…»  (Και σ’ όλα τα βιβλία του με αφιερώσεις: «Στο φίλο ποιητή Τάκη Μητσακάκη») Βασίλης Καζαντζής-Intex (Εικόνες)  «Αληθινή έκπληξη το βιβλίο του κ. Τάκη Μητσακάκη!... Πέρα από την αδιαμφισβήτητη ποιητική του αξία, αποδεικνύει πως εμείς, που υπηρετούμε το πιο «Εγωφάγο» επάγγελμα, έχουμε την ανάγκη να μιλάμε, κάπου-κάπου και για τον εαυτό μας» Δημήτρης Κακαβελάκης  «Ένας ακόμη από τους “δυνάμει” στην πυκνούμενη γραμμή της Ελπίδας, που διακηρύσσει με μια πικρή όσο κι αποφασιστική φωνή την ποιητική του απόφαση ν' αντισταθεί στον “άτεγκτο νόμο της αγοράς" και της εξουθένωσης. Είναι μια αλήθεια που τόσο εύστοχα διατυπώνει ο Τ. Μ. με γνήσια φωνή αγωνίας»  «Συγχαρητήρια που είσαι πλημμυρισμένος από διαρκές ποιητικό όραμα. Τούτη τη φορά, πιο κατακτημένο, πιο βαθύ, πιο ποιητικό. Η συνεχής παρουσία της ουσίας της ζωής, του αιώνιου έρωτα, απελευθερώνει το Λόγο από το όποιο βάρος και τον εξακτινώνει, μέσα από μια άρτια τεχνική, στα ύψη της λυρικής δημιουργίας.» Γ. Δ. Καψωμένος (Χανιώτικα Νέα)  «Αν πούμε ότι ο Π. Μητσακάκης διαθέτει όλες τις αισθητικές προϋποθέσεις για την άνετη προσανάβαση στα σκαλοπάτια της υπέρτατης καταξίωσης του έρωτα – γράφε της ζωής – θα κομίζαμε “γλαύκα εις Αθήνας”. Ναι, η ευαισθησία του Π. Μ. έχει τέτοια διεισδυτικότητα ώστε να μην αφήνει καμιά ίνα της ψυχής ασυγκλόνιστη» Ι. Κουμής (Κήρυξ Χανίων)  «Το τελευταίο βιβλίο του είναι ένα πανόραμα των πνευματικών και ποιητικών του αναζητήσεων. Μέσα στους στίχους του παρακολουθούμε τη διεισδυτική σκέψη, τη φιλοσοφική ενατένιση, την υπαρξιακή αγωνία. Τα ποιήματά του είναι μια πλημμύρα φωτός, θριάμβου, κόλασης και αντινομίας, που άλλοτε φθάνουν στο αίσιο αισθητικό αποτέλεσμα κι άλλοτε παραμένουν κραυγές ανεπιτήδευτες, πάντοτε όμως ειλικρινείς» Γιώργης Μανουσάκης  «Λεπτή κι ευαίσθητη η γραφή σας, συνδυάζει το ρεαλισμό με το λυρισμό. Όση ώρα διάβαζα τους στίχους σας, ένιωθα να με διαποτίζει το κλίμα τους, να γίνομαι τόσο εύθραυστος και συνάμα τόσο δυνατός, τόσο ανοιχτός σε μια μυστική επικοινωνία, που ίσως να ‘ταν κι ο αντίλαλος του δικού μου παραμιλητού»  «Η “Γονιμοποίηση” με συγκίνησε ξέχωρα. Τα ποιήματα - πιο ανεβασμένα κι από την πλευρά της τεχνικής, σε σύγκριση με τα παλιότερά σου - έχουν μέσα τους τη ζεστή ανθρώπινη παρουσία, μιλούν απροκάλυπτα, φανερώνουν μπροστά στα μάτια μας όλη τη μοναξιά και την οδύνη, τη λαχτάρα επικοινωνίας και το βαθύ ερωτικό αίσθημα ενός πολύ ευαίσθητου ανθρώπου, που κρατιέται μακριά από την “οργανωμένη” κοινωνία και ζωή, γιατί θέλει να προστατέψει την τόσο τρωτή ευαισθησία του και ό,τι ευγενικό κι ωραίο νιώθει μέσα του» Γιάννης Μαρίνος (Οικονομικός Ταχυδρόμος)  «Δεν διεκδικώ δάφνες κριτικού της ποίησης, όμως οφείλω να ομολογήσω ότι το βιβλίο «Εκτός Εμπορίου» με συγκίνησε βαθύτατα. Παρόλο που ο συγγραφέας του, παλιός καλός συνεργάτης του Ο. Τ. Τάκης Μητσακάκης είναι σήμερα «κάποιος», τολμά να δηλώνει με εύστοχο και συναρπαστικό ποιητικό λόγο τη μοναξιά του, κάνοντας μας να νιώθουμε κι εμείς «λιγότερο μόνοι!» Claude Meyer  «J’ ai ete tres touche par l’ommage de votre livre…Si j’ai, d’apres vous, compris le labeur relativement rapidement, je pense qu’ il me prendra 25 ans pour gouter le tel que, sans doute, est contenu dans votre livre, apres l avoir traduit moi-même…Vous avez de l’avance sur moi: le miens ne seront aucun envie…et vous lisez le Francais» Σ. Α. Μοτάκης  «Εμείς ανήκομε στη γενιά που πέρασε. Τα σύγχρονα δεν μας τραβούν. Το δικό σας πόνημα μου άρεσε πολύ. Δεν είναι παραδοσιακή ποίηση ούτε στη μορφή ούτε στο περιεχόμενο, όμως έχει ανθρωπιά και πολύ αίσθημα. Έχει πρόσωπο και χαρακτήρα – δεν απηχεί τη μάζα και την ψυχολογία της. Καλά την ονομάζετε εκτός εμπορίου…» Πηνελόπη Ντουντουλάκη  «Οι "Θαλάσσιες Ανεμώνες" συνθέτουν την εικόνα, το γεγονός, τη ίδια στιγμή με την ποίηση. Τίποτα δεν είναι τυχαίο σ' αυτή την εξαίσια ακριβολογία όπου υπάρχουν μύριες όσες αποχρώσεις μιας έκφρασης κι εσύ διαλέγεις την απόλυτα κατάλληλη. Θερμά συγχαρητήρια για την ομορφιά της ποίησης και για τη γνώση του Λόγου» Πέννυ Οιχαλιώτου (Kosmopolitan)  «Ποίηση καρδιάς και στοχασμού, η δουλειά του Τ. Μ. και σαν τέτοια, είναι και

αξιοπρόσεκτη και αξιοσέβαστη. Τα ποιήματα συναγωνίζονται το ένα το άλλο σε ρεαλισμό, αμεσότητα, χιούμορ και φιλοσοφία»

Χρήστος Παπαγεωργίου (Διαβάζω)  «Τα ποιήματα του Τ. Μ. ενεργοποιούν δυνάμεις που είναι κρυμμένες βαθιά μέσα μας, με ευγένεια και ειλικρίνεια, στοιχεία που τα κάνουν βιώσιμα και ζωογόνα. Έχουν μια καλλίγραμμη και εξουθενωτική διαύγεια που τα κάνει καθημερινά και οικεία, σε σημείο που διαβάζονται απνευστί. Η συλλογή είναι πολύ ενδιαφέρουσα και γονιμοποιεί με τρόπο άμεσο και ρεαλιστικό το σπέρμα της ζωής» Αλίκη Πινότση  «Τα μάζεψα όλα τούτα, όπως τα ταπεινά πανέμορφα κυκλάμινα που φυτρώνουν στα βράχια της Ύδρας μου, μετά τη βροχή. Ούτε που ξέρω γιατί στα γράφω όλα τούτα. Ίσως γιατί η φωνή σου με ζέστανε μέσα στην παγωνιά του θανάτου που πέρασε πλάι μου. Με τη δική σου φωνή μιλάει ο Θεός μέσα μου. Μπορεί; Ναι, μπορεί! Και πίστεψέ με, ο ήχος σου φτάνει πιο μακριά απ’ όσο φαντάζεσαι» Ανδρέας Ριζόπουλος  «Το βιβλίο σου το θεώρησα σα διπλό δώρο, μια που το διάβασα - μονορούφι - στη γιορτή μου. Να που ο “τεχνοκράτης” κρατάει τις ευαισθησίες του. Ελπίζω ότι ο ποιητής δε θα “πεθάνει μέσα σου” και ότι η γόνιμη περίοδός σου θα συνεχιστεί.»  «Την ίδια μέρα που έλαβα το βιβλίο σου, το "ρούφηξα" κυριολεκτικά σε μερικές ώρες και, στη συνέχεια, το ξαναδιάβασα. Όπως έλεγε ένας φίλος αμερικανός συγγραφέας: “don' t let the bastards run you down!”» Διονύσης Σέρρας  «Τα βιβλία σας μου άρεσαν και μπορώ να πω ότι τα ξεχώρισα ανάμεσα σε διάφορα άλλα που έτυχε να διαβάσω τελευταία. Η γραμμή σας διαθέτει λυρισμό, ευαισθησία και φιλοσοφική σκέψη, χωρίς εγκεφαλισμούς. Το ερωτικό στοιχείο κυριαρχεί μ' έναν τρόπο προσωπικό και γνήσιο» Β. Γ. Χαρωνίτης (Χανιώτικα Νέα)  «Τελειώνοντας το διάβασμα, έχεις την αίσθηση πως ακούς μια ζεστή ανθρώπινη φωνή που σε καλεί να μην αποκάμεις, να μη σταματήσεις, μα να βοηθήσεις κι εσύ όσο μπορείς. Να μείνεις "Εκτός Εμπορίου", ώσπου να φτάσουμε όλοι μαζί να κοιτάμε τον ήλιο κατάματα.

ΥΛΙΚΑ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΕΩΣ (Ολόκληρη η εσοδεία 54 ετών)

Copyright: Τάκης Μητσακάκης και ΠάΝ-ΘΕοΝ με ΠαΝ-ΘέΑ, Λεπενιώτη 6, 10554 Αθήνα και Καμπάνι Ακρωτηρίου Χνιά. Τηλ. 211/1832885 και 6931149080. Η αναδημοσίευση επιτρέπεται με μόνη προϋπόθεση την αναφορά στο συγγραφέα και στον εκδοτικό οίκο.

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Α. ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ 1. ΜΕΤΑΒΑΣΗ (1962) 2. ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ (1976) 3. ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ (1980) 4. ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΑΝΕΜΩΝΕΣ, Η ΓΟΡΓΟΝΑ, Η ΝΕΦΕΛΗ Κ.ΛΠ.(1988) 5. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1988) Β. ΔΙΑΦΟΡΑ 1. ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΣΗΤΕΙΑΣ (1966) 2. ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΚΑΙ Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥΣ (RILKEN 1995) Γ. ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ 1. Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝ! 2. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 600 ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ EMILY NTICKINSON Δ. ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ 1. MITSAKAKIS. GR 2. ΠΟΙΗΣΗ ΕΝ ΕΥΡΕΙΑ ΕΝΝΟΙΑ ..................................................................... Στον «κακό γερόλυκο» Νίκο Δήμου με θερμότατες ευχαριστίες για τη λακωνική απάντησή του στην παράκλησή μου για έναν πρόλογο: «Δε μου άρεσαν τα επαινετικά σχόλια. Τα ποιήματά σου αρκούν - μόνα και ασυνόδευτα» .................................................................... ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ Αγαπητοί αναγνώστες, κριτές και φίλοι, παρακαλώ εστέ επιεικείς δηλονότι: Τα εύγευστα φρούτα χρειάζονται ρίζες, κορμό, κλαδιά και φυλλωσιές και φυσικά καλλιέργεια, λίπασμα , κλάδεμα και χρόνο για να ωριμάσουν Τα μαργαριτάρια χρειάζονται χιλιάδες όστρακα για να επιλέξουν σε ποιο απ’ όλα θα δέσουν το δάκρυ τους σε πολύτιμη πέρλα. Τα χαμομήλια, οι μαργαρίτες και οι παπαρούνες χρειάζονται μεγάλη ποσότητα άχαρου, χόρτου για να ακουμπήσουν το αυθάδικο κεφάλι τους. Και μη μου πείτε πως τα ποιήματα πρέπει να είναι συμπαγής χρυσός ή άργυρος ή έστω αμαλγάματα ή ακατέργαστα διαμάντια. Κι αυτά θέλουν καθαρτήρια επεξεργασία για να απελευθερώσουν όλη τη λάμψη τους. Τα δικά μου «ποιήματα» δεν έχουν τέτοια πολυτέλεια. Είναι, άλλοτε ακατέργαστα ορυκτά αισθήματα που βιάζονται να εκραγούν και άλλοτε γεννήματα στοχασμού που βαριέμαι, ο τεμπέλης, να απαλλάξω από το αυτονόητο και την κοινοτυπία. Δεν ξέρω καν αν τα «ποιήματά» μου είναι όντως ποιήματα. Ποτέ μου δε δήλωσα «ποιητής». Κ ε ι μ ε ν ο γ ρ ά φ ο ς είμαι και με την ευγενή αυτή βγάζω το ψωμί μου. Να και ένα σχετικό «ποίημα»: ΜΗΤΣΑΚΑΚΗΣ vs ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ Είπε ο μεγάλος: Εγώ είμαι ποιητής. Γράφω ποιήματα. Και μόνο αν μου περισσεύουν λέξεις, γράφω και για άλλα. Είπε ο μικρός: Εγώ είμαι κειμενογράφος. Γράφω για όλα τ’ άλλα. Και μόνο αν μου περισσεύουν λέξεις, γράφω και «ποιήματα».

ΜΕΤΑΒΑΣΗ Της Ελένης που τ’ αγάπησε But the faith and the love and the hope are all in the waiting T. S. Eliot, EAST COKER

ΜΕΤΑΒΑΣΗ Α (ΑΣΤΥΦΙΛΙΑ) Ξεκινήσαμε απ’ τα βουνά της αθωότητας και, περνώντας τα κατσάβραχα της άγνοιας, φτάσαμε στη γέφυρα του δισταγμού που οδηγεί στην πόλη με τα εργοστάσια. Στην αρχή μας κορόιδεψαν για τις αρβύλες και τους τρόπους μας. Κλάψαμε πικρά μα ορκιστήκαμε να περάσουμε. Πήγαμε σε πορνεία. Ντυθήκαμε τα ρούχα της γνώσης. Μάθαμε να καπνίζουμε και να βρίζουμε. Περάσαμε το ποτάμι και ήρθαμε στην πόλη. Ήρθαμε στον πολιτισμό. Η μνήμη έσβησε μες στη γροθιά μας. Τα κατσάβραχα κρύφτηκαν στα σύννεφα. Οι αρβύλες με τα σκληρά σαγόνια έλιωναν στο βυθό της λίμνης. Τις νύχτες βλέπαμε όνειρα καινούρια. Τη λίμνη, τα νερά, το βούρκο. Η μοντέρνα γραβάτα με τα πουάν μας έσφιγγε πολύ το λαιμό. Τελευταία, νιώθαμε αδιαθεσίες. Το χέλι της μνήμης ξέφυγε απ' τη γροθιά μας. Τα φώτα του λιμανιού άναψαν και φάνηκε η λίμνη. Το μελάνι του χταποδιού το ρούφηξε ο ήλιος. Απ' το γιαλό φάνηκαν τα κατσάβραχα του χωριού κι οι αρβύλες που έλιωναν με σπασμένα σαγόνια. Τα χταπόδια κι οι σουπιές τραβηχτήκαν πιο βαθιά. Δεν το ‘θελαν το φως. Δεν το ‘θελαν. Δε γυρίσαμε πίσω. Πήραμε ασπιρίνη για τον πονοκέφαλό μας κι ακολουθήσαμε το δρόμο των νικημένων. Πότε-πότε, γυρνάμε το κεφάλι κι ατενίζουμε τα βουνά. Ύστερα, σφίγγουμε πάλι τη γροθιά και βαδίζουμε σκυφτά. Και προχωρούμε-προχωρούμε, τραγουδώντας το εμβατήριο της φθοράς: Εν-δυο, σπασμένες ψυχές! Εν-δυο, σκουλήκια, σκουλήκια! Εν-δυο, ποντίκια, ποντίκια!

ΕΦΗΜΕΡΑ Κατέβηκε ο ήλιος στο μπουντρούμι κι άπλωσε το χρυσαφί επίχρισμά του στα μέταλλα που μούγκριζαν από τον πόνο της εγκατάλειψης Κατέβηκε ο ήλιος στο μπουντρούμι κι έλαμψε πάνω στις σκουριασμένες ψυχές Και οι αράχνες έφυγαν Και οι σκορπιοί κρυφτήκαν Κι οι αλυσίδες ησύχασαν. Όμως πόσο άραγε διαρκεί το φως; Ως τη δύση! Κι ύστερα καληνύχτα γέλιο!@ Καλησπέρα αγωνία Ως τη δύση!

ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ Ο ποταμός σφυρίζει αδιάφορα το τραγούδι του χρόνου. Βρισκόμαστε στη χώρα της αρμονίας. Τι μουσική! Τι απόλαυση! Ποιος είναι ο μαέστρος; Θέλουμε να τον δούμε. Ποιος είναι; Πού; Πείτε του, τον ζητούν κάποιοι ξένοι από τη χώρα των τυφλών. Κάποιοι ξένοι από τη χώρα της περιέργειας. Πείτε του, θέλουμε να τον δούμε, εμείς οι άρρωστοι, οι τυφλοί, οι κακόγουστοι καλλιτέχνες, οι γεμάτοι απορία, οι γεμάτοι θαυμασμό για τη Γη Του.

ΤΕΤΑΡΤΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ Κ. Αρχίσαμε από το άλφα και φτάσαμε στο ωμέγα, εξαιρώντας, φυσικά, τους εαυτούς μας. Δεν αφήσαμε κανένα. Όλους τους γδύσαμε, όλους τους μαστιγώσαμε, κι όσο για τη ντροπή μας μπρος στη γύμνια τους, είχε πνιγεί μέσα στη λύσσα μας. Βέβαια, ξέραμε πως κι εκείνοι το ίδιο θα 'καναν σε μας, ταυτόχρονα. Συγκεντρωμένοι στο σπίτι κάποιου από την παρέα, θα ‘τρωγαν σοκολατάκια με τα βαμμένα νύχια τους και θα μαστίγωναν από το άλφα ως το ωμέγα, εξαιρώντας, φυσικά, τους εαυτούς τους.

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ Η σκόνη του δρόμου, τα καυσαέρια και οι ίσκιοι των πολυκατοικιών κήδεψαν απόψε την παιδική μου ευτυχία.

ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ Ο καλπασμός του ονείρου μου συντρίφτηκε, πάλι απόψε, στον όγδοο όροφο μιας πολυκατοικίας.

ΣΥΓΧΥΣΗ Απόψε υπάρχει σύγχυση. Στα μέλλοντα. Στα παρόντα. Σ' εκείνα που πέρασαν. Σ' εκείνα που ήταν να ‘ρθουν και δεν ήρθαν ποτέ. Σ' εκείνα που θέλουμε να ‘ρθουν και δε θα ‘ρθουν ποτέ. Απόψε υπάρχει σύγχυση. Στη μνήμη μου. Στη σκέψη μου. Στα μάτια μου. Στην ακοή. Στα αισθήματα. Στα όνειρα. Στον πόνο μου… Ούτε ερώτηση. Ούτε άρνηση. Ούτε κατάφαση. Μόνο σύγχυση. Κάτι απ' όλα. Κάτι έξω απ’ όλα. Μόνο σύγχυση.

ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ Αγαπητοί μου κύριοι, αγαπημένοι συγγενείς και φίλοι, δε θα 'μουν συνεπής εάν σας έλεγα «Μεθαύριο, θα ‘μαι σπίτι. Σας περιμένω για καφέ» ή ακόμη, «Αύριο, θα έλθω στη γιορτή σας» ή έστω, «Τώρα δα, σε λίγη ώρα», αφού, δεν ξέρω αν εγώ, που σας μιλάω τώρα, είμαι στ’ αλήθεια εγώ, ο ίδιος δηλαδή που ήμουν χθες, προχθές κι αντίπροχθες κι αυτός που θα ‘μαι αύριο και μεθαύριο. Αφού, με λίγα λόγια, δεν έχω καν μια ένδειξη ότι υπάρχω.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Ο χρόνος πάγωσε. Ώρα μηδέν. Τα Paroles του Prevert, στο πάτωμα, τα γυμνά κορμιά μας, στο κρεβάτι, ο καπνός του τσιγάρου συνθλίβεται στο βάρος της σιωπής κι ο χρόνος, στάσιμος. Ώρα μηδέν. Τα χείλη μας πεινούν για έρωτα, η καρδιά μας διψά γι’ αγάπη και πίσω από τα προσωπεία μας, ο στάσιμος χρόνος σαρκάζει την αμηχανία μας.

ΣΕΛΙΔΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ Ζήσαμε και σήμερα, όπως χθες και προχθές κι όλες τις άλλες μέρες, ξεγελώντας τη θλίψη μας με μια πανάρχαια πλάνη. Μπορέσαμε και σήμερα να λησμονήσουμε την κούρασή μας μ’ ένα φλογερό ενθουσιασμό, βαρύ κι ογκώδη, μα κούφιο από διάρκεια και σημασία. Ζήσαμε έτσι πολλές μέρες. Κι ίσως αύριο και μεθαύριο και πάντα, παίζοντας κρυφτούλι μέσα στο φιδίσιο δέρμα μας. Ζήσαμε πολλά χρόνια και θα ζήσουμε ακόμη, στο πείσμα της βροχής που τρώει τα στήθη μας, στο πείσμα του ανέμου που δέρνει τα κεφάλια μας. Στο πείσμα!

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ Μην ελπίζεις πως απόψε, το φεγγάρι θα βρέξει, μικρό μου ποντικάκι, Ερμίνα. Και χθες, έτσι μας γέλασε. Και χθες, ο θαμπός φωτοστέφανός του μας υποσχέθηκε βροχή κι ούτε μια σταγόνα από φως δεν έλαμψε στα στεγνά μέτωπά μας. Σήμερα, ξέρουμε πως το στεφάνι της σελήνης δεν είναι, παρά μόνο η δίψα μας. Σήμερα ξέρουμε, αλίμονο, πως το φεγγάρι δε θα βρέξει πια σταγόνες από τ’ ασημένιο αίμα του. Θυμήσου τον αγαπημένο μας Σεμπάστιαν. Τον καλό μας, πανέμορφο Σεμπάστιαν, που είχε το ελάττωμα να ‘ναι φιλήσυχος κι ωραίος, να κάνει συλλογή από σπάνια φυτά και να γράφει ένα ποίημα κάθε καλοκαίρι. Πέρυσι, δεν μπόρεσε να γράψει, όπως ξέρεις. Τον δολοφόνησαν οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που, κάθε μέρα, δολοφονούν κι από ένα ποιητή. Θυμάσαι που τα βράδια κοιμόμασταν νωρίς, μήπως και δούμε κάποιο όνειρο; Κάπου-κάπου, ανεβαίναμε στη ράχη της νύχτας και ψηλαφούσαμε το χνούδι της Μεγάλης Άρκτου. Ύστερα, καθόμασταν και σχεδιάζαμε σ' ένα χαρτί, όλα όσα μας άρεσαν και δεν τα είχαμε. Κάθε πρωί, πετροβολούσαμε θάλασσα κι ουρανό, σα ν' απευθύναμε βρισιές ή ικεσίες. Και κάθε μεσημέρι, εκθέταμε το σώμα μας στην εξουσία του ήλιου, σε μια αυθάδικη ανταρσία αυτοκτονίας. Ωστόσο, δεν παραπονιόμασταν. Είχαμε τη χάρη να υποφέρουμε. Μόνο που, τότε, τίποτα δεν ξέραμε και, όταν με τους άλλους συναντιόμασταν, την καρδιά μας - ένα κρίνο - τους προσφέραμε, δεν το έπαιρναν κι απογοητευόμασταν. Σ' ένα βότσαλο του γιαλού, γράφω, τώρα, τη νέα ιστορία μου. Κάθε μέρα κι ένα νέο επεισόδιο - επανάληψη της παλιάς μου πίκρας. Κάθε μέρα και μια νέα γνώση - γεύση της ίδιας, αναλλοίωτης μοναξιάς μου. Πάνω στη γαλήνια ράχη του βότσαλου χαράζω τώρα την καθημερινή πορεία μου. Κάποτε, το βότσαλό μου θα στο στείλω, γριά, ρυτιδωμένη ανάμνηση, να το κρεμάσεις φυλαχτό στο στήθος σου ή να το θάψεις στα νερά του Σηκουάνα. Στο στήθος σου θα γίνει τριαντάφυλλο, κόκκινο, πύρινο, σαν αίμα και σα φλόγα, με φύλλα που θα σ' αγκαλιάζουν κι αγκάθια που θα σε τρυπούν τις νύχτες. Τότε, οι μυστικές χορδές σου θ' αποζητούν τα δάχτυλά μου και το κοχύλι των χειλιών σου θα λαχταρά τα μυστικά που του ψιθύριζα. Τότε, τα πλήκτρα των δαχτύλων σου θ' αναθυμούνται τη θωπεία μου και των ματιών σου το γαλάζιο θα νοσταλγεί την παιδική μου έκπληξη. Αν, πάλι, μες στα βρόμικα νερά του Σηκουάνα, η πέτρα μου χαθεί, το ρεύμα, γλείφοντας, θα τη διαλύσει, στους πέντε ωκεανούς θα τη σκορπίσει. Αλίμονο, ξέρω: Στον ιστό της αράχνης σου, σπαρταρά τώρα ένα νέο αστέρι, Ερμίνα.

ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΖΑΠΠΕΙΟ Φοβάμαι, καθώς η νύχτα με τυλίγει σαν ένα σύννεφο πυκνού καπνού! Ατέλειωτες σειρές σπίτια ακατοίκητα, νεκρά, θαμμένα στη νυχτερινή σιωπή. Μια νέα πολιτεία ορθώνεται απόψε εδώ. Μια νέα πολιτεία, άψυχη, ντυμένη σ' ένα φως σκληρό, σαν από κάτασπρη, ατέλειωτη αστραπή. Γυμνή, κεραυνοβολημένη, πέτρινη. Πέτρινη πολιτεία, άψυχη, σαν από μάρμαρο, άνεμο και φώς. Φοβάμαι, όταν από παλιό, σβησμένο όνειρο, μ' αγγίζει η χνουδάτη αφή μιας τρυφερής, χλωμής παλάμης. Σα να γεννιέται μια ψυχή στη χούφτα μου, το χάδι μιας χλωμής παλάμης, που ξάφνου λιώνει μες στο φεγγαρίσιο φως και χάνεται στην παγωμένη λίμνη, πίσω απ' τις κλειδωμένες πόρτες των ακατοίκητων σπιτιών. Εκεί μακριά, σ' άλλο πλανήτη, πώς να ‘ναι άραγε οι νύχτες του χειμώνα; Είναι γλυκό το φεγγαρίσιο φως, και μες στις λίμνες της σιωπής, μπορείς να δεις το πρόσωπό σου, ανάμεσα σε χαμογελαστά αστέρια; Φοβάμαι, καθώς η νύχτα με τυλίγει σαν ένα σύννεφο πυκνής σιωπής, πως κι η δική σου πολιτεία είναι το ίδιο πέτρινη, κεραυνοβολημένη, ντυμένη σ' ένα φως σκληρό, σαν από κάτασπρη, ατέλειωτη αστραπή. Πέτρινη πολιτεία, άψυχη, σαν από μάρμαρο, άνεμο και φως.

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ Έχω χάσει το ύφος μου - αν υποτεθεί ότι ποτέ είχα - διαβάζοντας ποιήματα του 20ού αιώνα. Όμως, απ' το μισάνοιχτο παράθυρο - μια πρόκληση στον παγερό χειμώνα - βλέπω ένα φυτό με βυσσινιά λουλούδια. Κανένας ήχος δεν αγγίζει πια την απομόνωσή μου, εκτός απ' το τικ-τακ του ρολογιού στην εταζέρα, και να που λέω επιτέλους την αλήθεια: Το μόνο που θα 'θελα τώρα, είναι να κοιμηθώ. Καθώς έξω καραδοκεί το χιόνι κι ο άνεμος λυσσομανά στα σύρματα, να κοιμηθώ μ' αυτή την πλήρη γαλήνη που έχω και να μην ξυπνήσω ποτέ.

ΜΕΤΑΒΑΣΗ Β Πέρασα τα σύννεφα κι ήρθα, μετανάστης στη γη σου. Άφησα τη μοναξιά μου κι ήρθα, να ζήσω στο κλίμα σου, που κι αυτό - το ξέρω – είναι υγρό και γεμάτο πόνο. Όμως, γιατί ν ‘αφήσουμε τη μούχλα να μας σαπίζει; Γιατί δε βγαίνουμε στο φως; Πες μου. Βήμα-βήμα, θα φύγουμε για τη χώρα του ήλιου, εκεί που οι αράχνες δεν τολμούν να ξεμυτίσουν. Δάκρυ-δάκρυ θα σβήσουμε από τον πίνακα της ψυχής μας τις ανόητες παλιές θεωρίες. Πόνο-πόνο θα κερδίσουμε όλη τη χαμένη απόσταση από την πρωτινή μας αθωότητα. Έλα! Μαζί θα σκάψουμε στα νεκροταφεία, να βρούμε τη χαμένη μας πίστη. Μαζί, θα κερδίσουμε τη βεβαιότητα που μας αρνήθηκε ο ουρανός.

ΓΑΛΗΝΗ Απόψε, φέγγουνε του λιμανιού τα φώτα, σαν ένας γιορτινός γαλαξίας. Η θάλασσα, βουβή, υποτάσσεται στο χείμαρρο του φεγγαρόφωτου κι η ευλογία της χαράς απλώνεται πάνω στα κλειστά βλέφαρά μας. Το φεγγάρι κυλάει απόψε στον κύκλο του χαμόγελου και φέγγουνε του λιμανιού τα φώταγαλάζια, ήρεμα, σαν όνειρα. Στον ουρανό, στη θάλασσα και, επιτέλους, στην ψυχή γαλήνη!

ΟΠΤΑΣΙΑ Στα κύματα του ονείρου μου πλέει η γόνδολα του φεγγαριού. Στον κήπο με τις κερασιές, η παρουσία σου αιωρείται σαν ανοιξιάτικο ρόδο.

Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Ξαγρυπνήσαμε, ανάσκελα στην αμμουδιά, κάτω απ' τα ορθάνοιχτα παράθυρα της πολιτείας τ' ουρανού. Με τις αισθήσεις ναρκωμένες απ' το σουραύλι του πελάγους, ανασάναμε βαθιά την ομορφιά του κόσμου. Αγκαλιαστήκαμε, νύχτες πολλές, στην ίδια κλίνη, μ’ άλλα κορμιά που φλέγονταν στον ίδιο έρωτα με μας. Μ’ άλλες καρδιές μελωδικές, συνταιριασμένοι σ’ αρμονία, ρουφήξαμε αχόρταγα την ομορφιά του κόσμου. Ενωθήκαμε, σαν τα λουλούδια με το φως, σαν τα δελφίνια με το μπλε, σαν τα πουλιά με το λευκό. Γυμνοί, περίεργοι κι αθώοι, σαν πρωτόπλαστοι, γευτήκαμε αδιάντροπατην ομορφιά του κόσμου. Μοχθήσανε, να σπείρουμε σιτάρι στα χωράφια, να κάνουμε παιδιά και σπίτια, να κάνουμε την τύρβη μουσική. Παλεύοντας αδιάκοπα το ζόφο και το φόβο μας, δώσαμε πέμπτη διάσταση στην ομορφιά του κόσμου.

ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ Διελκυστίνδα που τεντώνεται μέσα στο "ναι" και στ' "όχι", πώς μπορείς, άραγε, κι ισορροπείς αυτόν τον κόσμο μέσα σου; Προχθές, λαλούσε ένα πουλί στον κήπο σου και το ‘διωξες ενώ, το ξέρω, σ' αρέσουν τα όμορφα τραγούδια. Χθες, μπήκε απ' το παράθυρό σου η αδιακρισία του φεγγαριού και το ‘κλεισες ενώ, το ξέρω, λατρεύεις το περίσσιο φως. Τι κακό, λοιπόν, συμβαίνει στον κόσμο; Τι κακό συμβαίνει στην καρδιά σου;

Τώρα που κινδυνεύουμε - πριν είναι αργά - συμφιλιώσου πάλι με τον ήλιο, πάρε το αγέρωχό σου στυλ και κήρυξε τον πόλεμο στην ένοχη σιωπή και στο σκοτάδι.

ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ (Σε στυλ Καβάφη) Σ' αυτό το σκοτεινό Λαβύρινθο που μπήκες για να σωθείς και για να σώσεις, μ' ένα φριχτό Μινώταυρο τώρα μονάχος σου θ' αγωνιστείς. Κανείς Θησέας για βοήθεια κι ούτε καμιά Αριάδνη θα σου δώσει νήμα. Τώρα, στον κόσμο είσαι ολομόναχος, εσύ Θησέας κι Αριάδνη και Μινώταυρος, κι όλα μονάχα μέσα σου υπάρχουν τώρα.

ΠΑΡΑΚΜΗ Φαντάσου το λαβωμένο τσακάλι να σέρνει στο χιόνι την κόκκινη γραμμή της αγωνίας του. Φαντάσου το πληγωμένο πουλί να στιγματίζει τα σύννεφα με ματωμένες φτερούγες. Φαντάσου το αγκιστρωμένο ψάρι να μαστιγώνει τον ήλιο με την απελπισμένη τροχιά του. Και κοίτα μετά το φυματικό μας κόσμο πώς φτύνει τη νύχτα, λερώνοντας αδιάντροπα τα πρόσωπα των αστεριών.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ Είναι στιγμές που γίνεσαι η αρχή και το τέλος του κόσμου! Άλλοτε, είσαι μια μνήμη που αρωματίζει τη σκέψη μου κι άλλοτε, γίνεσαι μια ζεστή φωλιά που με θερμαίνει. Άλλοτε, είσαι τ’ αηδονάκι που χαιρετά το λυκαυγές κι άλλοτε, μια καυτή φωτιά που πυρπολεί τα κρίματά μου. Το καλοκαίρι, χρυσή βροχή στο μαραμένο μέτωπο της γης και το χειμώνα, λευκό χρυσάνθεμο στον έρημο κήπο της μοναξιάς. Μα είναι στιγμές που γίνεσαι η αρχή και το τέλος και πάλι η αρχή του κόσμου!


ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Της Ελένης, του Νικόλα και της Πηνελόπης Αλλοίμονο, είν’ υψηλή το βλέπω, / πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα: / Κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι / ποτέ δεν θ’ αναιβώ ο δυστυχισμένος. Κ. Π. Καβάφης, ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΑΛΙ ....................................................................

ΣΕΑΠ (Ηράκλειο 1963) (Στον ήδη τότε φίλο Βασίλη Βασιλικό για το εκπληκτικό «Αγγέλιασμά» του) Τι κι αν σηκώσαν γύρω μας τείχη ψηλά, τον ουρανό δε μπόρεσαν να μας τον αποκλείσουν. Όμως, κι αν δεν κατάφεραν να μας στερήσουν τον ουρανό, έχτισαν πάντως γύρω μας τείχη ψηλά.

«L UNIQUE ET SA PROPRIETE» Πήρε μια κιμωλία και χώρισε τη γη σε δικαιώματα. Διάλεξε τα δικά του - όσο μπορούσε πιο πολλά - και τ' απομόνωσε μ' ένα μαντρότοιχο αυτάρκειας απ' όλα τ' άλλα δικαιώματα του κόσμου. Περιορισμένος έτσι στον έρημό του πύργο με τη γυναίκα, τα παιδιά και τα υπάρχοντά του, έζησε τη μακριά ζωή του φιλήσυχα κι ωραία! Στο τέλος, φόρεσε ένα ζευγάρι σκονισμένες φτερούγες και ανελήφθη στους ουρανούς.

ΕΠΕΚΤΑΣΗ Έχω εφτά δέρματα, εφτά στρώματα λίπους πάνω στη σάρκα μου, εφτά σάρκινους ιστούς, στο σκελετό μου. Κι αν σκάψεις τα ερείπια της Τροίας, θα βρεις εφτά πολιτείες, τη μια πάνω στην άλλη, εφτά στέγες, τη μια πάνω στην άλλη, να καλύπτουν το ίδιο εκείνο κομμάτι Αιολικής γης. Αν σκάψεις οπουδήποτε τη γη, θα βρεις στρώματα πολλά, το ένα πάνω στ' άλλο, κύματα επεκτατικά, το ένα πάνω στ' άλλο, που ξεκινάνε από το φλεγόμενο πυρήνα της για να συνταυτιστούνε, το ένα πάνω στ' άλλο, με το άπειρο.

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ Λέω πως όλα με περικυκλώνουν κι ας έχω την εντύπωση πως φεύγω συνεχώς. Ωστόσο, τα πράγματα είναι που μου δίνουν αυτή τη όμορφη γεύση γλυκόξινου μήλου. Τα γεγονότα είναι που μου δίνουν αυτή τη μαγική αίσθηση αέναης ροής. Τα πράγματα και τα συμβάντα είναι που μου δίνουν αυτή την ηδονή της άσκοπης πορείας στο πουθενά.

ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ Στο κάτω-κάτω, φοράμε μαύρα γυαλιά και κοιτάμε τον ήλιο κατάματα. Από ανάγκη άραγε ή ματαιοδοξία το φίδι αλλάζει κάθε τόσο πουκάμισο; Ευτυχώς που οι σφαίρες μου δε διαπερνούν την ασπίδα του λευκού χαρτιού. Παρηγορούμαι να κεντώ στο στήθος σου με νύχια σα βελόνες την οδύνη. Φεγγάρι: μόνη διέξοδος στον ουρανό. Απόψε έχει πανσέληνο. Θα φύγω. Το πρόσωπό μου είναι σπασμένο πάνω στα συντρίμμια του καθρέφτη. Σπάζω στα χέρια μου αυτή τη μικρή γυάλινη σφαίρα και μετά, τίποτα! Τι πρόκληση για το χάος να τρυπά την καρδιά του ένα λουλούδι! Η λίμνη έβαλε τα κλάματα και τότε μόνο ιρίδισε ο ήλιος στα δάκρυά της.

ΚΥΗΣΗ (Στον κύριο Γιάννη Μαρίνο, αναδρομικά) Τώρα δεν είμαι παρά τα όνειρά μου. Αύριο, ίσως, θα ‘μαι μια πίστη και μεθαύριο, μια πραγματικότητα. Όμως τώρα δεν είμαι παρά τα όνειρά μου. Μια κύηση που περιμένει ήρεμα την ώρα της οδύνης.

ΑΝΑΔΥΣΗ Αερόστατα, αεροπλάνα, διαστημόπλοια! Όλο και πιο ψηλά αναδυόμαστε σ' αυτήν τη δίχως επιφάνεια θάλασσα. Ο ορίζοντας μεγάλωσε, αγκάλιασε ολόκληρη τη γη. Από ψηλά δεν φαίνονται, συγχέονται, τα χρώματα, τα σχήματα, οι διαφορές. Από ψηλά δεν φαίνονται - εξαφανίζονται τα σύνορα. Στα μάτια της σελήνης δεν είμαστε παρά αυτά τα θαυμαστά κατοικίδια της γης. Αυτά τα εξαίσια αναδυόμενα όνειρα.

ΤΟ ΧΙΟΝΙ Το χιόνι έλουσε τα μάτια μου με μια κατάλευκη γύμνια. Έλα στο παραθύρι να δεις πόσο ομόρφυνε η μικρή μας πόλη! Ακόμα κι η θλίψη φόρεσε σήμερα το γιορτινό μανδύα της.

ΜΙΚΡΗ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Στο Πράβι, η άνοιξη βροχή, αέρας και κρύο, τα λουλούδια έγερναν το κεφάλι πένθιμα, τα βατράχια στο ποτάμι κόαζαν ανόρεχτα, ακόμη και τ' αηδόνια στους βάλτους σώπαιναν, ωστόσο, τα δέντρα είχαν φορέσει τις μεγάλες στολές τους και πίσω από τα σύννεφα - το διαισθανόσουν - έλαμπε ένας εξαίσιος ήλιος. - Δεν ξέρω τι θέλω, μου λες. - Λοιπόν, ας πάμε ένα περίπατο. - Μα, έχει λάσπη ο κάμπος! - Και το ποδήλατο τι το 'χουμε; (Είχε ξεφουσκωμένα λάστιχα, ένα παλιό φτηνό ποδήλατο, σκέτο σαράβαλο, τις μέρες που είχε ήλιο μας πήγαινε θαυμάσια, συνήθως τη γλυτώναμε με ελαφρούς μωλωπισμούς, τα πόδια σου - το ξέρω - είναι ακόμη γεμάτα μελανιές.) Η άνοιξη ήταν βροχή, άσε το κρύο και τον αέρα, γλιστρούσε η βρεμένη γη, κι εμείς γυρεύαμε στους βάλτους χαρούμενα βατράχια κι αηδόνια, ο κάμπος ήταν απέραντος, κυνηγώντας την άνοιξη, μας ξέφυγε ο χρόνος, κι η νύχτα στους βάλτους είναι επικίνδυνη, μπορεί ν ' ανοίξει ξαφνικά ένα γλοιώδες σιχαμένο στόμα και να σε καταπιεί, στο τέλος μας κατάπιε ο φόβος, βλαστημήσαμε την ώρα που ξεκινήσαμε για ουτοπίες, γλιστρούσαμε συνέχεια και πέφταμε σ' αγκάθια και τσουκνίδες, καταματωθήκαμε κι αρπάξαμε ένα γερό συνάχι. Η καρδιά μας είναι τώρα τυλιγμένη σ' επιδέσμους, ωστόσο έξω από το παράθυρο τα δέντρα φορούν τις μεγάλες στολές τους, τα βατράχια κοάζουν, έστω κι ανόρεχτα, και τ' αηδόνια, κρυμμένα στις λόχμες, δοκιμάζουν σιωπηλά τις συναυλίες που θα δώσουν λίαν προσεχώς. Καθένας το διαισθάνεται, βλέπεις, πως πίσω από τα σύννεφα χαμογελά ένας εξαίσιος ήλιος.

ΑΠΟΛΟΓΙΑ (Στην Καλή-Πόπη Καλογεράκη) Εν όψει μιας δράσης επικείμενης, σιωπώ. Φουσκώνει μέσα μου η αγανάκτηση, μη θαρρείς. Η σιωπή μου κρύβει προετοιμασία. Η αταραξία μου, απόφαση. Συσπειρωμένος καιροφυλακτώ. Μη θαρρείς!

ΑΝΑΜΟΝΗ Άγριο, ατίθασο, ανυπότακτο χλιμιντρίζει το άτι χωρίς καβαλάρη στη ράχη του. Ποιος λοιπόν θα τ’ οδηγήσει στην καταπράσινη πεδιάδα; Ανάσκελα στον ήλιο, ξαπλωμένη στα κύματα, η γη μου προσμένει τρυφερό εραστή για ν' ανθίσει.

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ Μια ρωγμή στη σκληρή συνοχή της επιφάνειάς μας, στο καθημερινό χαμόγελο, στο ντύσιμο, στο ύφος, στην περιποιημένη πρόσοψη των εντυπώσεων που τόσο κομψά αρχιτεκτονούμε. Μια μόνο ρωγμή από τσεκούρι καμωμένη ή από μαχαιριά ή από ωρίμανση απλή. Μια οποιαδήποτε ρωγμή - μικρή ή μεγάλη - και ο ασκός που μας τυλίγει, αναστρέφεται. Πάει από μέσα το μαλλί, βγαίνει το σπλάχνο κι η καρδιά κι ελεύθερο, μαζί μ' αυτά, το περιστέρι, το τρυφερό πουλί που χρόνια τώρα μεγάλωνε κι ασφυκτιούσε εντός μας.

ΥΛΙΚΑ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΕ (Στη φίλη μου Χρυσούλα, αναδρομικά - αυτή ξέρει γιατί) Ώριμος άνδρας πια - τριάντα τόσο ετών - κι ακόμη να μην ξέρω να μιλώ, μα να ψελλίζω βραδύγλωσσα κι αδέξια, ψάχνοντας σ' υλικά κατεδαφίσεως, να βρω τις λέξεις μου, μια-μια, και να τις καθαρίζω από τους σοβάδες, για να οικοδομήσω τι; Σπιτάκια εκτός σχεδίου, χωρίς στυλ - έτσι, σχεδόν στην τύχη κι ό,τι βγει - μια και δε σπούδασα ποτέ μου αρχιτέκτονας. Πού 'ναι τα παιδικά μου χρόνια που και τότε, έψαχνα κι έβρισκα τις λέξεις μου, μια-μια - τούβλα φτιαγμένα από μένα, συμπαγή, χωρίς ψιμύθια, τρύπες και κάθε λογής λειάνσεις, διαστολές, παραφθορές - κι έχτιζα πάλι τότε, παίζοντας, σπιτάκια εκτός σχεδίου, αυτοσχέδια, μα τόσο ανάλαφρα, σωστά, λειτουργικά, γνήσια σπίτια Αιγαιοπελαγίτικα! Τώρα, γυρίζω πάλι στην αρχή - ψάχνοντας όμως σ' υλικά κατεδαφίσεως - να βρω τις λέξεις μου, μια-μια, για να μπορέσω να ξαναμιλήσω, έστω ψελλίζοντας βραδύγλωσσα κι αδέξια, μ' απλά κι αληθινά σαν τα παιδιά. Ήταν ανάγκη λοιπόν να μεγαλώσω;

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ Τα παιδικά μας όνειρα, καλόβολα πρόβατα που κάτω τους κρυμμένοι, περνούσαμε έξω απ' τη σπηλιά του φοβερού Πολύφημου. Τώρα πια, μεγαλώσαμε. Τα όνειρα μικρά, κι ο φόβος μας ογκώδης, δύσκολα κρύβεται σε αυταπάτες. Τώρα, όλο και πιο σπάνια μπορούμε να αποδράσουμε από τη σκοτεινή σπηλιά της νύχτας κι ακόμη σπανιότερα, μπορούμε να ξεφύγουμε από τον άγριο Ποσειδώνα.

ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ (Μνήμη Charles Baudelaire) Ωστόσο, κάποια σημασία πρέπει να ‘χει το να είσαι ποιητής. Όχι, σώνει και καλά, ποιητής περιωπής - αυτό κι αν έχει σημασία στον καιρό μας - μα, έστω, ένας άσημος, φτωχός στιχοπλόκος που δεν πάει δα γυρεύοντας για δόξα, μια κι αυτή ανήκει στους ελάχιστους, τους προικισμένους, μα που νιώθει, απλώς, την ανάγκη κάτι να πει, να μιλήσει! Κάποια σημασία πρέπει να 'χει το να είσαι, το να θέλεις δηλαδή, έστω, να είσαι ποιητής. Ιδιαίτερα στους χαλεπούς καιρούς μας που οι τίμιες φωνές σπανίζουν επικίνδυνα και η απόλυτη σιωπή καραδοκεί προ των θυρών. Τελικά, αν μη τι άλλο, η φωνή σου, - έστω απλοϊκή, ακατέργαστη κι αδέξια - σαν ένα σήμα εγρήγορσης μέσα στη νύχτα, δηλώνει το «παρών» της σε μια φωνή πιο πέρα κι αυτή σε άλλη, κι η άλλη σ' άλλη, έτσι που - αν μη τι άλλο - οι αληθινοί ποιητές νιώθουν, ενδεχομένως , λιγότερο μόνοι.

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ Με ποιο δικαίωμα, κύρρριοι, παραβιάσατε το άσυλό μου, με δέσατε και με φιμώσατε κι εκεί, μπροστά στα ίδια μου τα μάτια, βιάσατε την αθωότητά μου; Λοιπόν, σας ερωτώ: Με ποιο δικαίωμα, κύρρριοι, με σύρατε μετά στο χειρουργείο και μεταμοσχεύσατε στη θέση των χεριών μου, πολυβόλα, στη θέση των ποδιών μου, ερπύστριες, στη θέση του μυαλού μου, ηλεκτρονικό εγκέφαλο, και τέλος με μια διάπυρη σφραγίδα χαράξατε στους ώμους μου τα διάσημα του στρατηγού; Καλά λοιπόν, όμως ρε κύριοι, σας ερωτώ: Αν από κάποια βλάβη στους λεπτούς μηχανισμούς μου - πράγμα απίθανο βεβαίως - αλλά λέω, αν στρέψω τα φοβερά μου όπλα εναντίον σας, εγώ θα φταίω;

ΠΕΝΤΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ Κάποιος Κύριος Κ. Ζ. Αγκάθια και λεπίδες θωρακίζουν απλώς το ασπόνδυλο κορμί του. Κάποιος Κύριος Κ.Τ. Μεγάλα λόγια! Μεγάλες ιδέες! Προπέτασμα καπνού μπροστά σε άδειες θέσεις μάχης. Κάποιος Κύριος Α. R. Ούτε κόκκινο, ούτε κίτρινο, ούτε μπλε. Ούτε καν μια σύνθεση χρωμάτων. Όταν τον ρωτάς, δηλώνει άχρωμος. Κάτι δηλαδή σαν το νερό, σαν τον αέρα, σαν το τίποτα. Κάποιος Κύριος K. Π. Η αδυναμία ούτε χαμογελά, ούτε κοιτά κατάματα. Ανάλογα με την περίσταση, κάνει απλώς αυτό που μπορεί: Τρίζει τα δόντια στην αδυναμία που χαμηλώνει τα μάτια ή χαμηλώνει τα μάτια στη δύναμη που χαμογελά, κοιτώντας κατάματα και δύναμη κι αδυναμία. Και ο κύριος T. Μ. (Στο Μιχάλη Παπαγιαννάκη, σήμερα, ημέρα της «γιορτής» του) Κάθε πρωί του κλέβουνε τα τριαντάφυλλά του κι εκείνος δε μιλά. Πίσω από τις διάφανες κουρτίνες του τους βλέπει και χαμογελά, σίγουρος πως, το ίδιο βράδυ, οι τριανταφυλλιές του θα ‘ναι πάλι ολάνθιστες.

ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ (Στο φίλο Ανδρέα Ριζόπουλο, αναδρομικά) Σ' αυτή την επικράτεια του θεού-εμπορίου, πουλάμε κάθε μέρα τη ζωή μας έναντι ευτελούς ανταλλάγματος. Ελκυστικά εμπορεύματα, προϊόντα σχεδιασμένα σύμφωνα με τα πορίσματα των ερευνών αγοράς, μαζικώς παραγόμενα, συσκευασμένα αεροστεγώς και, φυσικά, εγκεκριμένα από το Υπουργείο Υγιεινής, αγαθά εκτεθειμένα στα ράφια των καταστημάτων, ακριβότερα ή φθηνότερα - πωλούμενα πάντως έναντι ευτελούς ανταλλάγματος - περιμένουμε τον πελάτη να μας αγοράσει, να μας χρησιμοποιήσει και να μας πετάξει, εντέλει, στον κάλαθο απορριμμάτων. Ε, λοιπόν, όχι! Σήμερα αντιστέκομαι στον άτεγκτο νόμο της αγοράς. Σήμερα δεν πουλιέμαι, δεν αγοράζομαι. Ε ί μ α ι ε κ τ ό ς ε μ π ο ρ ί ο υ. Αδιαφορώντας για τις καταναλωτικές ανάγκες, για την εμπορευματική μου αξία, για τα ευτελή ανταλλάγματα, χωρίς έγκριση του Υπουργείου, χωρίς καμία ίσως χρησιμότητα, αλλ’ αντιθέτως, ίσως επιβλαβής για την υγεία, σήμερα είμαι όπως θέλω Ε Γ Ω. Χωρίς να σας κοστίσει τίποτα, ε ν τ ε λ ώ ς. δ ω ρ ε ά ν, μπορείτε να με πάρετε, μπορείτε να με χρησιμοποιήσετε, μπορείτε και να με πετάξετε - αχρησιμοποίητο έστω - στον κάλαθο απορριμμάτων.


ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ Στο μεγάλο, αλλά όχι μοναδικό, έρωτα της ζωής μου Δροσίδα Σκύψε να μπεις πάλι στη θήκη / λεπίδι της σιωπής μου, χίμαιρα. Γιώργος Σεφέρης, ΣΤΡΟΦΗ .....................................................................

ΠΡΟΟΙΜΙΟ Στα έσχατα όρια της μοναξιάς ευτυχώς που υπήρχε κι αυτό το καταφύγιο! Η ψευδαίσθηση που μας λυτρώνει από τη νοσταλγία με μια φευγαλέα, έστω, αυτάρκεια Ναρκίσσου. Το όραμα που μετριάζει κάπως την ανάγκη της συμπαγούς κι αδιάσπαστης πράξης. Η άηχη κραυγή που τέμνει μ’ ένα ελάχιστο κενό την ατσάλινη συνέχεια της σιωπής. Η μετουσίωση σε προσευχή της φθίνουσας ελπίδας. Ο άκαρπος σπασμός στην προϊούσα απονέκρωση. Ο ένας, έστω και στείρος, σπασμός. Ο αυνανισμός.

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ (Στον Αντώνη Σαμαράκη που δεν είδε ποτέ «δουλειά» μου) Το ξέρω, είναι αδιακρισία να σε ταράζω με τα σήματά μου έστω κι αν πρόκειται για S.O.S. από ένα σκάφος εν κινδύνω. Εν τούτοις, δε ζητώ βοήθεια κι ούτε κοστίζει τίποτα, νομίζω, η απλή, κοινότοπη απάντηση: «Σήμα ελήφθη. OVER». Είναι κι αυτό μια ελπίδα.

ΕΙΚΟΣΙ ΕΤΩΝ Όπως λέει και ο Γκυ ντε Μοπασάν σ' ένα διήγημά του «όταν αγαπάμε, είμαστε είκοσι ετών.» Τι κρίμα όμως που, όταν είμαστε είκοσι ετών, δύσκολα αγαπάμε.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ Στον καθρέφτη των ματιών σου ξαναβλέπω το χαμένο μου πρόσωπο. Δε ζητώ πολλά. Μονάχα κάπου-κάπου ν' αναπαύομαι στη βελούδινη ηρεμία των ματιών σου. Αλήθεια, είμαι εγώ τόσο ωραίος ή μήπως η μαγεία των ματιών σου με μεταμόρφωσε; Ρίξε μέσα μου μια μονάχα ματιά και θα δεις τι ανθόκηπο κρατώ φυλακισμένο! Δεν αντέχω την πολλή φωτιά. Μπορεί να λιώσω, μπορεί να εκραγώ. Όμως, τα δικά σου μάτια με θερμαίνουν όσο πρέπει για να νιώθω ζωντανός.

ΚΟΙΝΟΤΟΠΙΕΣ Μου είναι δύσκολο τώρα να μιλήσω με μεγάλα λόγια, με πρωτότυπες εκφράσεις, να δημιουργήσω ατμόσφαιρα που μέσα της οι λέξεις παίρνουν άλλο χρώμα, διάσταση, προοπτική. Το μόνο που μπορώ τώρα - και εκπλήσσομαι με πόση ευκολία - είναι να πω λέξεις γυμνές, φράσεις κοινότοπες, όπως, λόγου χάρη: Σ' αγαπώ, σε θέλω, σ' έχω ανάγκη. Μα αυτό, θα πεις, δεν είναι ποίηση. Ε, και λοιπόν; Μου αρκεί που είναι αλήθεια.

ΡΟΔΟ ΜΟΥ ΑΜΑΡΑΝΤΟ Πράσινο χρώμα για να ζωγραφίσω ένα κλειστό τριαντάφυλλο. Κόκκινο χρώμα για να ζωγραφίσω έναν ορθάνοιχτο ιβίσκο. Κι όλα τα χρώματα της ίριδας, για να ζωγραφίσω εσένα.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ Σ' ευχαριστώ για το φιλί σου που υποσχόταν γυρισμό. Ακόμη και η μοναξιά μου είναι τώρα χαρούμενη, αφού έχω κάποιον να περιμένω. Ωστόσο, μην ξεχάσεις πως «ο γυρισμός πρέπει να γίνεται την ίδια πάντα προκαθορισμένη ώρα». Μα, κι αν αργήσεις κάπως, πάλι θα με βρεις, αφού ο πρώτος σου ασπασμός σήμαινε γυρισμό.

ΠΟΙΑ ΟΦΕΙΛΗ; Δεν μου οφείλεις τίποτα, γιατί κι αυτά τα λίγα που σου δίνω, σου ανήκουν. Δεν κατάλαβες ακόμη πως γεννήθηκα εκείνο το απόγευμα, στο πάρκο με τ’ αγάλματα; Δεν πρόσεξες πως αντιλήφθηκα την ύπαρξή μου το βροχερό εκείνο βράδυ όταν η ζωή σου - μικρό πουλί, τραυματισμένο - ακούμπησε στα χέρια μου; Τελικά, δε μου οφείλεις τίποτα. Εγώ σου οφείλω ακόμη πολλά.

ΠΟΥ ΞΕΡΕΙΣ; Κάθε κλειδαριά, είπε ο κύριος σύμβουλος, θέλει και το κατάλληλο κλειδί. Εγώ λοιπόν νομίζω ότι μάλλον το κλειδί είναι που θέλει την κατάλληλη κλειδαριά. Το πρόβλημα δεν έγκειται στην κλειδαριά, μα στο κλειδί που ‘χει στραβώσει. Φαντάζομαι, λοιπόν, πως δεν υπάρχει άλλη λύση από μια κλειδαριά με το ακριβώς αντίστοιχο ελάττωμα. Φυσικά, μια τόσο ευτυχής συγκυρία μοιάζει σχεδόν απίθανη. Αλλά, πού ξέρεις;

Η ΜΑΜΑ ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΕΙ Μα, αυτά δεν είναι λογικά πράγματα, θα πει η μαμά όπως, άλλωστε, και κάθε λογικός άνθρωπος στον κόσμο. Λοιπόν ναι, το παραδέχομαι. Αυτά είναι ολωσδιόλου πράγματα παράλογα και ίσως επικίνδυνα, αφού μπορούν να υπονομεύσουν το πρόγραμμα λιτότητας, τον έλεγχο του πληθωρισμού, την αύξηση του εθνικού εισοδήματος, κι αφού ακόμη, τυχόν γενίκευσή τους μπορεί να θέσει εν κινδύνω την κοινωνική γαλήνη, το καθιερωμένο σύστημα αξιών, τη σιγουριά των συνειδήσεων κι ίσως ολόκληρο τον Ελληνοχριστιανικό πολιτισμό μας. Αυτά είναι πράγματα επικίνδυνα, θα πει η μαμά. Σίγουρα, αυτός θα φάει το κεφάλι του μια μέρα! Λοιπόν, αδιαφορώ. Όποιο κι αν είναι το τίμημα, εγώ θα συνεχίσω να κάνω πράγματα που ποτέ, καμιά μαμά δε θα εγκρίνει.

ΟΙ ΘΗΡΙΟΔΑΜΑΣΤΕΣ Οι θηριοδαμαστές ειν’ επικίνδυνοι αντίπαλοι. Σκληροί, μεθοδικοί, κεραυνοβόλοι, σχεδόν απόλυτα και σχεδόν πάντα, αποτελεσματικοί. Εγώ δεν ξέρω παρά μόνο ν’ αγαπώ, ενώ αυτοί δεν ξέρουν, παρά μόνο να δαμάζουν. Δε σου το κρύβω. Πολύ φοβάμαι τους θηριοδαμαστές. Απόφυγέ τους.

ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Πώς πηγαίναμε, παιδιά, να κοινωνήσουμε, μετά από νηστεία, προσευχή κι εξομολόγηση, ντυμένοι στα καλά μας ρούχα; Έτσι κι εγώ σε περιμένω, ασκητικός, εξαγνισμένος, προσευχόμενος, ντυμένος με μια γιορτινή παρθενικότητα, να κοινωνήσω των αχράντων μυστηρίων σου.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ; Δε λέω, είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να πορεύεσαι μόνος, νηφάλιος και δυνατός στην ερημιά σου. Εγώ ποτέ δεν μπόρεσα. Μια ολόκληρη ζωή πορεύτηκα παρέα με τα όνειρα. Μα να που τώρα δικαιώνομαι. Το βλέπεις δα και μόνη σου πόση χαρά μου δίνει να σε κρατώ από το χέρι. Λοιπόν, δε λέω, είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να ζεις χωρίς ελπίδα μα, τελικά, τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό απ' την ελπίδα που γίνεται πραγματικότητα.

ΚΑΘ' ΟΔΟΝ Έχω πολλά ακόμη να σου πω. Όπως είπε κι ο γλυκύτατος Ναζίμ Χιχμέτ, τα ομορφότερα λόγια μου είναι αυτά που δεν σου είπα ακόμη. Όμως, αρκετά μείναμε κλεισμένοι στο κοχύλι του έρωτα. Αρκετά κοιταχτήκαμε στα μάτια, ανιχνεύοντας ο ένας τον άλλο. Τώρα πια είμαι σίγουρος πως μπορούμε να βαδίσουμε παράλληλα. Ας πάρουμε λοιπόν ξανά το δρόμο και όσα έχω ακόμη να σου πω, θα σου τα λέω καθ’ οδόν.

ΤΟ ΗΜΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ (Δάνειο από το «Μικρό Πρίγκιπα» του Antoine de Saint Exupery) Η αλεπού ήταν πολύ σαφής: Στην αρχή, πρέπει να στέκεσαι μακριά της - τόσο που, απλώς, να διαισθάνεται την παρουσία σου - και μετά, να πλησιάζεις κάθε μέρα κι από λίγο. Αν βιαστείς, μπορεί να τρομάξει και να κρυφτεί ακόμη πιο βαθιά. Βέβαια, αυτό θα πάρει χρόνο. Μπορεί να κρατήσει μια ολόκληρη ζωή κι η αλεπού να μη ξεθαρρέψει ποτέ. Μα δε γίνεται αλλιώς. Όταν γύρω βροντούν τα τουφέκια και πλαταγίζουν τα μαστίγια, πώς μπορεί η καημένη να πιστέψει πως εσύ δεν είσαι κυνηγός, ούτε θηριοδαμαστής, μα μονάχα ένας έρημος μικρός πρίγκιπας που γυρεύει φίλους; Προσοχή, λοιπόν: Το ημέρωμα της αλεπούς θέλει, βέβαια, αγάπη, μ' ακόμη πιο πολύ ζητά υπομονή και αυταπάρνηση.

ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ Δεν είμαι, παρά μια άμορφη ύλη που εναποτίθεται στα χέρια σου. Μεγάλη η ευθύνη, το ξέρω. Όμως, εσύ δεν ονειρεύτηκες κάποτε να φτιάξεις τον κόσμο στα μέτρα σου; Ιδού λοιπόν εγώ: Ένας ολόκληρος κόσμος που ζητάει τα μέτρα σου! Κάθε αγγειοπλάστης, ένας μικρός θεός. Ο κόσμος, εικόνα και ομοίωσή του. Δεν είσαι παρά μια παρθένα δυνατότητα που εναποτίθεται στην πρόκλησή μου. Μεγάλη η ευθύνη, το ξέρω. Όμως εγώ δεν ονειρεύτηκα κάποτε να γίνω η κύηση του νέου κόσμου; Ιδού λοιπόν εσύ: Ένας ολόκληρος κόσμος που περιμένει το σπέρμα μου! Η πρόκληση του χάους γονιμοποιεί το Θεό. Κάθε κύηση και μια κοσμογονία.

ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ Αφού δε γεννηθήκαμε δακτυλιοσκώληκες ή θυσανόποδα ή οστεάκανθοι ιχθύες, μα πλάσματα μισά κι ανολοκλήρωτα, ας ευχηθούμε τουλάχιστον στους θεούς να μας ενώσουν σ' ένα σώμα, όπως το γιο της Αφροδίτης και του Ερμή με την ωραία νύμφη Σαλμακίδα. Αν και σημαίνει, ίσως, αμοιβαία εξάρτηση, αυτή είναι θαρρώ η μόνη φυσική και θα ‘λεγα, η μόνη δυνατή αυτάρκεια.

ΣΕΛΙΔΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ (2/03/80) Καθώς τα νύχια της απελπισίας γαντζώνουν πάλι απόψε το κρανίο μου, τρία μόνο πράγματα μπορώ να κάνω: Να σε δω, να σου γράψω ή να πεθάνω.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ Το κορμί της, πάλλευκο χαρτί κι ο έρωτας, μελάνη ανεξίτηλη. Βοήθα Θεέ μου να 'μαι καλλιγράφος!

ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ Κάποτε πρέπει να βυθίζεσαι κι εσύ στο βάθος των πραγμάτων γιατί, όπως τα βλέπεις όλα από ψηλά, υποτιμάς τη διάστασή τους. Βέβαια, κοιτώντας από το βυθό, το ύψος του κόσμου φαίνεται απέραντο. Έτσι, ούτε και το δικό μου είναι σωστό. Καθώς βουλιάζω ολοένα πιο βαθιά, ο κόσμος γίνεται ασήκωτο φορτίο που σύντομα θα με συνθλίψει. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να ισορροπήσουμε κάπου ανάμεσα στο ύψος και στο βάθος, κάπου ανάμεσα σε σένα και σε μένα. Ας συντεθούμε!

ΟΜΟΛΟΓΙΑ Μεγάλα λόγια, γενναιόφρονα αισθήματα, πράξεις γεμάτες δύναμη και τόλμη, ξέχασέ τα. Δεν είμαι τίποτα απ ‘αυτά. Σε τελευταία ανάλυση, δεν είμαι παρά ένα νήπιο που θέλει να χωθεί στην αγκαλιά σου. Ντρέπομαι που το ομολογώ, μα ντρέπομαι ακόμη πιο πολύ να υποκρίνομαι τον άντρα.

ΜΙΑ ΝΕΑ ΦΩΝΗ Φώναξε! Φώναξε δυνατά! Ακόμη πιο δυνατά! Για ν' ακούσεις εσύ τη φωνή σου. Για να καταλάβεις καλύτερα τα δικά σου τα λόγια. Μη σε τρομάζουν αυτοί οι ασυνήθιστοι ήχοι που μοιάζουν να ‘ρχονται από τα βάθη του πελάγους, καβάλα σ’ αφρισμένα κύματα. Μπορεί να είναι ήχοι με περίεργα νοήματα. Λόγια που δε θα πρόφερες ποτέ σε μια νηφάλια συζήτηση κι ούτε περίμενες ν' ακούσεις από την ίδια εσένα. Ωστόσο, είσαι συ που τα λες. Δικά σου λόγια είναι. Αληθινά και συμπαγή κομμάτια από την πιο βαθιά σου ουσία. Φώναξε λοιπόν! Άκου τη νέα σου φωνή! Μάθε αυτό που είσαι!

ΣΕΛΙΔΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ (19/03/80) Απόψε είμαι νηφάλιος. Σα μελλοθάνατος, ελεύθερος κι από την τελευταία ελπίδα χάριτος. Σαν ασκητής, συμφιλιωμένος με τη άγια μοναξιά του. Ή μάλλον όχι! Σα γεωργός, που έριξε το σπόρο του και πρέπει πια να περιμένει την ευλογία της βροχής.

ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ Αν ήμουνα τουλάχιστον ο Νάρκισσος, θα μπορούσα ν’ αγαπώ τον εαυτό μου δίχως τη δική σου επιβεβαίωση. Θα μπορούσα ασφαλώς να νιώθω έτσι όμορφος και ιδανικός, χωρίς την ανάγκη της δικής σου παρουσίας και χωρίς τη βαθύτατη οδύνη της απουσίας σου. Φευ, για ν’ αντέχω τη ζωή μου, δε μπορώ παρά να σ’ αγαπώ, έστω και χωρίς τη θέλησή σου.

ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ Φίλε, άσε τις φτηνές δικαιολογίες. Τα μεγάλα και τα ωραία δεν κερδίζονται μια κι έξω. Με καθημερινό ιδρώτα κερδίζονται, σαν επιούσιος. Αφού το ξέρεις δα, ανόητε, πως κι αν ακόμη - λέμε αν - τα έργα σου ειν’ αιώνια, σε σένα δεν ανήκει παρά μόνο η στιγμή που τα γεννάς. Σκύβε λοιπόν και σκάβε, Σίσυφε. Η μοίρα σου - παρ’ το απόφαση - είναι η αιώνια αρχή, εκτός βέβαια κι αν προτιμάς το αέναο τέλος.

ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ Ίσως δειλία, ανανδρία κι αναξιοπρέπεια, η εθελουσία έξοδος είναι, εντούτοις κάποτε, διέξοδος. Ωστόσο, μην ανησυχείς. Δε θα σου δώσω αφορμή για οίκτους, ενοχές και μεταμέλειες, έτσι κι αλλιώς ανώφελες. Οι ποιητές αυτοκτονούν μ’ ένα δικό τους τρόπο, αθόρυβο, σεμνό και ανεπαίσθητο. Πυροβολούν στον κρόταφό τους, χωρίς ν’ ακούγεται ο κρότος. Πετούν και χάνονται αόρατα, χωρίς ν’ αφήνουν μνήματα. Οι ποιητές πεθαίνουν μέσα τους, με τρόπο αργό-αργό και σίγουρο, αλλά διακριτικό κι απαρατήρητο. Μη σκέφτεσαι λοιπόν εμένα. Συνέχισε να ζεις ανέμελα και να ‘σαι βέβαιη πως όταν κι αν γυρίσεις, θα είμαι σίγουρα κι εγώ «ζωντανός».


ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΑΝΕΜΩΝΕΣ, Η ΓΟΡΓΟΝΑ, Η ΝΕΦΕΛΗ ΚΑΙ Ο ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ Μού φαίνεται πώς πάω και ταξιδεύω / Στην ερμιά του πελάγου εις τ’ όνειρό μου. Διονύσιος Σολωμός, ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ....................................................................

Η ΚΑΡΔΙΑ, Η ΑΒΥΣΣΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΑΝΕΜΩΝΕΣ* Η Ελένη ήταν η Καρδιά. Η Δροσιά, η Άβυσσος. Σ' αυτό το ζοφερό βυθό του θανάτου, μονάχα υποψίες ζωής μ' ακούμπησαν φευγαλέα. Και μόνο όταν αναδύθηκα, τις είδα και θαύμασα. Κολλημένες στο βράχο, μ' αιωρούμενα πολύχρωμα πλοκάμια, να ρουφούν το πλαγκτόν και το φως. Αδηφάγες και λεπτεπίλεπτες. Αεικίνητες κι αμετακίνητες. Πολυπλόκαμες κι αδιάσπαστες. Ευάλωτες κι ακατανίκητες. Πανέμορφες θαλάσσιες ανεμώνες που μόνο από απόσταση μπορείς να τις κοιτάς, χωρίς να τις τρομάξεις, να τις πληγώσεις και να πληγωθείς ή ν' αφομοιωθείς εντός τους.

  • Θαλάσσιες ανεμώνες: Υπάρχουν σ' όλες τις θάλασσες, κοντά στις ακτές. Προσκολλώνται στα βράχια και στα κοιλώματα θαλασσινών σπηλιών. Το σώμα τους περιβάλλεται από κεραίες-πλοκάμια που όταν ανοίγουν, μοιάζουν με ανεμώνες. Πάνω στις κεραίες υπάρχουν δηλητηριώδη κνιδοκύτταρα. Τρέφονται από καβούρια και ψάρια. Στην Ελλάδα, οι ψαράδες τις λένε «Κολλητσιάνους» και τις τρώνε. (Εγκυκλ. ΥΔΡΙΑ, σελ. 378).

Συμπληρώνω: Όλες οι θαλάσσιες ανεμώνες είχαν υπέροχα ονόματα: Δέσποινα, Ολβία, Αντιγόνη, Λύδια, Μυρτώ, Βασιλική, Σοφία, Αμαλία, Ειρήνη, Μαρία, Κύνθια, Φωτεινή, Εβίτα, Θεανώ, Χριστίνα, Άρτεμις, Αιμιλία, Σόνια, Έρση κ.α.

Η ανεμώνη Δέσποινα Έξι ώρες συζήτηση επί παντός του επιστητού, στο μπαρ, στο εστιατόριο και ύστερα στο σπίτι για καφέ. Κι έτσι ωμά, χωρίς μια λέξη τρυφερή, χωρίς μια φιλοφρόνηση, από την τέχνη, την πολιτική και τη φιλοσοφία, βουτήξαμε στη δίνη της κραυγής. Με παραπλάνησες, μου είπε αργότερα. Σωστά. Την παραπλάνησα! Τόση αλήθεια και τόση ειλικρίνεια, πώς να μην ήταν παραπλανητική;

Η ανεμώνη Ολβία Δε ζητούσε πολλά. Ένα πρόσχημα μονάχα ήθελε. Λίγη αισθηματολογία, λίγη τρυφερότητα. Ίσα-ίσα μια ψευδαίσθηση πως δεν διέθετε ανέξοδα το άδυτό της. Καλά αυτή. Όμως εγώ που ήμουν, υποτίθεται, σοφότερος, δε θα μπορούσα να προφέρω μια λεξούλα, έστω, αγάπης;

Η ανεμώνη Αντιγόνη Οι γιατροί της είχαν δώσει μόλις τρία χρόνια ζωής. Θεέ μου, πόσος σπαραγμός και πόση αμηχανία! Και πού το ‘βρισκε τόσο κουράγιοn να λιθοβολεί μετά με αστεία το αδίστακτο τέρας του καρκίνου;

Έμεινε κάμποσες εβδομάδες, ύστερα χάθηκε, και κάποιο βράδυ μου εξήγησε πως είχε ξανασμίξει με τον αρραβωνιαστικό της. Πώς να κρατήσω κακία σ' αυτή που μ' αποκάλυψε πως, ανάμεσα στην απελπισία και στο τέλος, υπάρχει μια απέραντη απόσταση. Το χ ι ο ύ μ ο ρ.

Η ανεμώνη Λύδια Α Σ' όλο το γυρισμό για την Αθήνα, σκεφτόμουνα πώς να σβηστώ με γενναιοδωρία. Τι ανοησία! Δεν χαράζεται κανείς εύκολα σε μια μονάχα νύχτα. Β Σκοτώνει ένα πουλί γιατί πεινά. Ο Κυνηγός. Σκοτώνει ένα πουλί για να σκοτώσει την ανία του. Ο Φονιάς. Φυλακίζει ένα πουλί για να μονοπωλήσει το τραγούδι του. Ο Τύραννος. Παίρνει από πίσω ένα πουλί για να μη χάσει το τραγούδι του. Ο Εραστής. Βρίσκει ένα πουλί στην αγορά και το αφήνει ελεύθερο. Ο Ποιητής.

Η ανεμώνη Ελένη-Σε στυλ Jaques Prevert (Στο φίλο Παντελή Μπουκάλα, αναδρομικά) Un banc dans un parc. Le parc dans une ville. La ville sur un lac. Le lac sur ses cils. . Ses cils dans le miel. Le miel dans ses yeux. Ses yeux plein de ciel. Le ciel plein de Dieu.

Η ανεμώνη Βασιλική (Ανάμνηση) Το πούλμαν έπλεε μες την ομίχλη. Τα φώτα σβηστά, τα μάτια κλειστά, το πρόσωπο χαμένο σε μια αγέρωχη αξιοπρέπεια. Ώρες ολόκληρες κοιτούσα το μαρμάρινο προφίλ της και ξάφνου έγειρε στον ώμο μου το ωραίο της κεφάλι. Για μια στιγμή μονάχα, μια απειροελάχιστη στιγμή, κάπου ανάμεσα στη Βουδαπέστη και στη Βιέννη, τη νύχτα της 17 Οκτωβρίου του 1977.

Η ανεμώνη Σοφία Την άγγιξα στα μαλλιά και το πρόσωπό της γέμισε φως. Την άγγιξα στο χέρι και το πρόσωπό της γέμισε πορφύρα. Την άγγιξα στα χείλη και το πρόσωπό της γέμισε τρόμο. Θεέ μου, πόσο παιδί ήταν, και πόσο ήθελε να γίνει γυναίκα! Κι εγώ πόσο δειλός ήμουνα και πόσο ανάξιος για μια τέτοια ευθύνη!

Η ανεμώνη Αμαλία Α Η κατακόρυφη εκτόξευση, το ξέρω, είναι οδυνηρή. Φωτιά, καπνοί, εκρήξεις, θόρυβοι εκκωφαντικοί, η επιτάχυνση, η έλλειψη βαρύτητας, ο ίλιγγος του ύψους. Ο ίλιγγος! Ας απογειωθούμε λοιπόν, ήσυχα! Όμως, αυτή η ήρεμη καμπύλη της υπομονής δε σου θυμίζει, κάπως, χαμηλές πτήσεις συνηθισμένων γλάρων; Β Σήμερα ήσουν αριστούργημα, είπες. Οριακή η λέξη. Αύριο που, σίγουρα, θα 'μαι καλύτερος, τι θα μου πεις; Μετά το λόγο, υπάρχει η πράξη, κι αυτή δεν έχει όρια, θα πεις. Ύστερα πάλι είπες, κατά λέξη: Βρε γαμώτο, μ' αρέσει ν' αφήνω τα πράγματα να ωριμάζουν. Είναι ωραίο να περιμένεις το αύριο. Εγώ τώρα τι να πω; Βρε γαμώτο, δε μπορώ παρά να συμφωνήσω. Κατά λέξη!

Η ανεμώνη Ειρήνη Το χώμα μύριζε βροχή και το φεγγάρι έγραφε τ' ωραίο προφίλ της πάνω στο χιονισμένο φόντο της αμυγδαλιάς. Άγγιξα δειλά την άκρη των μαλλιών της και τότε ‘κείνη φλόγισε το στόμα μου με τη δροσιά των 25 ετών της. Μπορεί και να 'ταν όνειρο, δεν ξέρω. Όμως, την είδα ξανά σε μια παμπ. Το ίδιο πανέμορφο προφίλ. Τα ίδια χυτά μέχρι τη μέση μαλλιά. Τα ίδια αχόρταγα χείλη. Μπορεί όμως και να 'ταν κάποια άλλη.

Η ανεμώνη Μαρία (ή Anorexia Nervosa) Η απεργία πείνας κάποτε έχει κάποιο νόημα. Η εθελούσια έξοδος έχει, ενδεχομένως, κάποιο νόημα. Όμως, αυτή η ασιτία που δεν οδηγεί σε λύτρωση, αυτός ο ισόβιος θάνατος που δεν ξεπλένει ενοχές, τι νόημα έχει; Και πώς να δώσεις το φιλί της ζωής σ' ένα στόμα που ήδη αποσυντίθεται; Όσο κι αν πιστεύεις στα θαύματα, είναι δύσκολο να ξεπεράσεις τη φρίκη. Της έκανα πολλά τηλεφωνήματα. Πέρασα τρεις φορές από το σπίτι της. Άφησα μηνύματα κατ’ απ’ την πόρτα της. Καμιά είδηση. Μήπως ήταν ήδη αργά;

Η ανεμώνη Γωργώ Α Λίγες μέρες στην Ελλάδα και μήνες μετά, εκτός. Ε, βέβαια, πώς να φθαρεί ένα όραμα που ταξιδεύει στην Καραϊβική και που τροφοδοτείται συνεχώς με γράμματα, τηλεφωνήματα, αναδρομές κι αναμονές; Πάλι καλά που τ' αποφάσισε. Και μη ρωτάς το πώς και το γιατί. Έτσι κι αλλιώς, κάποτε θα γινόταν και, μάλιστα, χωρίς αυτή τη σπάνια γεύση του ακέραιου. «Μα ήταν αυταπάτη;», μου λες. Τώρα, δεν είναι πια. Δεν έχει κανείς αυταπάτες, όταν τις έχει εν γνώσει του. «Μα είναι παράλογο, ειν’ αντιφατικό!» μου λες. Αλήθεια, μοιάζει με αντίφαση. Όμως, νομίζω, τίποτα πιο αληθινό από μια γνήσια αντίφαση. Β Πώς ν’ αγαπήσεις τον κόσμο, αφού τον βλέπεις απέξω σαν ψυχρός παρατηρητής; Πως ν’ αγαπήσεις τον εαυτό σου, αφού δεν τον βλέπεις απέξω σαν ψυχρός παρατηρητής; Γ -Οι άλλοι όλο και μ’ αποφεύγουν. -Είναι η τιμωρία σου γιατί τολμάς να σκέφτεσαι. -Πολύ βαρύ δεν είναι το τίμημα; -Όχι και τόσο. Αρκεί να το αντέχεις. -Ναι, αλλά ο κύκλος στενεύει γύρω μου. -Όταν μηδενιστεί, θα γίνεις κι εσύ απλανής αστέρας. -Και τότε οι άλλοι θα με καταλαβαίνουν; -Όχι βέβαια! Θα τους καταλαβαίνεις εσύ.

Η ανεμώνη Κύνθια Το όνομά της μου θύμισε Ελύτη. Ναι, είπε, έχω μελετήσει κι Ελύτη και Παλαμά και πολλούς ποιητές. Τη ρώτησα αν είναι όμορφη. Θα μπορούσα να γίνω μοντέλο, είπε, και μου ανέλυσε ποιες κρέμες βάζει για να συντηρήσει το ωραίο της πρόσωπο. Μετά, ενδιαφέρθηκε για το επάγγελμα, το εισόδημα και τις ερωτικές μου επιδόσεις, κι εγώ, βέβαια, το ‘ριξα στην πλάκα, αλλά πάντως, με άψογη σοβαρότητα. Κ ύ ν θ ι α ! Λάθος όνομα σε λάθος γυναίκα. Όμως, ακόμη και τώρα που το σκέφτομαι, οι φλέβες μου γεμίζουν Αιγαίο.

Η ανεμώνη Φωτεινή Α Αντί για δαχτυλίδια, σκουλαρίκια και κολιέ, φορούσε μια τεράστια ταμπέλα «Δ ι α ν ό η σ η». Όμως, θαρρώ, η σκέψη είναι ολοφάνερη ακόμη και πίσω από τα’ αστραφτερά μπιζού. Στο κάτω-κάτω, διανοούμενες να «φαν’ κι οι κότες». Γυναίκες πια δε βρίσκεις εύκολα. Β Δεν πα’ να σπούδασε στο Actor Studio την τέχνη να γράφει όμορφα σενάρια! Την τέχνη να ζήσει ένα όμορφο σενάριο θα τη μάθει άραγε ποτέ;

Η ανεμώνη Εβίτα Α Αυτή δεν είναι αλεπού κλεισμένη στη φωλιά της. Αυτή γυρίζει κάθε νύχτα στις παμπ, στα πάρτι και στις ντισκοτέκ. Όμως, η ίδια τ' ομολόγησε - με άλλα λόγια βέβαια - πως κουβαλάει τη φωλιά της μέσα της. Β Να, επιτέλους, μια γυναίκα, που ακόμη κι όταν κλαίει, χαμογελούν τα μάτια της. Και σας μιλώ για δάκρυα αληθινά, μια που αυτή κι όταν γελά, είναι υγρά τα μάτια της. Γ Τι διάλογος κι αυτός! Όλο υπονοούμενα, υπαινιγμούς και ευφυολογήματα. Σήματα μορς που συναντιούνται κρυφά στον αέρα, μα που - φευ - πάντα μένουν μετέωρα. Δε λέω, είναι χαριτωμένο αυτό το κρυφτούλι, (από ποιους αλήθεια κρυβόμαστε;) μόνο που φαίνεται ν' ασφυκτιά, χωρίς το οξυγόνο της συνεχούς ροής. Δ Φυλάω τις φωτογραφίες σας, μια-μια, στο εικονοστάσι του μυαλού μου. Όλες στο ίδιο μέγεθος, στο ίδιο ύψος. Όλες ισότιμες κι όλες ανόμοιες. Κάθε μια με το δικό της πρόσωπο μα και όλες με το ίδιο, το αιώνιο πρόσωπο της γυναίκας-α ν ε μ ώ ν η ς.

Η ανεμώνη Θεανώ (Στην αγαπημένη μου προσωρινή γραμματέα Θέφη) Δώδεκα μήνες δίπλα μου, κάθε στιγμή, διάφανη κι αυτονόητη σαν το νερό. Αμίλητη, σκυμμένη, αθόρυβη, σεμνή, με παρασύρει σ’ έναν ήρεμο χορό με το μαυλιστικό της μηχανής της Bolero. Ούτ’ ένα λάθος σ’ ένα γράμμα ή αριθμό, και ούτε καν μια διεκδίκηση παραδοχής. Την κλέβω, όσο μπορώ, σε ύφος και ρυθμό και δε με σώζει που δηλώνω «ευτυχής», ούτε τα όποια δωρεάν αισθήματα ενοχής.

Η ανεμώνη Χριστίνα • Ο κόσμος είναι πένθιμος, γιατί εσύ τον ντύνεις στα μωβ. Φόρεσε, επιτέλους, τα γιορτινά σου! • Ονειρέψου με τα μάτια ορθάνοιχτα και να δεις που η ομορφιά δεν είναι όνειρο. • Είσαι το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Κάθε φορά που το βλέπω, του μοιάζω λιγότερο. • Η αγάπη δεν είναι ανταλλάξιμη. Άδικα την ψάχνεις στο παζάρι. • Ποιος σου είπε για ξέφραγο αμπέλι; Σου είπα μόνο να κερνάς τους τρυγητές. • Πλησιάζω σε απόσταση απείρου κι ύστερα χάνομαι μακριά, μέχρι την ταύτιση. • Πώς ν' αφήσεις την τρέλα να πάει στα βουνά; Θα ξεσήκωνε τα δάση σ' επανάσταση. • Αν αναλώνομαι συνέχεια, είναι γιατί ψάχνω να βρω την ακεραιότητά μου. • Μπορεί να χαρίζομαι εδώ κι εκεί, αλλά χαρίζομαι ολόκληρος. Εσύ με θες καταδικό σου και, μάλιστα, τεμαχισμένο ισόποσα. Ε, όχι! Αυτό κι αν θα ‘ταν αποσύνθεση. • Μιλήσαμε για το πουλί αερογάμη που το ‘παμε κι «αιθερογάμον», χιουμορίζοντας. Για σκέψου, όμως, τι όμορφος θα ‘ταν ο έρωτας πάνω σε σύννεφο! • Δε θέλω να πολιορκώ πύλες κλειστές, να λαφυραγωγώ τις παρθένες. Θέλω μόνο να με υποδέχονται σαν ευλαβικό προσκυνητή των ιερών και των οσίων τους. • Θα σου 'ρχομαι πάντα ανάποδα. Αντί από την πόρτα, απ' το παράθυρο. Αντί από το δρόμο, ουρανοκατέβατος. Αντί το βράδυ, τα χαράματα. Θα σου ‘ρχομαι πάντα απρόσκλητος κι αν νιώθω πως εσύ με περίμενες, θα φεύγω. • Η πόρτα είναι για να την αφήνεις ορθάνοιχτη. Το τραπεζάκι είναι για ν' απλώνεις τα πόδια σου. Το φως είναι για να κάνεις συσκότιση. Το χαλί είναι για να ξαπλώνεις τον έρωτα. Το κρεβάτι είναι για να ξαπλώνεις την αρρώστια. • Τα πιο όμορφα λουλούδια τα βρίσκεις σε ζούγκλες αδιαπέραστες, σε τέλματα σιχαμερά, σ' απρόσιτους βράχους, στ' ασφυκτικά βάθη της αβύσσου, στις στεγνές ερημιές του θανάτου και στα παγωμένα βουνά των Άλπεων. Για ποιες συνθήκες λοιπόν μου μιλάς; • Ό,τι μισούν σε μένα οι άλλοι, είναι αυτό ακριβώς που φοβούνται. Πόσες φορές κι εσύ δεν είπες: «Δεν αντέχω να σε μοιράζομαι»; Τώρα λοιπόν καταλαβαίνεις τι σημαίνει: «Τελικά, θα πεθάνω μόνος». Αντίο.

H ανεμώνη Άρτεμις Κάθε αίσθηση με δική της μνήμη, κι εγώ σε ξέρω μόνο με την ακοή. Οι άλλες τίποτα δεν αγαπούν και ίσως μάλιστα να σε μισούν, γιατί εντείνεις την ορφάνια τους. Βέβαια, ξέρω. Κάθε αίσθηση, με τη δική της επιφύλαξη. Όλες θέλουν ν' αγαπηθούν με μια σειρά και τελευταία,η πιο δύσκολη, η πιο κλεισμένη στην καχυποψία της. Η αφή. Δε λέω, δίκαιη η άσκηση κι αυτή η αλληλουχία εξετάσεων. Μονάχα εκεί, στο τέρμα της δοκιμασίας, μας περιμένει πιθανόν ο έρωτας. Μα, ποιος μπορεί να συγκρατήσει τώρα το άτι που καλπάζει;

Η ανεμώνη Αιμιλία Α Κανείς δε μ' έπεισε ποτέ πως είναι ισότιμός μου, χωρίς να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών του, μα χώνοντας απλώς τα πόδια μου σε λάκκο. Το αντίθετο πετύχαινε, βυθίζοντάς με ακόμη πιο βαθιά σε μι' άθλια αλαζονεία! Μονάχα στο μυστήριο των ματιών σου είδα πόσο ψηλότερα πετά η σεμνότητα και πόσο η γνώση, η ευφυϊα, η ποίηση κι όλα τα συναφή δεν είναι τίποτα μπροστά στην απόλυτη κυριαρχία της σιωπής. Β Βήξε! Φτύσε! Βρίσε! Ξέρασε! είναι λέξεις που δεν κάνουν βέβαια καλό στην ποίηση. Σίγουρα όμως, κάνουν καλό στο στομάχι. Μου θυμίζεις μιαν άλλη ανεμώνη που έτρωγε μόνη της τον εαυτό της. Είχε κι αυτή τα ίδια προβλήματα στομάχου. Ωραία λοιπόν! Συνέχισε να τρως κι εσύ τον εαυτό σου. Όμως, μάθε τουλάχιστον να τον χωνεύεις. Γ Μπορεί να ‘ναι αρχή, μπορεί και τέλος. Μπορεί, ένα συνεκτικό στοιχείο, όμορφο βέβαια κι επωφελές,σίγουρα όμως όχι το παν. Ο έρωτας είναι πολύ μεγάλο πράγμα για χωρέσει σε μια, σε δυο, σε εκατό ή και σε χίλιες συνουσίες.

Η ανεμώνη Σόνια (αφήγηση) Πανέμορφη, αγία - μα και τόσο αμαρτωλή! - η Πετρούπολη, πανέμορφη κι η νεαρή Ρωσίδα στο μπαρ του σικ ξενοδοχείου. Μου ζήτησε φωτιά για το τσιγάρο της κι εγώ, ο αφελής, της έπιασα κουβέντα για το μέλλον της Σοβιετίας. Κάποια στιγμή μπήκα στο νόημα, της ξεκαθάρισα τη θέση μου κι άρχισα τα χαζά: πώς και γιατί αυτή, μια τόσο νέα κι όμορφη κοπέλα, μια πτυχιούχος της Γαλλικής φιλολογίας, μ’ ένα παλιόγερο τουρίστα; Για τη "δόση" ο μισθός εδώ δε φτάνει και, τέλος πάντων, τι ψυχή έχουν δέκα μόνο δολάρια ή, έστω, μερικά πακέτα Ελληνικά τσιγάρα; Δε γίνεται, της λέω, δε μ' αρέσει έτσι στα ψυχρά, άσε που μοιάζεις κι είσαι πιο μικρή κι από τη μικρή μου κόρη Πηνελόπη. Με κοίταξε με μάτια υγρά, είσαι τρυφερός, μου λέει, σαν τον πατέρα μου που χάθηκε, και τέλος πάντων, «fait amour avec moi, pour rien. S’ il vous plait!» Δεν ξέρω αν έλεγε αλήθεια ή αν ήταν μόνο ένα κόλπο που εύκολα το χάβουν άπειροι κι αισθηματίες χάνοι σαν εμένα. Όμως, ποτέ δε θα ξεχάσω τ' αλλεπάλληλα «merci, monsieur, merci», τα γνήσια δάκρυα και τους άπειρους σπασμούς της, όταν φιλούσα και τρυγούσα τον υβίσκο της, χωρίς - ο ανόητος - καμιά, μα εντελώς καμιά προφύλαξη. Κι ήταν η εποχή που θέριζε το AIDS!

Κι άλλες κι άλλες ανεμώνες, αλεπούδες και χελώνες • Τη λένε Μαργαρίτα. Λάθος όνομα. Αυτή δε φυτρώνει όπου να ‘ναι κι ούτε προσφέρει για διλήμματα τα πέταλά της. Μονάχα σε μεγάλα βάθη μπορούν να τη βρουν βουτηχτές ριψοκίνδυνοι. Σφαιρική, λαμπερή και πολύτιμη, θα της ταίριαζε καλύτερα το όνομα Μαργαριτάρι. • Τα μάτια της μου θύμισαν τη ζαφειρένια θάλασσα του Αιγαίου. Όμως, εγώ συνήθισα πια να κολυμπώ σε βαθιά, φουρτουνιασμένα πελάγη. • Εγώ ναι, να περιμένω μια ζωή. Η ζωή όμως θα περιμένει; Σκέψου την ελάχιστη, έστω, πιθανότητα να είμαι σοβαρός. Δε θα ‘ταν άδικη η σιωπή σου; Σειρά μου τώρα να σιωπήσω κι αν θέλεις εσύ, μίλα. • Υπάρχουν άνθρωποι που τους γνωρίζεις χρόνια κι όμως δε θα τους μάθεις ποτέ, μα ποτέ. Υπάρχουν κι άλλοι που τους γνωρίζεις μια στιγμή κι είναι σα να τους ξέρεις χρόνια. Μπορεί εσύ να θέλεις χρόνο για να με γνωρίσεις. Όμως, κατάλαβε κι εμένα που σε αναγνώρισα από την πρώτη κιόλας στιγμή.

Η ανεμώνη Όλγα Α Από τη μέση και πάνω, γυναίκα. Από τη μέση και κάτω, άτι. Ποιος θα τολμούσε να πει τον Κένταυρο, τέρας; Β Όπως θα λέγαμε: τέρας ευφυϊας, τέρας αντοχής, τερατώδες ψέμα, ιερόν τέρας ή, απλούστερα, τέρας του Λόχνες. Γ Κήρυξε την πόλη σου «ανοχύρωτη» και κανείς γενναίος άντρας δε θα καταδεχτεί να την αλώσει! Δ Θεέ μου, γιατί τα τριαντάφυλλα να ‘χουν αγκάθια; Έτσι κι αλλιώς, θα μοσχομύριζαν. Και καλά να ‘χουν αγκάθια για τις βέβηλες αίγες. Για τις αθώες πεταλούδες, τι τα χρειάζονται; Θα μου πεις: έτσι κι αλλιώς δεν κινδυνεύουν όσοι υπερίπτανται. Ε Μέλισσα-σφήκα; Δώσε της να καταλάβει πως δεν κινδυνεύει και θα σου χαρίσει τη ζωή της.

Η ανεμώνη Έρση Α Μέδουσα που παλινδρομείς μέσα στο «ναι» και στ' «όχι», τα χρώματα της Ίριδας δεν πιάνονται σ' απόχη. Χώμα μου που μοσχοβολάς σε κάθε πρωτοβρόχι, τα πάθη που δεν πνίγουμε, μας πνίγουνε σαν βρόγχοι. Β Την είδα σοβαρή και μεγαλόπρεπη στο Grand Challet και την είδα με μι' αστεία φάτσα κλόουν στην Εκάλη. Την είδα περισπούδαστη στις αίθουσες του Quai d Orssai κι ύστερα, στη Saint Honore, σα να ‘ταν κάποια άλλη. Την είδα στην κουζίνα της να περπατά ξυπόλυτη κι ύστερα με τη γούνα της, κυρία ευυπόληπτη. Την είδα παγερή, θυμωμένη κι αγέρωχη κι αμέσως πάλι γελαστή, δακρυσμένη και ένοχη. Την είδα να κατρακυλά, μα και ψηλά σε σκάλες, μια ανεμώνη-μέδουσα, ολόιδια με τις άλλες.

Η ανεμώνη Κατερίνα Ακόμη κι η κατάφωτη πανσέληνος έχει την αθέατη πλευρά της. Εδώ τον θέλω το γενναίο αστροναύτη: Να προσεληνωθεί στο άγνωστο. Πιθανό είναι, βέβαια, να υπάρχει κι εκεί κάποιος ήλιος. Μα κι αν όχι, τι πειράζει; έτσι κι αλλιώς, η σελήνη περιστρέφεται. Θα μου πεις, υπάρχει πάντα κι ο κίνδυνος μιας έκλειψης. Μόνο που, στην ολική μορφή του, το φαινόμενο σπανίζει.

Της Αβύσσου η ανεμώνη, πιο ωραία και πιο μόνη Α Έπρεπε να σε χάσω αμετάκλητα για να σε ξαναβρώ οριστικά ή μήπως, το αντίστροφο; Ο καιρός θα δείξει. Β Τώρα πια σε καλώ με τ' όνομά σου γιατί τώρα, επιτέλους, υπάρχεις! Γ Στο τέλος, τα λογαριάζεις και βρίσκεις πως όσα λουλούδια πρόσφερες, τόσα και πήρες. Δ Έτρεμα μη και δεν ήμουν καλλιγράφος. Τώρα διερωτώμαι: Έγραψα τίποτα; Ε Τότε, νόμιζα πως σ' αγαπούσα κι όλα σου τα συγχωρούσα. Μετά, μπόρεσα κι αδιαφόρησα κι όλα σου τα συγχώρησα. Τώρα, που στ' αλήθεια σ' αγαπώ, τίποτα πια δε συγχωρώ. ΣΤ Η λιτότητα, συχνά πενία, φιλαργυρία, αμηχανία ή ένδειξη επιφύλαξης, κάποτε είναι σύνθεση, συμπύκνωση νοημάτων σε μια λέξη, σ' ένα βλέμμα, σ' ένα μόλις άγγιγμα του χεριού. Πόσο με κάνεις και ντρέπομαι Δροσιά, για τον καλπάζοντα πληθωρισμό του λόγου και των πράξεών μου! Ζ Ο γιός μου είναι ο άγιος της θάλασσας, κι η κόρη μου, το τέλος του πελάγους. Πόσο θα ‘θελα να μου χαρίσεις δυο ακόμη σμαράγδια του Αιγαίου: τον Οδυσσέα και την Κύνθια!

Όλες, όλες οι ανεμώνες, τρυφερές κι αδελφοκτόνες Α Χάρισα και στις τρεις τα πι’ όμορφα λουλούδια και μόνο τη γκρίνια τους εισέπραξα: «Γιατί σε μένα κίτρινα;» «Τα δικά μου μαράθηκαν αμέσως» «Τα πιο όμορφα τα έδωσες στην άλλη» Την επόμενη φορά, θα τα χαρίσω αντίστροφα και, είμαι βέβαιος, η γκρίνια τους πάλι το ίδιο νόημα θα έχει: «Γιατί όχι μόνο σε μένα;» Β Κάποιο βραδάκι σκέφτηκα πως ίσως είναι μόνες κι άρχισα να τηλεφωνώ στις ανεμώνες: Η Δέσποινα τα είχε βρει μ' ένα φαντάρο λάβρο. Η Ολβία τα 'χε φτιάξει με το αφεντικό της. Η Αντιγόνη την είχε σκαπουλάρει και είχε, μόλις, παντρευτεί. Η Σοφία δεν ήταν πια ούτε αθώα, ούτε μόνη. Η Αμαλία συζούσε μ' ένα ναυπηγό. Η Μαρία, ως συνήθως, δε σήκωσε τ' ακουστικό. Η Γωργώ έλειπε στην Καραϊβική. Η Φωτεινή δε μπορούσε, ακόμη, να ζήσει ένα σενάριο. Η Χριστίνα δεν είχε πάψει να θυμάται και να με μισεί. Η Δροσιά είχε πια βουλιάξει στη δική της άβυσσο. Αποφάσισα, λοιπόν, να κοιμηθώ νωρίς - με τη βοήθεια, φυσικά, ενός χαπιού - και πρώτη μου φορά, μετά από σαράντα τόσα χρόνια, είδα ξανά τον πιο φρικτό μου εφιάλτη. Γ Αφού λοιπόν τις ενοχλεί τόσο η φιλία μου, θα περάσω και πάλι στην όχθη της σιωπής. Κι εγώ μεν συνήθισα να ζω μόνος, όμως αυτές πού θα ξανάβρουν ευκαιρία ν' αποδείξουν πως δεν είναι ακόμη παρά μόνο αδηφάγες ανεμώνες;

Οι ανεμώνες-χέρια (Χρησιδάνειο από τον Ανδρέα Εμπειρίκο, Ενδοχώρα)

Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιες ανεμώνες που σε δέχονται μέσα τους, που σε ζεσταίνουν, που σε ξαναγεννούν ανώδυνα ή που σε ψαύουν μόλις με τα θεσπέσια δάχτυλά τους και σε κάνουν να ευωδιάζεις. Είχα την τύχη να γνωρίσω και τέτοιες ανεμώνες. Κατά σύμπτωση, καμιά μα καμιά τους δεν είχε διαβάσει Simone de Beauvoir.

Η ΓΟΡΓΟΝΑ Λεπτεπίλεπτες και αδηφάγες, αμετακίνητες και αεικίνητες, αδιάσπαστες και πολυπλόκαμες, ευάλωτες κι ακατανίκητες, πανέμορφα λουλούδια της αντίφασης, οι θαλάσσιες ανεμώνες μένουν, ωστόσο, κολλημένες στο βράχο τους. Όμως, αυτή δεν είναι ανεμώνη. Ταξιδεύει συνέχεια. Με τα ξανθά μαλλιά της στον άνεμο, χορεύει με τα κύματα, βουτά στα βάθη του πελάγους, αναπαύεται στα ξερονήσια και ξετρελαίνει τους ναυτικούς με το τραγούδι της. Κάποτε παίρνει τα καράβια από πίσω και ρωτά για το χαμένο Μεγαλέξανδρο αν και - εγώ το ξέρω - γυρεύει ένα γενναίο Οδυσσέα που δε θα 'ναι δεμένος στο κατάρτι μιας πιστής Πηνελόπης.

Όχι, αυτή δεν είναι μια θαλάσσια ανεμώνη. Είναι η μικρή μου Γοργόνα-Πηνελόπη.

Η ΝΕΦΕΛΗ Α Καμιά συνάντηση δεν είναι τυχαία. Σαράντα-εφτά χρόνια την προετοίμαζα, δεκαεφτά εκείνη, και συνέβη ακριβώς την κατάλληλη στιγμή. Όταν εκείνη δεν έβλεπε πια ελπίδα στους μεγάλους κι εγώ δεν έβλεπα πια πίστη στα παιδιά. Και ξαφνικά, μια αστραπή έσκισε τον κόσμο στα δυο, φωτίστηκε το χάος και είδα στα μάτια της: Τον αιώνιο δισταγμό: «Το be or not to be», την Καλυψώ και την Ιθάκη, το παιδί και την ευθύνη, την ένοχη λιποψυχιά μπροστά εις το «ποτήριον τούτο». Την ιστορία: Τυράννους ν' ασελγούν σ' αθώα αγάλματα, ήρωες να υπερασπίζονται την ελευθερία των πουλιών, αυτοκρατορίες να σήπονται και τους λαούς να προχωρούν ατάραχοι. Τα’ απέραντα πεδία των μαχών: Ιδέες να κείτονται νεκρές κι ιδέες ν ‘αλληλοσπαράζονται, παλιούς θεούς να κρύβονται σ' αμπριά και νέους να ζητούν, αιμόφυρτοι, βοήθεια. Τη μεγάλη αντίφαση: Αυτό που είναι και δεν είναι μαζί, αυτό που γεννάει ο νους και στο νου δε χωράει, αυτό που μόνο οι τρελοί, οι σοφοί και τα νήπια μπορούν να τ' αντέχουν. Και μετά, ξανά την ελπίδα: Είδα το παιδί να γίνεται γυναίκα και τον άνδρα να γίνεται νυμφίος και τη γυναίκα να μη φοβείται πια τον άνδρα. Είδα τον άνδρα να γίνεται φίλος και τη γυναίκα ν' αγαπά τον άνδρα και τον άνδρα να μην είναι πια μονομάχος. Είδα τη γυναίκα να γίνεται περήφανη και τον άνδρα ν' αγαπά τη γυναίκα και τη γυναίκα να μην είναι πια αντίπαλος. Είδα τον άνδρα να ξαναγίνεται άνδρας και τη γυναίκα να ξαναγίνεται γυναίκα και τους δύο να ξαναγίνονται παιδιά. Β Δεν ήτανε φιλί του Ιούδα. Φιλί με πρόθεση φιλίας ήταν. Θα μου πεις: «στο κακό δεν μετράνε οι προθέσεις». Ναι, μα και το καλό δεν είναι πάντα αλάθητο. Άλλωστε, εσύ δεν είχες πει: «ποτέ δεν ξέρω τι θέλω, το κάνω πάντα και μετά καταλαβαίνω αν το ήθελα ή όχι»; Τέλος πάντων, δεν ήρθε ακόμη η ώρα να φύγεις, κι η σιωπή σου δε θα ‘ναι παρά άλλοθι.

Ο ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ Ελευθερία, χάρη και κίνηση αέναη. Άτι, Κένταυρος, Πήγασος ή, έστω, Ιππόκαμπος. Μα όχι και Aλογάκι της Παναγιάς!

ΜΝΗΜΗ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΑΠΑΛΕΩΝΙΔΑ Όλοι τότε πιστέψαμε πως ο καλός μας φίλος πέθανε από καρκίνο. Όμως, εγώ θυμάμαι ακόμη το πικραμένο του χαμόγελο και τώρα μόνο υποψιάζομαι το τρομερό του μυστικό. Θαρρώ πως έφυγε από μοναξιά, γιατί κανένας, μα κανένας μας δεν άντεχε την καταιγιστική ομορφιά του.

ΜΝΗΜΗ ΜΑΝΩΛΗ ΨΩΜΙΑΔΗ Τους καταθλιπτικούς, τους νιώθω αμέσως. Αυτούς που δε θα καταλάβω ποτέ, είναι οι γιατροί. Πώς γίνεται να μην καταλαβαίνουν γρυ, γι' αυτό που σπούδαζαν χρόνια και χρόνια; Και καλά να μην καταλαβαίνουν, να μην πονούν και να μη συμπονούν! Να θυμώνουν, έστω, δε μπορούν οι γιατροί; Αχ μωρέ φίλε Ψωμιάδη, πόση λεβεντιά και πόση αγάπη έκρυβε το κυρτωμένο σου κορμί! Δε θα ξεχάσω ποτέ τις Χριστοπαναγίες σου.

«ΠΑΤΗΡ ΠΑΝΤΩΝ ΠΟΛΕΜΟΣ» Τώρα μόνο κατάλαβα ο ανόητος ότι η διαφορά των εγκεφάλων, η διάκριση των τάξεων, η ανισότητα των φύλων, το χάσμα γενεών, η ανακύκληση του κράτους κι όλα τ' άλλα κακά της Ιστορίας δεν ήταν παρά μόνο άλλοθι της πρόωρης σύνταξής μου.

H ΣΦΑΙΡΑ Είτε ακίνητη, είτε τσουλά, είτε γυρίζει περί τους άπειρους άξονές της, δεν πέφτει ποτέ. Συμπυκνωμένη γύρω απ' τον πυρήνα της, συμπαγής μα και ανάλαφρη, απόλυτα θωρακισμένη στην καμπύλη της, δεν ακουμπά παρά στον εαυτό της. Απλανής ή δορυφόρος, σε πειθαρχημένη τροχιά ή σε αιώνια περιπλάνηση, δεν υπακούει παρά στο δικό της νόμο. Ακόμη κι όταν εκρήγνυται κι όταν παγώνει κι όταν λιώνει στο καμίνι της τριβής, δε χάνεται. Μετουσιώνεται. Αν μπορούσα να γίνω κάποιο σχήμα, τη σφαίρα θα διάλεγα.

ΤΑ ΑΗΔΟΝΙΑ Το αηδόνι που φωλιάζει έξω απ' το παράθυρο, εμένα σίγουρα περίμενε. Το έψαχνα στην Κάρυστο κι αυτό, το άτιμο, είχε μετακομίσει ήδη στην αυλή μου. Πώς να μην ξυπνώ απ' τ' άγρια χαράματα, αφού τ’ αηδόνι ξεκινά τη συναυλία των πουλιών; Δίνει το σύνθημα, μετά σιωπά και μόνο, κάπου-κάπου, σωπαίνουν όλα τ' άλλα για ν' ακούσουν το κρεσέντο του. Τώρα καταλαβαίνω γιατί λεν την Κηφισιά προνομιούχα πόλη. Όμως υποψιάζομαι, τ' αηδόνια πάνε πάντα εκεί που νιώθουν ευπρόσδεκτα. Ακόμη και η μάνα δε με πίστεψε και να ‘το το αηδόνι στον κήπο του αυχμηρού Ακρωτηριού! Ακόμη κι η Ελένη δε με πίστεψε και να το τ' αηδόνι, μεσάνυχτα βαθιά, στα Βριλήσσια! Ακόμη κι η Δροσιά δεν με πίστεψε και να ένα σμήνος αηδονιών καταμεσής στην Γ' Σεπτεμβρίου! Ακόμη κι η Νεφέλη δε με πίστεψε και να ‘τα δυο αηδόνια στην κορυφή του Υμηττού! Ακόμη κι εγώ δε θα το πίστευα, αν όλοι αυτοί δεν τα ‘χαν ακούσει με τ’ αυτιά σας.

ΕΝΟΣ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΜΥΡΙΑ ΕΠΟΝΤΑΙ Πώς να μην πιστεύω στα θαύματα, με τόσα που συμβαίνουν γύρω μου; Μιλώ για την τυχαία επίσκεψη του αδελφού, την κρίσιμη στιγμή. Μιλώ για την καρδιά που έγινε μητέρα του πατέρα των παιδιών της. Μιλώ για την αστραπιαία ανάρρωση του πνευμοθώρακα. Μιλώ για την τυραννική ανάδυσή μου από την Άβυσσο. Μιλώ για το παιδί που έγινε άνδρας κι όμως οδεύει ολοταχώς προς το παιδί. Μιλώ για το παιδί που έγινε γοργόνα και μετά ανεμώνη και μετά μέδουσα και τώρα ετοιμάζεται για την αντίστροφη μετάλλαξη. Μιλώ για τ' αηδόνια που με συνοδεύουν παντού, όπου κι αν πάω. Μιλώ για τη ζώνη ασφαλείας που, πρώτη φορά, φόρεσα τη μέρα εκείνη. Μιλώ για τη γριούλα που μου ‘δωσε την άφεσή της μ’ ένα γλυκύτατο χαμόγελο. Μιλώ για τα χρώματα της Ίριδας που τώρα βλέπω στην ίριδα κάθε ματιού. Μιλώ για τον ύπνο που, τώρα πια, δε φέρνει εφιάλτες. Μιλώ για τις φιλίες, τους έρωτες και τα ποιήματα. Μιλώ γι' αυτό που βλέπω, στον ορίζοντα, να πλησιάζει… Πώς, λοιπόν, να μην πιστεύω στα θαύματα, με όσα συμβαίνουν μέσα μου;

ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ Για σκέψου τελικά να υπάρχει Αρχή. Αυτό, θαρρώ, κι αν θα ‘ταν τέλος. Κι εκεί στο τέρμα, αυτό το Stop; Μάλλον θα είναι αφετηρία. Και για την όντως ούσα ουσία που μας λεν; Εμένα μου φαίνεται ανούσια. Ναι, μα τόπος, λόγος, σκοπός; Θα ήταν μια παράλογη και άσκοπη ουτοπία. Κι αυτός ο κόσμος, ο απτός; Μια ονειρόσκονη στις παρυφές του χάους. Άρα, λοιπόν, χάος και μόνο χάος! Διαφορετικά, τι νόημα θα είχε ο κόσμος; Κι ούτε γνώση, ούτε ελευθερία; Θα γινόμασταν ανόητοι σκλάβοι τους. Έστω, το παν, ο άπειρος Θεός; Ευτυχώς, έχουμε τους άπειρους θεούς μας.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ Θεέ μου, πολύ σ' ευχαριστώ για όλες τις όμορφες γυναίκες της ζωής μου: Τη γιαγιά-Χαρίκλεια που με μεγάλωσε σα δέκατο παιδί της. Τη μαμά-Ανθούλα που μου ‘μαθε το χρέος στα λουλούδια. Την καρδιά-Ελένη που δεν είναι μόνο μάνα των παιδιών μου. Τη γοργόνα-Πηνελόπη που υφαίνει και ξυφαίνει για το κέφι της. Τη χίμαιρα και μέδουσα-Δροσιά που με ‘κανε ιπτάμενο ιππόκαμπο. Την έφηβη-Νεφέλη που μου δίδαξε ξανά την ελπίδα. Σ’ ευχαριστώ και για τις τόσες ανεμώνες που γέμισαν με ευωδία λιβανιού το ασκητικό κελί μου. Θα μπορούσα και τώρα να φύγω, Θεέ μου. Αλλά αν πρέπει ακόμη να ‘μαι εδώ, ένα μονάχα, αξίωσέ με, σου ζητώ: Να βουτήξω βαθιά και ξανά να αναδυθώ μ’ ένα μαργαριτάρι στο χέρι μου: Την Κ ύ ν θ ι α.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ Καλά μου το ‘χες πει: «Πρέπει να φας θεριό για να θεριέψεις» Όμως, πώς να τη φας αυτή την ανεμώνη της Αβύσσου, αφού - η ίδια τα’ ομολόγησε - καταβροχθίζει μόνη της τον εαυτό της; Πώς να τη φας αυτή την ωκεάνια Μέδουσα, αφού - η ίδια τα’ ομολόγησε - τώρα φοβάται τους ψαράδες; Έτσι κι αλλιώς, δεν είμαι εγώ ψαράς. Ιππόκαμπος είμαι. Και άκου τώρα τι λένε οι εγκυκλοπαίδειες: «Οι θαλάσσιες ανεμώνες που γεννιούνται ετερογονικά, γίνονται μέδουσες…Οι ανεμώνες ζουν είτε μόνες τους, είτε σε αποικίες. Ορισμένα είδη ανεμώνης συμμαχούν και συμβιώνουν αρμονικά με τα ψάρια και τους ιππόκαμπους…» Ας διαλέξει λοιπόν η Ανεμώνη ανάμεσα σε τόσες εναλλακτικές λύσεις.

BONJOUR TRISTESSE! (Στον άνθρωπο-αυτόχειρα Claude Meyer που δεν πρόλαβε να μου δείξει τα «δικά» του) Αυτός ο αχαλίνωτος έρωτας που βράζει στο κρανίο μου για όλες τις γυναίκες και πιο πολύ για τους άνδρες και πιο πολύ για τα παιδιά και πιο πολύ για όσα κάνω εγώ. Αυτή η ανεξάντλητη ανάλωση, η αγρύπνια που δε λιώνει, η ταχύτητα που δε συντρίβει, η ακόρεστη λαχτάρα για ζωή είναι άραγε, αμόκ, ντελίριο, τρέλα ή μήπως η προ-φάση μιας νέας αφασίας; Αν είναι έτσι - φευ! - καλησπέρα η-λίθιο, καλημέρα πάλι θ λ ί ψ η.


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Ροκ όπερα για έναν αναγνώστη, δυο φωνές, μοιρολογήτρες, χορωδία παρθένων και δυο λύρες: κρητική και ποντιακή Στο γιο μου Νικόλα και σ’ όλη την αβέβαιη νέα γενιά «…αφιέρωσαν (την ελευθερίαν) εις τους νόμους τους οποίους διέταξαν οι ίδιοι, και υπακούοντας τους καθείς υπακούει εις την θέλησίν του και είναι ελέυθερος» Ανώνυμος ο Έλλην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ ....................................................................

ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Ανάγνωση σε λιτό δωρικό ύφος) Μη σε ξεγελούν, παιδί μου! Την Ιστορία δεν την γράφουν όλοι αυτοί που λένε τα βιβλία. Μονάχα οι επαναστάτες τη γράφουν. Μόνο αυτοί οι θεόμουρλοι αιρετικοί, αυτοί οι Σίσυφοι εραστές της ουτοπίας, σπρώχνουν τον κόσμο κάπως πιο ψηλά. Οι άλλοι, οι «ρεαλιστές», απλώς τον καθηλώνουν και, πολλές φορές, τον θάβουν ακόμη πιο βαθιά. Ας θυμηθούμε λοιπόν κάποιους ρομαντικούς, - έτσι, σχεδόν στην τύχη - αλλά και μερικούς «ρεαλιστές» από την πρόσφατη ιστορία μας:

ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ (Προσκλητήριο με υπόκρουση ρέκβιεμ) Ο φωτισμένος άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο προδομένος ναύαρχος Λάμπρος Κατσώνης, ο «στοχάσου και αρκεί» Αδαμάντιος Κοραής, ο ποιητής και εθνομάρτυρας Ρήγας Φεραίος, οι άρχοντες πολεμιστές Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάντης, ο μέγας στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι αδικοχαμένοι Μπότσαρης, Ανδρούτσος και Καραϊσκάκης, οι πριν να γίνουν εξουσία Κανάρης, Μιαούλης, Μπουμπουλίνα, οι Τζαβελαίοι κι όλοι οι Αρβανίτες πολέμαρχοι που λησμονώ, οι ρασοφόροι πρωτομάρτυρες Αθανάσιος Διάκος και Γρηγόριος Δικαίος και, φυσικά, χιλιάδες άλλοι ανώνυμοι αγρότες, ναύτες, δάσκαλοι, παπάδες, «κλέφτες» και αρματολοί.

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ (Ανάγνωση σε λιτό δωρικό ύφος) Αυτοί οι ήρωες την γράψανε - με αίμα βέβαια - την Ιστορία. Άλλοι μετά, καλαμαράδες, ποιητές και λόγιοι κατέγραψαν λεπτομερώς και ύμνησαν τα δρώμενα, αυτόπτες μάρτυρες στη πρώτη γραμμή του πυρός ή, έστω, παρατηρητές από την άλλη όχθη του Ιονίου: Οι Κασομούλης, Σπυρίδωνας Τρικούπης, Τερτσέτης, Μακρυγιάννης, ο Λόρδος Μπάυρον, ο Διονύσιος Σολωμός και ο Ανδρέας Κάλβος.

ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ (Ανάγνωση σε έντονα σαρκαστικό ύφος) Κανείς δεσπότης, πατριάρχης, αξιωματούχος, κανένας άκαπνος πολιτικάντης Φαναριώτης, κανένας βολεμένος μεγαλοκοτζάμπασης, κανένας Βαυαρέζος βασιλιάς ή αντιβασιλιάς δεν ήταν πρωταγωνιστής στην Ιστορία αυτή. Το πολύ-πολύ, να έπαιξε ρόλο κομπάρσου - εκ των υστέρων βέβαια και εκ του ασφαλούς - εξαργυρώνοντάς τον ακριβά με εξουσία (δείγμα μικρό: Μαυροκορδάτος, Νέγρης και Κωλέτης, Ιγνάτιος, Γερμανός, Μαυρομιχάληδες και Καρατζάδες) ή εισαγόμενοι αλλοδαποί σωτήρες, ο - γιός σπουδαίου πάντως βασιλιά - ανίκανος και νεανίας Όθωνας κι οι άθλιοι τοποτηρητές του. Αλλά, για να μην αδικούμε ολωσδιόλου πολιτικούς, δεσπότες κι αντιβασιλείς, χρειάστηκαν κι αυτοί για να επιβάλλουν κάποια τάξη, μέχρι που ξέσπασε η επόμενη ανταρσία.

3η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1843 (Ανάγνωση σε κάπως θλιμμένο ύφος) Δεν ήταν δα και τίποτα σπουδαίο. Ένας μπάτσος μόνο κι ένα φτύσιμο στη μούρη της «ελέω Θεού» αλαζονείας ήταν. Δυστυχώς, η πλατεία Συντάγματος δεν έγινε Ομόνοια (και κανένα σύνταγμα ποτέ δε θα την κάνει). Ωστόσο, κάτι ήταν κι αυτό. Κάτι σαν αισιόδοξο πρελούδιο στην τελευταία, την καθαρτήρια πράξη, στην μακρινή ακόμη πράξη εκθρόνισης των πανταχού της γης εξουσιών.

ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ (Σατιρικό τραγούδι σε ρυθμό μαρς) Ο πατέρας του παππού μου «Μπαϊραχτάρης» τραυματίστηκε στην ανταρσία του εξήντα έξι κι ο παππούς μου, περιώνυμος «Μουρντάρης», μετανάστευσε στις ΗΠΑ απ’ τα είκοσι έξι. Εποχή του Μακεδονικού αγώνα κι ο παππούς μου, ένας απαίδευτος χωριάτης, εγκατέλειψε μια πλούσια πατρόνα και ήρθε πίσω να καταταγεί αντάρτης. Κι ο παππούλης που δεν πάτησε σχολείο, θύμα-ήρωας κι αυτός της κακομοίρας, μου μιλούσε για το «εθνικό σφαγείο» μέχρι τέλους, στο βαθύτατό του γήρας. Πάντα είχα και μου μένει η απορία - το ‘ζησα και στην εξόρμηση του Έβρου - νέοι που δε διάβασαν ποτέ ιστορία, πότε, πού την έμαθαν και πώς την ξέρουν;

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Χορωδιακό τραγούδι με νοσταλγικό ύφος) Αλλά αυτή η χώρα της αιώνιας ανταρσίας που δε χώρεσε ποτέ στα βράχια, στα νησιά και στα πελάγη της, ευτύχησε να δει κι άλλους μεγάλους άνδρες που την πήγαν και τη φέρανε στα μέτρα της. Δείγμα μικρό από τα - δε θυμάμαι άλλα - μάλλον ελάχιστα: Ο ειρηνοποιός-αντάρτης, μονάρχης και νομάρχης, ο πρώτος κυβερνήτης μας, θύμα εμφύλιου κι αυτός, ο κόμης Καποδίστριας. Ο άλλος «δηλωμένος» ειρηνοποιός που, κι αν εφτά φορές πρωθυπουργός, αντάρτης ήτανε κι αυτός, Χαρίλαος Τρικούπης Και, τέλος, ο δυο φορές επαναστάτης μέγας-μέγας-μέγας Βενιζέλος που αν έμενε «αντάρτης» ως το τέλος, τώρα δε θα μας έτριζε τα δόντια του ο Εβρέν. Ας του το συγχωρήσουμε αυτό το λάθος. Κι εδώ που μας την έφτασε τη χώρα, και τέτοια που μας την παρέδωσε, πλούσια σε πεδιάδες, δάση και νησιά, πλούσια σ’ αυθεντικούς Ίωνες Έλληνες, μακάρι να φανούμε αντάξιοί της!

B’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (Ανάγνωση σε πολύ δραματικό ύφος) Κανένας πόλεμος δεν πήγε τελικά χαμένος. Ανδρούτσος, Διάκος, Μπότσαρης, Καραϊσκάκης, Παπαφλέσσας και Φεραίος αναστήθηκαν ξανά, νέο λίπασμα στις ρίζες της πατρίδας-μνήμης. Όμως, κι αυτή η ιστορία, γιέ μου, δε γράφτηκε μόνο στις κορυφογραμμές της Πίνδου, στα οχυρά του Ρούπελ, στο Μάλεμε και στη γραμμή Μεταξά. Το πολύ αίμα, οι χείμαρροι του αίματος στα μπουντρούμια της Μέρλιν χύθηκαν και μπροστά στη μάντρα της Καισαριανής. Κι ούτε «αριστεροί», «κεντρώοι», «δεξιοί», δημοκρατικοί ή βασιλόφρονες, ούτε μονάχα οι έλληνες-Έλληνες - άλλωστε όσοι ζουν σ’ αυτόν τον τόπο Ελληνότατοι είναι - ούτε, βέβαια, οι «εξόριστοι» πολιτικοί την έγραψαν κι αυτή την ιστορία. Οι αντάρτες πάλι την έγραψαν στα κακοτράχαλα βουνά και στη Σαχάρα ή στα υπόγεια της κατεχόμενης Αθήνας. Αυτοί οι θεοπάλαβοι ρομαντικοί που ξέρουν να πεθαίνουν γενναιόδωρα, όσο παθιασμένα και παράλογα ξέρουν να ζουν.

Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ Ή ΠΡΟΔΟΣΙΑ (Θλιβερό τραγούδι για δυο φωνές και χορωδία) Ακόμη δεν κατάφερα, γιε μου, να καταλάβω ποιος τελικά μας πρόδωσε και ποιος μας παρέδωσε στο έλεος των δωσιλόγων. Η χοντρή αλεπού με το πούρο ή ο μυστακοφόρος λύκος; Υποψιάζομαι πως ήταν συμπαιγνία. Σικέ παιδί μου ο αγώνας, σικέ! Λογάριασε πόσοι παίχτες πήγαν χαμένοι. Οι καλύτεροι Έλληνες, οι πιο ωραίοι τρελοί στα μνήματα, στις φυλακές, στα ξερονήσια και στις αυτο-εξορίες του Αδάμ, για ν' απομείνουν πάλι στην καμπούρα μας οι κάπηλοι της αδελφοκτονίας. Αχ, πόσα όνειρα θυσιάστηκαν και πάλι στου κόσμου τη σκακιέρα όπου οι Μεγάλοι διασκεδάζουν τη γεροντική ανία τους!

Ο ΑΡΗΣ (Ηπειρώτικο ή Μανιάτικο ή Σφακιανό μοιρολόι) Τι να σου πρωτοθυμηθώ αητέ μου, φίλε, πατέρα, γιε μου κι αδελφέ μου; Τα μάτια σου, μικρά μα γερακίσια, κοίταζαν μόνο πάνω, εμπρός και ίσια. Φλόγιζες τους ληστές και τους αγρότες και τους μετάλλαζες σε στρατιώτες. Με μόνα όπλα όνειρο κι ελπίδα, μαζί τους έφτιαξες μια νέα πατρίδα. Γνήσιος πρόγονος του Τσε Γκεβάρα, με ίδια αντάρτη μοίρα και κατάρα. Πού να το φανταζόσουν ο καημένος πως ήσουν απ’ τους «σύντροφους» καμένος; Αν και σου ζήτησαν να «σκύψεις» κι ότι, αν όχι, θα σε κήρυσσαν προδότη, αρνήθηκες τη δήθεν συγκυρία, κι επέμεινες να γράφεις Ιστορία. Σου στήσανε θανάσιμο καρτέρι, όμως δε μάθαμε από πρώτο χέρι αν έκοψες μονάχος σου το νήμα ή αν αδελφοκτόνου έγινες θύμα. Κι έτσι, εσύ ο τράγος ο μοιραίος, ο αγαθός, ο αποδιοπομπαίος, ο μεταξύ ωραίων πιο ωραίος, ο νέος Ιωάννης - Ναζωραίος, παρέμεινες ο «Άρχων των Ορέων», ο π ι ο Ω ρ α ί ο ς μ ε τ α ξ ύ Ω ρ α ί ω ν !

ΧΟΥΝΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ (Ανάγνωση σε πολύ δραματικό ύφος) Κι εκεί που μόλις άρχιζαν νέα πολύχρωμα λουλούδια και πουλιά να προμηνύουν το χάραμα μιας Άνοιξης, το πάντα αμετανόητο χακί τα σύνθλιψε με τις βαριές ερπύστριές του. Εφτάχρονη παράταση πήρε ο Χειμώνας και γι’ άλλη μια φορά, για πολλοστή φορά, οι καλύτεροι Έλληνες, οι πιο ωραίοι τρελοί, στα μνήματα, στις φυλακές, στα ξερονήσια και στις αυτο-εξορίες του Αδάμ! Μέχρι που ξέσπασε η ανταρσία του Πολυτεχνείου. Νέοι θεόμουρλοι ρομαντικοί, νέοι αγαθοί κι ωραίοι αμνοί γράψανε πάλι Ιστορία. Αλλά κι αυτό, ξανά, δεν ήταν παρά μόνο ένας μπάτσος, ένα φτύσιμο στη μούρη της «ελέω Έθνους» τώρα τυραννίας. Ωστόσο, κάτι ήταν κι αυτό. Κάτι σα νέα εισαγωγή, σαν ένα ακόμη προανάκρουσμα στην τελευταία, καθαρτήρια πράξη, στην πράξη της οριστικής κατάργησης πασών των Ρωσιών.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ (Ειρωνικό τραγούδι για χορωδία) Τους Τούρκους τους νικήσαμε. Φτάνει, δε θέλουμε άλλους. Τους Βούλγαρους τους σφάξαμε. Φτάνει, δε θέλουμε άλλους. Τους Γερμανούς τους διώξαμε. Φτάνει, δε θέλουμε άλλους. Τη Χούντα τη μισήσαμε. Φτάνει, δε θέλουμε άλλη. Μα, όπως λέει και ο υπερεθνικός μας ποιητής, «τώρα τι θ’ απογίνουμε χωρίς βαρβάρους;» Θα φαγωθούμε πάλι μεταξύ μας, όπως οι Ρουμελιώτες με τους Μωραϊτες, όπως οι Βενιζελικοί με τους Βασιλικούς, όπως οι «εθνικόφρονες» κι οι «συμμορίτες», όπως οι «δεξιοί» με τους «αριστερούς»;

ΘΟΥΡΙΟΣ (Πρόταση για ένα νέο εθνικό ύμνο) Έλληνες, σύντροφοι, πατριώτες γρηγορείτε. Μπορεί οι εχθροί του «Έθνους» να ‘ταν δολοφόνοι. Αυτοί ήλθαν, απήλθαν, αλλά θυμηθείτε με πόσο αίμα μέθυσαν οι αδελφοκτόνοι. «Πεδινοί», «Ορεινοί», Νησιώτες ξυπνήστε. Προσέξτε τις παγίδες των «-ισμών». Έναν άξιο μπροστάρη ακολουθήστε. Τι Marat, τι Robespiere, τι Danton!

ΕΜΦΥΛΙΟΙ ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ (Στο ώριμο πια και ήδη πατέρα κι αυτόν γιο μου Νικόλα, σε επίρρωση των περί «εμφυλίων σπαραγμών». Πρόκειται για αληθινή ιστορία των ανιόντων της συντρόφου μου Ελένης) Του προπάππου της γυναίκας μου ο πατέρας - πλούσιος άρχοντας στην ορεινή Καστάνια - θύμα έπεσε μιας φονικής ενέδρας κι άφησε το βρέφος-γιο του στην ορφάνια. Ο προπάππους της «παρέμεινε» στη Μάνη - θα τον βρείτε στης Καστάνιας το ηρώο - νέο θύμα μιας ενέδρας στο Μπιζάνι, άλλο σφάγιο κι αυτός, ήρωας-ζώο. Και η χήρα η προγιαγιά: «τώρα τι κάνω;» - είχε δυο μικρά ορφανά να μεγαλώσει - ένα πλούσιο γέρο δέχτηκε σε γάμο που όμως έμελλε να την αποκληρώσει. Κι η γιαγιά η «πανωραία με το βέλο», ερωτεύτηκε έναν ίλαρχο ψηλέα που αποτάχθηκε από το Βενιζέλο, γιατί έμεινε πιστός στο Βασιλέα. Και ο έτερος παππούς της εκ Μεθάνων - λιμενάρχης με μπαστούνι και καπέλο - αποτάχθηκε με εντολή εκ των άνω, γιατί έμεινε πιστός στο Βενιζέλο. Κι ο πατέρας της που έγραψε Ιστορία, - μαχητής και για τη σωτηρία της Πάουερ – δεκαπέντε χρόνια ξύλο κι εξορία προς τιμήν του «ήρωα» Αϊζενχάουερ.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. «ο δάσκαλος του Γένους Αδαμάντιος Κοραής»: Υποψιάζομαι ότι αυτός είναι ο «Έλλην» συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» που υπέγραψε ως «Ανώνυμος», προφανώς για να μην έχει την τύχη του Ρήγα Φεραίου. 2. «ο ποιητής και εθνομάρτυρας Ρήγας Φεραίος»: Τι κρίμα που το όραμά του της «Magna Carta» πήγε χαμένο. Και με την ευκαιρία: ο εθνικός «Ύμνος στην Ελευθερία» του μεγάλου, όντως, Διονύσιου Σολωμού μου φαίνεται «λίγος» μπροστά στο «Θούριο» του Βελεστινλή: «Ως πότε παλικάρια θα δούμε στα στενά…Καλύτερα μιας μέρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή». Αλλά, ακόμη και «Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες». 3. «οι Αρβανίτες πολέμαρχοι…»: Ας μην στρουθοκαμηλίζουμε: οι περισσότεροι, οι πιο αξιόμαχοι και ίσως οι πιο «έλληνες» πολέμαρχοι και απλοί πολεμιστές του ΄21 ήταν Αρβανίτες. (βλ. Α. Κόλλια, «Οι Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων». Αν και περιέχει πολλές ρατσιστικές υπερβολές, παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον). 4. «Κανείς δεσπότης, πατριάρχης, αξιωματούχος…»: Αμέτρητες είναι οι πηγές που καταγγέλλουν τον παρασιτικό ή και προδοτικό ρόλο ρασοφόρων, Φαναριωτών, κοτσαμπάσηδων κ.λπ. (Ενδεικτικά: βλ. Ανωνύμου του Έλληνος «Ελληνική Νομαρχία, Ήτοι Λόγος Περί Ελευθερίας» σε διάφορες εκδόσεις, και Γιάννη Σκαρίμπα «Το 21 και η Αλήθεια», Έκδοση «Κείμενο», 1971). 5. «Ο αδικοχαμένος “κόμης-αντάρτης…”»: Ο ακραιφνής κομμουνιστής Γιάννης Σκαρίμπας, με δικαιολογημένη για την εποχή που έγραψε οργή, «καταδικάζει» συλλήβδην όλους τους κληρικούς, Φιλικούς, οσποδάρους και ευγενείς Έλληνες της τσαρικής αυλής, αδικώντας όμως και κάποιους πραγματικά ανιδιοτελείς. Νομίζω ότι - έστω και αυταρχικός - ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ένας από αυτούς. 6. «3 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1843»: Η εξέγερση του λαού και στρατιωτικών υπό τον Μακρυγιάννη και τον Δ. Καλλέργη, με απαίτηση την παραχώρηση συντάγματος από τον Όθωνα.(Βλ. Μακρυγιάννη “Απομνημονεύματα”). 7. «που αν έμενε αντάρτης ως το τέλος…»: Αν ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν προσέφευγε σε εκλογές την 1/14 Νοεμβρίου 1920, σίγουρα η τροπή της Ελληνικής ιστορίας θα ήταν πολύ διαφορετική. Ίσως η Ελλάδα κατείχε σήμερα τα Μικρασιατικά παράλια και φυσικά θα είχε αποφευχθεί η μεγάλη τραγωδία του 22. (Βλ. Σπ. Μαρκεζίνη «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Έκδοση «Πάπυρος» 1966). 8. «Κι ο παππούς μου, περιώνυμος…»: Πρόκειται για τον παππού μου Κωνσταντίνο Δ. Πετράκη από τη Ρόκα Κισσάμου, γιο του Δημητρίου Πετράκη, μπαϊραχτάρη και ήρωα πολλών Κρητικών εξεγέρσεων κατά των Τούρκων. 9. «εθνικό σφαγείο»: Όπως μου διηγήθηκε ο ίδιος ο παππούς μου, πολλοί Μακεδονομάχοι δε λυπήθηκαν ούτε γυναίκες, ούτε γέροντες ούτε παιδιά. 10. «το ‘ζησα και στην εξόρμηση του Έβρου»: Αναφέρομαι στην «παρά τρίχα» Ελληνοτουρκική σύρραξη, το θερμό καλοκαίρι του 1964, που την έζησα στα σύνορα ως έφεδρος ανθυπολοχαγός πεζικού. (Την ίδια εποχή, ο Παπαδόπουλος και άλλοι ΙΔΕΑτες βυσσοδομούσαν εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, επισείοντάς μας μάλιστα ηλιθίως τον «από Bορρά κίνδυνο!»). 11. «της πατρίδας-μνήμης.»: Θυμηθείτε το παλιό σχολικό ποιηματάκι «Τι είναι η πατρίδα μας;». Την πιο σωστή απάντηση την έδωσε, άθελά του, ο «Νομπελίστας Ειρήνης» Χένρι Κίσινγκερ σε μια επίσημη ομιλία του το Σεπτέμβριο του 1974: «Οι Έλληνες είναι αναρχικοί και δύσκολα τιθασεύονται… Εννοώ να χτυπήσουμε τη γλώσσα τους, τη θρησκεία τους, τα πολιτισμικά και ιστορικά τους αποθέματα…». (Βλ. Οικονομικός Ταχυδρόμος, 14/8/1997). 12. «άλλωστε όσοι ζουν σ’ αυτόν τον τόπο Ελληνότατοι είναι»: Η περίφημη ρήση

      του Σωκράτη αναφέρεται στην «ελληνικότητα» όσων αλλοεθνών ζουν  
      μόνιμα και αγαπούν αυτόν τον τόπο.       

13. «Η χοντρή αλεπού με το πούρο κ.λπ.»: Αν και σαφής ο υπαινιγμός, τον προσδιορίζω. Μιλώ για τον Τσώρτσιλ και τον Στάλιν. 14. «διασκεδάζουν τη γεροντική ανία τους»: Μπορεί να διαβαστεί και «άννοιά τους». 15. «Σικέ παιδί μου ο αγώνας, σικέ»: Υπαινίσσομαι τη μυστική συμφωνία της Γιάλτας και τη μοιρασιά της Ελλάδας: 90% στην επιρροή της Αγγλίας και 10% στην επιρροή της ΕΣΣΔ. (Βλ. W.Churchill «Απομνημονεύματα»). 16. «ο νέος Ιωάννης-Ναζωραίος»: Ο αιμοσταγής Ηρώδης της εθνικοφροσύνης έκοψε την κεφαλή του Άρη Βελουχιώτη και, κρεμασμένη σε φανοστάτη των Τρικάλων, την εξέθεσε σε δημόσια θέα, το δε ακέφαλο κορμί του - δίκην Εσταυρωμένου - περιέφερε θριαμβευτικά στα χωριά της περιοχής. 17. «το χάραμα μιας Άνοιξης»: (βλ. Στρατή Τσίρκα «Χαμένη Άνοιξη», Έκδοση «Κέδρος», Αθήνα 1976). 18. «Θα φαγωθούμε πάλι μεταξύ μας;»: Μεγάλη κακοδαιμονία της φυλής, μετά από κάθε νικηφόρα επανάσταση, οι εμφύλιοι σπαραγμοί.* 19. «Πεδινοί, Ορεινοί…»: Τα μεταεπαναστατικά Γαλλικά κόμματα, αλλά και όλα τα κόμματα που υπηρετούν δογματικά και αδιάλλακτα τις εκάστοτε πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ιδεολογίες (-ισμούς) με στόχο, φυσικά, την εξουσία. 20. «Τι Marat, τι Robespiere, τι Danton;»: Μην παρεξηγηθώ. Θέλω να πω πως μικρή σημασία έχουν οι ιδεολογίες και τα κόμματα. Το μεγάλο ιστορικό ρόλο τον παίζουν συχνά άξιοι, φωτισμένοι και καινοτόμοι ηγέτες. Αυτό αποδεικνύουν όλοι οι “Χρυσοί Αιώνες”, αν και δυστυχώς ελάχιστοι.


ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ENA «ΠΙΑΝΩ» KAI ΜΙΑ ΠΙΑΝΙΣΤΡΙΑ Της καλής, ευγενικής, ωραίας και καυτής Σταυρούλας Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος, / πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου! Όνειρο ανάγλυφο, θα ‘ρθω κοντά σου / κατακορύφως. Κώστας Καρυωτάκης, ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΠΕΝΘΙΜΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟ .....................................................................

1. ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ Κάτι μέσα μου κινείται πάλι. Σαν ελατήριο που συσπειρώνεται. Σα μηχανή που προθερμαίνεται. Σα μπαταρία που φορτίζεται. Δεν έχω ακόμη δύναμη να εκτιναχθώ, αλλά το νιώθω. Κάτι μέσα μου δουλεύει πάλι. Κάποια στιγμή - και μάλλον σύντομα - θα επιταχύνω τις στροφές, θα ορμήσω ολόισια μπροστά και τέλος θ' απογειωθώ μαζί σου, κατακορύφως!

2. ΦΛΥΑΡΙΕΣ Λέει κανείς κάτι, όταν έχει κάτι να πει. Αλίμονο σ' αυτούς που δε μιλούν. Μοιάζουν με τάφους σκοτεινούς, με ζοφερά βασίλεια της μούχλας, μ' ανήλιαγες σπηλιές που μόνο νυχτερίδες κατοικούν. Ας είσαι, άγγελέ μου, ευλογημένη που με ‘κανες να θέλω πάλι να μιλώ

3. ΑΠΟΡΙΑ Τελικά, δεν ξέρω ακόμη: Εσύ, το κουκούλι που σκάει στο φως η μήπως, το φως που δένει στον κάκτο λουλούδι; Εγώ, το τραγούδι στο πεντάγραμμο ή μήπως, το πεντάγραμμο που κάνει το σπουργίτι αηδόνι; Εσύ είσαι ο πίνακας κι εγώ η παλέτα ή μήπως, εγώ το ποίημα κι εσύ οι λέξεις; Τι σημασία όμως έχει το ποιος, το πότε, το γιατί; Σημασία έχει που ανθίζει πάλι ο λόγος.

4. ΜΙΚΡΗ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ Τα «Νυχτερινά» του Σοπέν πνίγηκαν στο δικό μας κονσέρτο, εκεί, στην ακροθαλασσιά της μεταμεσονύχτιας Βραυρώνας. Ο άνεμος κρατούσε τη μπαγκέτα, τα κύματα, στο μέρος των εγχόρδων, η βροχή και η στέγη, στα κρουστά, τα δάχτυλά μου, βιρτουόζοι στα λευκά σου πλήκτρα και οι ανάσες μας, ένας θριαμβικός «Ύμνος στη Χαρά».

5. ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ Μοναδικό αντιστάθμισμα της καθημερινής μας λογικής είναι, θαρρώ, η ιερή τρέλα της νύχτας: η π ο ί η σ η! Ή μήπως το ανάποδο, αν υποθέσουμε πως τρέλα είναι η καθημερινή μας χυδαιότητα; Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι πως εγώ θα τρελαινόμουνα χωρίς εσένα, την καθημερινή μου χίμαιρα απ’ όπου αντλώ τη νέα ιερή μου τρέλα-ποίηση.

6. ΕΝΤΟΣ, ΕΚΤΟΣ Ή ΕΠΙ ΤΑ ΑΥΤΑ; Έχω κι άλλοτε νιώσει αυτό το δέος μπροστά σε μια αναδυόμενη Αφροδίτη. Μα τούτο εδώ δεν είναι μόνο δέος. Είναι ο δισταγμός της αύρας μου να γίνει στρόβιλος, σίφουνας κι ορμή. Μπορεί να μη σ' αρέσει αλλά θαρρώ πως πιο πολύ σε αγαπώ παρά σε θέλω. Ή μήπως άραγε φοβάμαι μη σε θέλω πιο πολύ απ' όσο σ αγαπώ; Όπως και να 'χει και μ’ όλους τους κινδύνους της, χαίρομαι αυτή τη νέα δυνατότητα να νιώθω πιο ωραία δίπλα σου παρά εντός σου.

7. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ Μπορεί, άγγελέ μου, να σου φαίνομαι αγγελικός αλλά δεν είμαι. Ξέρω καλά τη βρόμικη πλευρά μου κι αν την κρύβω, δεν είναι που σε ξεγελώ μα που δε θέλω να λεκιάσω βιαστικά την πάλλευκή σου φούστα. Ωστόσο, πόσο μπορεί ν’ αντέξει στην κρυψώνα του το ανήμερο θηρίο; Λέω λοιπόν ν' αρχίσω να σε ξεναγώ στα σκληρά τοπία του άλλου εαυτού μου που δεν είναι βέβαια πιο αληθινός αλλά ούτε και πιο ψεύτικος από τον «ποιητή» που ξέρεις. Μπορεί και ν' απογοητευθείς μα, έτσι κι αλλιώς, αυτό θα γίνει κάποτε. Είναι ωστόσο εξίσου ενδεχόμενο να εκτιμήσεις πιο πολύ απ’ ό,τι φαίνομαι, αυτό που ήμουν, είμαι και θα είμαι.

8. ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ Όσο γερνάω φαίνεται απλουστεύομαι. Μ' απασχολούν λέξεις γυμνές και λέξεις που χωρούν στη λέξη, όπως: ν ε ρ ό, ψ ω μ ί, σ π ί τ ι, χ ά δ ι, κ ο ρ μ ί. Πού είναι τα πολυσύνθετα νοήματα, οι πολυδαίδαλες συλλήψεις της νεότητάς μου; Τόσος κόπος, τόσος δρόμος, τόσο ψάξιμο, για να καταλήξω πάλι στην αρχή: στην ευωδιά μιας φέτας ψωμιού στο μαγκάλι, στη θαλπωρή μιας γυναικείας αγκαλιάς και στην απόλυτη ασφάλεια της μήτρας. Άκου λοιπόν μια λέξη συμπαγή: Σ ε θ έ λ ω !

9. ΝΤΟΥΕΤΟ ΕΑΡΙΝΗΣ ΝΥΚΤΟΣ Χέρια ακουμπισμένα στο περβάζι. Το φεγγαρόλουστο κορμί στητό - ολόγυμνο μαρμάρινο γλυπτό - με δέρμα να γυαλίζει σαν ατλάζι. Καθώς σου διάβαζα απ’ την «Οκτάνα», είδα το βλέμμα σου που χάθηκε - έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε - σε μια βαθιά και μακρινή Νιρβάνα. Μαλλιά σαν τις ρουφήχτρες του Νιαγάρα. Νερά, μυστηριώδη, σκοτεινά, τα ημισφαίριά σου όμως φωτεινά σαν ασημένια ολόγιομα φεγγάρια. Τα στήθη σου, αθώα περιστέρια, κάποια στιγμή γουργούρισαν γλυκά κι όταν τα θώπευσα ευλαβικά, φανέρωσαν δυο πορφυρά αστέρια. Τότε μονάχα το μικρό μου χελιδόνι δρασκέλισε το δίδυμο βουνό κι έσμιξε σ’ ένα θείο νυχτερινό ντουέτο με το διπλανό αηδόνι.

10. ΞΕΝΑΓΗΣΕΙΣ Δεν είναι η νοσταλγία που με σπρώχνει σε γνώριμούς μου τόπους, μα η λαχτάρα μου να δω εσένα στα τοπία μου και τα τοπία μου στα μάτια σου. Φυσικά, μια ολόκληρη ζωή δε φτάνει να σου δείξω όλα όσα χαράχτηκαν στο δέρμα μου και όλα όσα κουβαλώ στο γέρικο κρανίο. Σκέψου τώρα και τ' αντίστροφο: Εγώ περιηγητής στο δικό σου άγνωστο κόσμο κι εσύ ξεναγός μου σ’ ένα σύμπαν που ποτέ δεν είδες με τον τρόπο μου. Μη μου πεις πως δεν είναι θαυμάσιο που θέλουμε να γνωριστούμε και μαζί τόσο πικρό που ο χρόνος δε μας φτάνει να γνωριστούμε ποτέ. Όμως, τουλάχιστον δεν πλήττουμε.

11. Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ Ποιος σου ‘πε πως εγώ σ’ αρνούμαι όπως είσαι; Απλώς, αυτό που αγαπώ σε σένα εμπεριέχεται σ’ αυτό που θα ‘θελα να γίνεις: Αγάπη, σύντροφος, μάνα, θυσία… Με λόγια πιο απλά, γυναίκα του μέλλοντος. Να ‘σαι λοιπόν περήφανη γι’ αυτό που είσαι, γιατί δεν είναι δα και λίγο. Όμως, σίγουρα πρέπει και μπορείς να νοσταλγείς κι εσύ το μέλλον, γιατί, στο μέλλον πρέπει και μπορείς και σίγουρα θα είσαι καλύτερη.

12. ΜΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ Μάτια μου, το μόνο που σίγουρα υπάρχει, είναι το χθες. Το σήμερα απλώς διαμορφώνει τη βεβαιότητά του και το αύριο δεν είναι παρά μόνο όνειρο. Κι όσο γι αυτούς που απαιτούν σίγουρο μέλλον, διεκδικούν απλώς το μαλακό τους στρώμα που πάνω του θα γείρουν το αργό σβήσιμό τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που οι μόνοι επιζώντες του θανάτου τους είναι οι εραστές του αβέβαιου. Δε θα σου δίνω λοιπόν, τη βεβαιότητα παρά μονάχα αυτού που έχει ήδη γίνει, μα κι ούτε θα διεκδικήσω ποτέ το αύριο σου παρά μονάχα τη στιγμή που γίνεται παρόν.

13. ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ! Δύσκολη λέξη, μάτια μου, η «ισότητα» όπως κι όλες οι άλλες υποσχέσεις των Ιακωβίνων. Και φυσικά, δεν εννοώ λογιστικά ισοζύγια - τόσα δίνεις, τόσα δίνω - μια και η αγάπη δεν αμείβεται παρά απ’ τον εαυτό της. Για γνήσια φιλία και γι’ αδελφοσύνη, απλά σου μιλώ. Αν επιμένεις λοιπόν στην «ισότητα», σκύψε κι εσύ, παρακαλώ, να προσκυνήσεις τον τόσο πρόθυμο προσκυνητή σου. Ααα! Δεν ξέρεις! Δε θέλεις! Δε μπορείς! Τότε, άφησέ με πάλι μόνο. Μπορεί, του χρόνου, να ξανάρθει πάλι κάποια Άνοιξη άλλη!


Η ΕΛΕΝΗ MOY ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ (Ένα γράμμα που δε λέει να τελειώσει, 1994 – ) Της νέας Ελένης που μ’ έμαθε να ονειρεύομαι ξανά Fraicheur de la nuit / Chaleur de ma vie Jaques Prevert, PAROLES ....................................................................

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ Μικρή Ελένη μου, θα προσπαθήσω, αφού το θέλεις τόσο, να μιλήσω. Αλλά και πάλι, με καισαρική, καθώς με πιέζει, όπως πάντα, ο χρόνος, με μια διαδικασία βιαστική, πριν φτάσει στο κορύφωμά του ο πόνος. Τα λόγια μου θα είναι του μυαλού και μάλλον πληκτικές κοινοτοπίες κι όχι σαν τα δικά σου που μιλούν για μύθους, όνειρα και ουτοπίες. Θα ψάξω σε ακανθώδη λεξικά και στα θολά, βαθιά νερά της μνήμης, μήπως και βρω δυο λόγια μαγικά, μαργαριτάρια στο βυθό της λίμνης.

ΑΦΗΓΗΣΗ

Όπερ έδει δείξαι Εσύ, όσους σ' ενδιέφεραν, τους «έφτυνες». Εγώ, απλώς τους προκαλούσα να μ’ αποδείξουν ότι μ’ ενδιαφέρουν. Το πρώτο «φτύσιμό» σου, καθώς και τα πολλά επόμενα, ένοιωσα πως δεν ήταν παρά η δική σου πρόκληση να σ' αποδείξω πως δεν ήμουν δα και τόσο αξιόπτυστος.

«Ξενέρωτος» αντι-μύθος Εσύ, μωρό μου, δεν έψαχνες τον έρωτα. Ένα νέο μύθο ζητούσες για να παραγεμίσει το κενό του εξανεμισθέντος. Όμως, εγώ ποτέ δεν τροφοδότησα το μύθο κανενός κι από καιρό αρνιόμουν να παραγεμίσω με μύθους το κενό μου. «Ξενέρωτος» λοιπόν όποιος δεν ξενυχτά στα μπαρ, δε στέλνει κάθε μέρα χαιρετίσματα, δε στήνει σκηνικά, δε γράφει ποιήματα μελό, δεν κάνει χαρακίρι. Ε, όχι! Δε σου ‘κανα τη χάρη γιατί, πολύ απλά, σε είχα πάρει τόσο σοβαρά που δε χρειάζονταν και να στο δείχνω.

Τζόγος Σου άρεσαν πολύ οι «ρισκαδόροι», είπες, κι εγώ τα ήθελα όλα μ’ ένα κατοστάρικο. Ψέλλισα εκείνα τα ανόητα περί ισορροπιών, αμυντικών μηχανισμών, αυτών που «έρχονται μόνα τους, όταν μόνα τους κρίνουν πως αξίζει να ‘ρθουν». Τίποτα πιο αναληθές! Η ζωή μου ολόκληρη, ένα ρίσκο. Αλλά τότε δεν ήθελα ή δε μπορούσα ή μάλλον η ανάγκη μου για κόντρα στις τόσο επίμονες δικές σου δε μ’ άφηνε να καταλάβω πως είχα ήδη μπει στο επικίνδυνο καζίνο του «όλα ή τίποτα».

«Εγώ δεν πάω Μέγαρο» Νόμιζες - και όμως απεδείχθη λάθος - πως οι αριστοκράτες του πεντάγραμμου δεν καταδέχονταν τους τροβαδούρους της Νέας Ορλεάνης ή των απανταχού καταγωγίων και πανηγυριών. Αλλά κι εγώ νόμιζα τότε το αντίστροφο μέχρι που ξάφνου είδα με τα μάτια μου να μπαίνουν στο Ηρώδειο με πρόσκληση διαρκείας Τσόπλιν, Χαλκιάς, Τσιτσάνης και άλλοι ομότεχνοί τους. Τώρα καταλαβαίνουμε κι οι δυο τι σήμαινε το «απολωλός» που, όπως συχνά συμβαίνει με τα σχόλιά μου, το ‘λεγα στο φαράγγι για να πιστέψω ο ίδιος την ηχώ. Χαμένοι και οι δυο στον ίδιο ασφυκτικό λαβύρινθο, στα τείχη του ολίγιστου που αυτο-εγκλεισθήκαμε, γελιόμασταν όταν νομίζαμε πως θα σωθούμε απ’ το δικό μας άπειρο μηδέν, απ’ το αδιάστατο, συμπαντικό κενό μας. Καιρός ήταν λοιπόν να ξαναρχίσουμε, ο ένας από το Βιβάλντι κι ο άλλος απ’ τον Άσιμο και «δε μπορεί, δε μπορεί, κάπου θα συναντηθούμε».

Το πρώτο φιλί Ο αετός δεν είχε σπάγκο επαρκή κι εσύ, για να θυμίσεις πάλι το παιδί, θυμήθηκες την οικογένεια του γλάρου Ιωνάθαν. Όμως εγώ δε θα ξεχάσω το σεμνό σου «ευχαριστώ!». Ένα μικρούτσικο, εύθραυστο χεράκι να παριστάνει το προσκέφαλό μου πάνω στις άβολες κροκάλες. Στο γυρισμό, καθώς παρίστανα το δάσκαλο, αίφνης κατάλαβα των μύθων την πενία και τη συμπαγή ουσία της αφής. Τα χείλη σου, εύχυμες, γινωμένες φράουλες, μου ‘φεραν κάτι σα σεισμό στο υπογάστριο. Τα κορναρίσματα των πίσω αυτοκινήτων διέκοψαν το όνειρο. Όμως, το όνειρο μόλις είχε αρχίσει.

Το δεύτερο και τρίτο φιλί Εκείνο το βράδυ στο Χάνι, Παρ’ ολίγο αυλαία πριν καν αρχίσει η παράσταση. Όχι πια στο παιδί! Όχι στα «όχι» προς χάριν και μόνον του «όχι»! Όμως, στα λίγα βήματα προς τα’ αυτοκίνητο, ανέλαβε πρωτοβουλία το στενό σου παντελόνι. Το δεύτερο φιλί δεν ήταν μόνο τρυφερό. Κι όσο για το τρίτο; Τελετουργία! Ατέλειωτη σπονδή σε μια θεότητα που, παραδόξως μέσα στο σκοτάδι, μου φάνηκε σαν πορφυρό, λαίμαργο στόμα. Ώσπου, κάποια στιγμή, κατάλαβα τις οιμωγές σου, το σπαραγμό γι’ αυτό που πέθαινε και τις ωδίνες ενός πρόωρου τοκετού. Συμβολικά έστω σεβάστηκα το καταδικασμένο που θρηνούσες και τη γέννα που ζητούσε την ώρα της. Δεν ήταν κατά γράμμα, έρωτας. Ήταν μια θριαμβευτική εισαγωγή στην Ιεροτελεστία της Άνοιξης.

Μικρό και πρόωρο Προσφέρθηκες να το γιατρέψεις μα δε χρειάστηκε να κουραστείς. Η ίαση ήρθε αιφνιδίως από μόνη της όταν, χωρίς πια ενοχές κι αναστολές, μ’ άφησες να φωλιάσω στη θερμοκοιτίδα σου χωρίς ευλάβεια, αιδώ και συστολές. Και τότε ο σκώληξ απεδείχθη προσωπείο ενός μικρού, ορμητικού κριού.

Παράπονο άνευ λόγου Ζήλεψες τη «Γονιμοποίηση». Τόσος πόνος, σπαραγμός, δράμα-μελό να μην ήτανε για σένα! Θέμα τύχης, όπως ούτε κι οι δικοί σου ολοφυρμοί ήταν για μένα. Θα μπορούσα ίσως να παραλλαχτώ, ξεγελώντας και τον εαυτό μου. Όμως, θαρρώ, μόνο το αυθεντικό, το όντως άλλο λιώνει την πανοπλία του παλιού κι αποκαλύπτει την ευάλωτή του γύμνια. Άλλωστε, εσύ είχες αντίπαλο ένα φάντασμα, ενώ εγώ, τα ανεξίτηλα λουλούδια που χάραξαν στο στήθος σου αληθινοί δεξιοτέχνες του τατουάζ. Η μόνη μας ελπίδα, και το ξέραμε, δεν ήταν να τους σβήσω όλους αλλά να τους εμπεριέξω, ώστε να συνεχίσεις να τους αγαπάς. Όλους σε ένα: Σ’ ε μ έ ν α .

Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντα Παλάτια, πύργους, αυτοκίνητα, κοσμήματα και διάφορα άλλα αναλώσιμα ακόμη και να τα ‘χα, δε θα στα ‘δινα γιατί αυτό που ήθελα εγώ, δεν ήταν ανταλλάξιμο. Αλλά κι εσύ που με αποκαλούσες Σκρουτζ γιατί τσιγκουνευόμουνα τις δόλιες διαβεβαιώσεις, είχες βαθύτατη απέχθεια σε κάθε είδους αλλαγή, ανταλλαγή, συναλλαγή. Απλώς φοβόσουν να διεκδικήσεις αυτό που πράγματι χαρίζεται χωρίς κανένα, μα κανένα αντάλλαγμα.

Επιτέλους, έρωτας Μετά, ήρθε η πορφύρα. Που δεν ήταν αίμα. Ήταν τριαντάφυλλο. Που δεν ήταν ένα. Ήταν ροδώνας. Που δεν ήταν υπήνεμος. Ήταν παντιέρα ρόσα. Όμως, εσύ ανησυχούσες για την καθυστέρηση αυτής της ταπεινωτικής συνθηκολόγησης που ονομάζεις μύθο και που εγώ δεν αποδέχομαι, γιατί υιοθετώ το αναγκαίο της ισοπαλίας. Για μένα, το ανησυχητικό ήταν η καθυστέρηση του φάσματος που, όπως ξέρεις, φανερώνεται πέρα από το κόκκινο, το πράσινο ή το λευκό. Η Μάνη, οι Ροβιές, τα Κύθηρα, το Άστρος και φυσικά η Κηφισιά αντηχούν ακόμη τις ερωτικές κραυγές μας αλλά και τις βάρβαρες πολεμικές μας ιαχές. Η φιλία, χαμένη στο μέλλον. Κι αυτό, ενδεχομένως.

Οι στίχοι που μου αφιέρωσες Ποιήματα-γκρίνιες. Ποιήματα-αλήθειες: Ο φόβος, η ευπρέπεια, η παρουσία-απουσία, η μυθοκλαστική μου λογική, ο μύθος που βίωνες κατάμονη… Πάντως, ο ποταμός κυλούσε με ορμή κι εσύ δεν ήσουν ακριβώς «δίπλα στην κοίτη» ούτε κι εγώ, στην άλλη όχθη, παρατηρητής. Έρμαια του χειμάρρου και οι δυο είχαμε αφεθεί στο έλεός του, βέβαιοι πως κάποτε θα μας ξερνούσε στον πιο απύθμενο βυθό του Μη Ειρηνικού Ωκεανού.

Η μεγάλη λύπη Και ξάφνου, ήρθε πάλι το τέρας της χειμέριας νάρκης που το 'χα δαμάσει, που το 'χα ξεχάσει μα που καραδοκούσε ύπουλα στην άθλια σπηλιά του. Διάφανο, αδιόρατο, σα νηστικός κοριός, ξύπνησε μόλις οσμίστηκε το πλούσιο τσιμπούσι. Δε μ’ έσωσες από το τέρας - το ήξερες κι εσύ πως δε γινόταν - σίγουρα όμως χάλασες το όργιό του στο κρίσιμο αποκορύφωμα.

Ο σώζων εαυτόν σωθήτω (;) Μετά το νέο ναυάγιο, να με, ξανά-μανά, στην Άβυσσο, αδύναμος ν’ αντισταθώ στην υπέρτατη έλξη του πυρήνα. Οι ανεμώνες κι οι ιππόκαμποι, ανύπαρκτοι ή αθέατοι. Μια μόνο στιγμή πριν το πλαγκτόν, κομμένο στα δυο από ένα σφυροκέφαλο, εσύ, γοργοτάξιδο δελφίνι του Αρίωνα, με σήκωσες στη ράχη και μ’ ανέβασες στο φως. Με ταξίδεψες σ’ απέραντα πελάγη, πάν’ από κύματα-γκρεμούς, ήλιους-υψικαμίνους, νύχτες-μπαμπούλες, μαινόμενους Αιόλους, με πείνα, δίψα κι ανεπούλωτες πληγές. Κάπου-κάπου, ξέρες για λίγο ξαπόσταμα και άδειους έρωτες κι ύστερα πάλι, σχεδόν απέλπιδο κολύμπι, ώσπου διακρίναμε στο βάθος μια σκιά. Να ήταν άραγε στεριά ή μήπως όραμα χαμένου στη Σαχάρα; Υπήρχε κάποια ελπίδα να πιστέψουμε και ίσως να σωθούμε. Όμως εσύ, γοργόνα που έψαχνε το Μεγαλέξανδρο, τι τον ήθελες το ναυαγό που, στην καλύτερη περίπτωση, θα είχε εφεξής ξύλινα πόδια;

ΜΙΚΡΕΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ

Απόσπασμα από ένα γράμμα Κάποτε, ίσως ψάξω πάλι στις σπηλιές των λέξεων το νέο καταφύγιό μου. Όμως τώρα, μη μου ζητάς να μιλώ. Αν θέλεις να με βρίσκεις, σώνει και καλά, ανάμεσα σε δυο φιλιά, δυο χάδια, δύο έρωτες, ψάξε με μέσα στην άυλη ουσία που μέσα της γεννιούνται τ' άστρα και κολυμπούν οι κεραυνοί: Στον άπειρο κόσμο της σιωπής.

Η ωραία και το τέρας Αν φεύγω κάπου-κάπου, είναι για να ξανάρχομαι. Δε φεύγω μακριά, μη θαρρείς. Χαμένος μέσα μου είμαι. Χωμένος στο καβούκι που με συνοδεύει σαν κατάρα από τότε που οι μοίρες έσκυψαν στο λίκνο μου. Ξέρω πόσο σε τρομάζει αυτή η αηδιαστική πλευρά μου της χελώνας. Όμως η αγάπη δεν είναι που μεταμορφώνει τα τέρατα σε πρίγκιπες;

Έλλειψη συνοχής Η Χαρίκλεια, η άλλη Ελένη κι εσύ. Ανάμεσά σας, τεράστιες οι αποστάσεις! Πώς να παραγεμίσω τα κενά, τις τρύπες που με καταπίνουν κάθε νύχτα; Λες η αγάπη να μετρά και αναδρομικά;

Ερωτικά Α Εφτά ρήματα υψίστης σημασίας: Εφάπτομαι, εισέρχομαι, γλιστράω, βουλιάζω, χάνομαι, αιωρούμαι και πετάω. Β Όποτε το σάλιο μου αναμιγνύεται με το γλυκόξινο χυμό του λωτού σου, πλέκεται γύρω μου ένα μετάξινο κουκούλιπου μέσα του μεταμορφώνομαι σε χρυσαλίδα. Γ Σε ποιο σημείο του κορμιού σου οδύρεται κάποιος τελώνης; Θα του χαρίσω γενναιόδωρα τη βασιλεία των ουρανών. Δ Απ’ την πατούσα, νομίζω, η ευλάβεια φτάνει πιο γρήγορα στο προσκυνητάρι. Ε Αν, σε κάποιες στιγμές παροξυσμού, σ’ αποκαλώ όπως αυτές τις δύστυχες του δρόμου, το λέω με την έννοια του όρου πριν εκπέσει. ΣΤ Κολυμπώ, έρπω, περπατάω, πετάω μα πάντα νοσταλγώ την απώτατη καταγωγή μου. Μονάχα στον υπήνεμο κόλπο σου γίνομαι πάλι πρωτόζωο. Ζ Προσοχή! Τώρα, τα κύτταρά μας αλληλοπεριέχονται. Κανένας δε μπορεί να αγνοήσει ατιμώρητα αυτή τη στενή συγγένεια αιμοσφαιρίων.

Ερωτικό (Παραλλαγή για τραγούδι) Στου έρωτα το ογκώδες λεξικό έξι μονάχα ρήματα μετράω: Εφάπτομαι, εισέρχομαι, γλιστρώ, βουλιάζω, αιωρούμαι και πετάω! Kουκούλι γύρω μου μεταξωτό. Μεταμορφώνομαι σε χρυσαλίδα. Μαζί σου τρέχω, φεύγω και πετώ χωρίς προορισμό, χωρίς πυξίδα. Στου έρωτα το ογκώδες λεξικό τα ρήματα ανάποδα μετράω: Πετάω, αιωρούμαι, περπατώ, μετά γλιστρώ, βουτώ και κολυμπάω. Στην άβυσσο του κόλπου σου ορμώ, στα βάθη, στην αρχέγονη πηγή μου. Γυρίζω πάλι εκεί που νοσταλγώ, στην μονοκύτταρη καταγωγή μου.

Κουκούλι για δύο Σκιά-θλίψη. Σκιά-πρόκληση. Κουκούλι κατασκότεινο. Έξω πετούν τ’ ανώφελα κουνούπια. Μέσα, ο φόβος, η ασφυξία, η αναμονή, ο νόμος των μικρών πιθανοτήτων! Θ’ αντέξουν άραγε οι σκώληκες μέχρι να γίνουν χελιδόνια;

«Δυο που αγαπιούνται, είναι πολλοί» Είναι στιγμές που νιώθω πως είμαστε «μόνοι, ολομόναχοι», σα φυγάδες δεμένοι με τις ίδιες χειροπέδες, καταραμένοι να μη μας ξεκολλά ούτε η σύγκρουσή μας κι ευλογημένοι να ‘μαστε πάντα μαζί, οι τελευταίοι σ’ ένα κόσμο που χάνεται ή ίσως, οι προάγγελοι του κόσμου που μέλλεται να ‘ρθει σ’ ένα, σε πέντε, σ’ εκατό αιώνες, σε ένα κόσμο που ίσως δεν υπάρχει παρά μόνο στα όνειρά μας, ευτυχισμένοι μες την δυστυχία μας, σα δυο πουλιά που δε μπορούν να ξαποστάσουν, παρά μονάχα το ένα μες στην αγκαλιά του άλλου. Αλλά κι αυτό κάτι είναι. Η μάλλον, έχεις δίκιο, είναι πάρα πολύ. Άσε που μπορεί να είναι και το παν.

«Δυο που αγαπιούνται, είναι πολλοί» (Παραλλαγή για τραγούδι) Είναι στιγμές που νιώθουμε δεμένοι μεταξύ μας, με χειροπέδες που δε σπα ούτε η σύγκρουσή μας. Οι τελευταίοι σε μια μάχη ηρωική ή ίσως, πρώτοι-πρώτοι στη σειρά τους, σε ένα κόσμο που μπορεί να έχει χαθεί, ή δεν υπήρξε παρά μόνο στα όνειρά τους. Σα δυο πουλιά καθηλωμένα στη φωλιά, χωρίς φτερά, βαριά τραυματισμένα, το ένα τ’ άλλου παρηγόρια κι αγκαλιά, δυστυχισμένα και μαζί ευλογημένα. Όμως κι αυτό μπορεί να είναι ήδη πολύ, και όλα τ’ άλλα μάλλον περισσεύουν. Όταν οι δύο αγαπιούνται, είναι πολλοί. Τι άλλο να ζητούν, τι να γυρεύουν;

ΣΧΟΛΙΑ

Αστεία διστιχάκια για λαίμαργα παιδάκια - Σου χαρίζω ένα βουνό. - Δώσε μου τον ουρανό! - Να σου δώσω το αηδονάκι; - Όχι, θέλω ένα γεράκι! - Πάρε τότε ένα φιλί. - Θέλω κάτι πιο πολύ! - Την καρδιά μου τη μεγάλη; - Τέτοιες μου χαρίσαν κι άλλοι! - Να σου πάρω παγωτό; - Θέλω το Λυκαβηττό! - Κοίτα τι ωραίο βιβλίο! - Θέλω βιβλιοπωλείο. - Το φεγγάρι να σου δώσω; - Είναι κρύο, θα παγώσω! - Παρ’ τον ήλιο τον καυτό. - Δώρο εσύ το λες αυτό; - Πάρε τότε όλο το βιος. - Είσαι Σκρούτζης, είσ' Οβρηός! - Μα δεν έχω άλλο να δώσω. - Να μην ήσουν βλάκας τόσο!

Μπέσα-μπαμπέσα Το μάθαμε στο Πάντειο. Η υπόσχεση είναι δάνειο κι όποιος κάτι υποσχεθεί, το ‘χει κιόλας χρεωθεί. Το λέει κι η τηλεόραση. Η κάθοδος στην κόλαση είναι δρόμος με υποσχέσεις που παρέμειναν προθέσεiς. Xρεοπίστωση μηδέν λέει ο νόμος κι έτσι δεν θ’ αποφύγεις να πληρώσεις κι όσα τάζεις, θα τα δώσεις.

Αλληλοδιαψεύσεις Εσύ καυχιόσουν πως τα ξέρεις όλα (και τότε εγώ σε βάφτισα Ξερόλα) κι εγώ, χάριν αντίθεσης, σ' αρνιόμουν (το λάθος προφανώς ήταν δικό μου). Εγώ, αγκιστρωμένος στο θετικισμό (μου καταλόγισες περίπου κυνισμό) κι εσύ, προσηλωμένη στα όνειρό σου (το λάθος και δικό μου και δικο σου). Κάποτε βγάλαμε τις παρωπίδες (σε είδα πιο καλά κι εσύ με είδες) σύμφωνοι πια στην κοινή παραδοχή πως είμαστε, όπως πάντα, στην αρχή. Θέσεις, συνθέσεις κι διαλεκτικές (αν και βεβαίως μοιάζουν λύσεις βολικές) δε θα μας σώσουν απ’ την τυραννία (η Αντίφαση, κρυμμένη στη γωνία).

Κυβισμός Το ‘πε νομίζω ο Μπρακ ή ο Μιρώ. Ποτέ δε μας αφήνει να το δούμε αυτό που πάρα-χρησιμοποιούμε. Μόνο μετά τη χρήση, γίνεται φανερό. Να γιατί σε μάλωνα με οργή, όταν με πάρα-χρησιμοποιούσες. Δεν ήξερα ακόμη πως ζητούσες ένα καινούριο πλοίο για μια νέα φυγή. Όμως κι εγώ δε σ’ είδα καθαρά. Καθώς στο σώμα σου ασελγούσα, σα δεκανίκι πάνω του ακουμπούσα, για να βαδίσω στη ζωή μου πιο γερά. Όταν, στο τέλος, μείναμε εκποδών και πλέον χρησιμότητα καμία, ντυθήκαμε την ιερή μανία και να μας στην αρχή και καθ’ οδόν.

Αυτόματη γραφή Οι στίχοι σου σαφώς δεν έπονται πολύμηνων κυήσεων και επωδύνων τοκετών κι ούτε των βασανιστικών λεπτουργιών που κατέτρωγαν τις νύχτες των μεγάλων ποιητών μας. Όμως, ξέρω: Τίποτα δε γίνεται απ’ το τίποτα κι απλώς η χάρη των δωρεοδόχων που σου δόθηκε, μοιάζει να συντομεύει τις διαδικασίες, έτσι που, με τη φυσική ευκολία της ροδιάς, δένεις σε εύχυμα ρουμπίνια τα σπέρματα πασών των γενεών. Αλλά, υποψιάζομαι, κι αυτό δεν είναι ανώδυνο. Έχει προηγηθεί μια μυστική κυοφορία, τα κοιλοπόνια έχουν πλήρως προκαταβληθεί και οι γραφές σου δεν είναι παρά τόκοι γενναίων καταθέσεων. Ούτως ή άλλως, όμως, ζηλεύω το δικό σου ορυχείο αδαμάντων γιατί η δική μου λιμνοθάλασσα μόνο καλλιεργημένους μαργαρίτες παράγει σπανίως και, μάλιστα, όχι τόσο λαμπερούς.

Allure Δε γελιέμαι. Αυτή η allure στο βάδισμά σου, η στάση του κορμιού, όρθιου ή ξαπλωμένου, δεν είναι ηθελημένη. Θα φαίνονταν, όπως σε μένα όταν κουράζομαι. Όρθια ψυχή υποδηλώνει αυτή η ακαμψία της μέσης, καθώς κι αυτή η πλήρης απουσία λικνισμού. Κράτα λοιπόν ψηλά τη σημαία. Ποτέ μεσίστια, ποτέ υποστολή! Ψηλά, ακόμη κι όταν πέφτει ο ήλιος. Οι σημαίες κυματίζουν και τη νύχτα.

Έρως ανίκατε μάχαν (;) Θαρρώ πως τίποτα δεν εξηγεί καλύτερα το μυστήριο των μαγνητικών πεδίων από αυτούς τους ασύστολους έρωτες που έρχονται μετά τις καταιγίδες. Δεν είμαι πια καθόλου βέβαιος για τη διαδοχική σειρά του έρωτα και της αγάπης. Δεν είμαι καν βέβαιος πως υπάρχει κάποια σχέση, εκτός κι αν αγάπη δεν είναι παρά μόνο οι σύντομες ανακωχές ανάμεσα σε λυσσαλέες μάχες. Άλλοτε πάλι ο έρωτας με παραπέμπει σ’ επιδέξιο σχοινοβάτη. Πάνω στο νήμα-κόψη ξυραφιού, με μόνο το κοντάρι του, ζυγίζεται κι αν πάψουν τα δυο άκρα να ισοβαρούν, χάνει την ισορροπία και τσακίζεται. Μου φαίνεται πως τελικά ο έρωτας είναι παιδί ενός ατέρμονου πολέμου κι αν υπάρξει ποτέ νικητής, πρώτος νεκρός, ο φτερωτός θεός κι όλοι οι στρατοί, χαμένοι.

Η αντικειμενικότητα της ομορφιάς Ποιος είπε πως η ομορφιά ειν’ ετοιμοπαράδοτη κι από Θεού δοσμένη; Η ομορφιά, καλή μου, ανήκει στην αράχνη και κάπου-κάπου η χάρη της δίνεται και σ’ αυτούς που εμπλέκονται - εθελουσίως βέβαια –

στον ιστό της.

Ο αέρας είναι που βροντά την πόρτα Α Κανένας Ζίγκφριντ, Λούκυ Λουκ, Ταρζάν, Ζορό, πολλώ δε μάλλον, ο παροπλισμένος Δον Κιχώτης, δε θα σε σώσει, Δουλτσινέα, από τον πύργο του αυτο-εγκλεισμού σου για να μπορέσει να σωθεί κι ο ίδιος. Άνοιξε, τουλάχιστον, ένα παράθυρο! Β Όταν, έστω και μία ηλιαχτίδα βρίσκει κάποια ρωγμή στο σκοτεινό κελί μας, είναι μια σοβαρότατη ένδειξη, όχι τόσο ενός εξαίσιου ήλιου, όσο του διαπερατού μας. Γ Όπως με διαβεβαίωσε ο πάτερ-Φρειδερίκος, όλες οι αμαρτίες συγχωρούνται την ίδια τη στιγμή της θείας μετάληψης. Το μόνο που προϋποθέτει καθαρτήριο, είναι το μέγα αδίκημα της προκατάληψης. Δ Ωστόσο, υπάρχουν και μύθοι ανεξίθρησκοι και μάλιστα σωτήριοι, όπως: ο ταπεινός ονίσκος της γιαγιάς, ο φτερωτός κέλητας μα και ο έρπων Ροσινάντε, η ιπτάμενη τριήρης του Ομήρου, το βαθυσκάφος του Κουστώ, οι φαντασμαγορικοί δίσκοι των πλανητών… Δεν θυμούμαι τώρα άλλους, όμως σίγουρα υπάρχουν. Και όλοι τους έχουν κάτι κοινό: Παίρνουν επιβάτες δίχως εισιτήριο και πάντα, πάντα, πάντα, - μετά την κρουαζιέρα - τους αποβιβάζουν στο σημείο επιβίβασης. ΣΤ Αλλά, κι ο λύκος που φορά προβιά ονείρου μπορεί να γίνει ακίνδυνος και ίσως, διασκεδαστικός. Αν ξέρεις τι κρύβεται στη μάσκα του, μπορείς να παίξεις μαζί του κρυφτούλι. Μα να παίξεις! Όχι να τον πάρεις σοβαρά! Αντίθετα, το όνειρο θέλει εμπιστοσύνη. Γιατί όπως κι εσύ το είπες μ’ άλλα λόγια, το όνειρο είναι αερόστατο. Όποιο και να ‘ναι το βεληνεκές του, ακόμη κι αν σε βγάζει εκτός ατμόσφαιρας, το όνειρο είναι οξυγόνο από μόνο του. Κι όσο για τα "πολλαπλά κατάγματα", πρέπει να τα φοβάσαι μόνο αν πάσχεις από ανίατη οστεοπόρωση.

Άσκηση ελευθερίας Αγαπημένη της ανατροπής, ευλογημένη και η κατεδάφιση, δε λέω, όταν μάλιστα ισοπεδώνει σαθρά οικοδομήματα. Όμως, τίποτα δε βλέπω πιο γενναίο απ' το να οικοδομείς στη θέση ερειπίων. Στο κάτω-κάτω κι η ελευθερία κάπου πρέπει να στεγάζεται. Σ' ένα γράμμα, σε μια λέξη, σε μια πρόταση. Σε κάτι τέλος πάντων που να αίρει τη σαν αερίου τάση της να εξουσιάζει τον όποιο προσφερόμενο χώρο.

Επιτέλους, διάλεξε Μέδουσα που παλινδρομείς μέσα στο "ναι" και στ' "όχι", τα χρώματα της Ίριδας δεν πιάνονται σ' απόχη. Διάλεξε δρόμο, διάλεξε χρώμα. Ρίζωσε κάπως σε κάποιο χώμα. Πουλάκι αποδημητικό που ψάχνεις για πατρίδα, κι οι ουτοπίες κάποτε χρειάζονται πυξίδα. Διάλεξε δρόμο, διάλεξε τόπο. Ρίζωσε κάπου με κάποιο τρόπο. Χώμα μου που μοσχοβολάς σε κάθε πρωτοβρόχι, τ’ απατημένα όνειρα μας πνίγουνε σαν βρόγχοι. Διάλεξε όνειρο, διάλεξε πάθος. Βούλιαξε μέσα του μέχρι το βάθος.

Επέτειος (ή 11 χρόνια, μαζί και χώρια) 11 χρόνια, πλάι-πλάι μα και χώρια, τα δύο Ι συνεχίζουν κι επιμένουν να στέκουν όρθια με βροχές και μ’ αγριοβόρια, κι εκεί, στο ίδιο πόστο, ακλόνητα να μένουν. Χωρίς προσθήκες μα και δίχως αφαιρέσεις, χωρίς πολλαπλασιασμό μα ούτε διαίρεση και - σε σπάνιες μονάχα εξαιρέσεις - με κάποια φωνηέντων εύηχη συναίρεση. Και ούτε συν, ούτε και πλην, ούτε εντός, ούτε δια, επί, υπό, ανά, κατά, ούτε χωρίς, ούτε και με, ούτε εκτός, μα μόνο - σπάνια και πού - επί τ’ αυτά. Σα δίδυμο κιόνων Δωρικού ρυθμού που ψάχνουν στο κενό μια υποψία ονείρου, στην κορυφή καμένου, φαλακρού βουνού, κοιτώντας μακριά, στα όρια του απείρου. Σαν ακροβάτες έστω που αεροβατούν, χωρίς καν από κάτω δίχτυ ασφαλείας, που «τάν ή επί τάς» λένε κι ορμούν σε επικίνδυνες ασκήσεις ακριβείας. Ο ένας πηδάει στο αβυσσαλέο κενό κι ο άλλος τον αρπάζει από το χέρι για να τον σώσει από βέβαιο χαμό μα να μη μείνει και ο ίδιος δίχως ταίρι. Αυτή ‘ναι ίσως η «έννοια του ζευγαριού» και η «φιλία» που ήταν πάντα τ’ όνειρό μου. Το μόνο «ίσον» πάσης πράξης και καιρού το βρίσκεις, μάλλον, σε ισορροπίες τρόμου.


ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΕΣ ΑΦΙΕΡΩΣΕΙΣ Ω πατέρα που ανύπαρκτος είσαι!…Όσοι μέσα τους χάνονται, αποδιωγμένοι είναι από τους πατέρες και απόβλητοι απ’ τον κόλπο των μανάδων. Rainer Maria Rilke, ΤΟ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΙΩΝ .................................................................... ΑΝΕΞΟΔΗ ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ (στους Α. Μανωλάκο και Γ. Κλωνιζάκη) Πόσο αισχύνομαι, νέε μου φίλε και σύντροφε Αριστείδη, για τον ελάχιστο και ασφαλή «ηρωισμό» μου που δεν τον πλήρωσα, όπως εσύ, με ξύλο της αρκούδας. Όσο για σένα, παλιέ συμμαθητή και φίλε Γιάννη, ντροπή μου που ούτε τσίλιες δε μπορούσα να φυλάξω, σ’ εκείνη την απόπειρα της τυραννοκτονίας. Και σας παιδιά, νεκροί και ήρωες του Νοέμβρη, νιώθω όνειδος που μόνο σαν τουρίστας σας έβλεπα πίσω από τα κάγκελα της αυτοκαταδίκης. Βλέπετε, είχα σύζυγο, γονείς, μικρά παιδιά και άλλες ύψιστες υποχρεώσεις, ενώ εσείς, τάχα, δεν είχατε να χάσετε παρά μονάχα μια ξερή κι ανόητη ζωούλα. Πού ‘ναι «τα φοβερά μου όπλα που θα έστρεφα εναντίον τους»; Λόγια, μονάχα κούφια λόγια, γραμμένα σε χαρτί, μέσα σ’ ένα γραφείο μ’ άψογο κλιματισμό. Αν έχει, τώρα πια, έστω και λίγη σημασία, ζητώ συγγνώμη!

ΠΡΟΣΕΥΧΗ Γ (Στον «εξάδελφο» Κώστα Κουτσουρέλη) Θεέ μου, πώς θα’ θελα να μου ‘δινες Εσύ και όχι οι φίλοι οι συγγενείς ή οι κριτικοί, έστω και την ελάχιστη ένδειξη πως δεν ήμουν, δεν είμαι ή δε θα’ μαι πάντα παρά ένας ακόμη θορυβώδης παφλασμός παμπάλαιων και όχι πια κρυστάλλινων νερών!

ΟΥΡΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ (Στο δικό μου Επέκεινα) Γηράσκω. Διδασκόμενος, ελπίζω. Περιέργως, επιστρέφω στην αρχή και στις αρχές. Επαληθεύω την αντίστροφη μέτρηση που υπαινίσσεται το ξετύλιγμα του μίτου μου. Βλέπω τις αντιφάσεις, τις μεταστροφές, τις μικρές ή και μεγάλες προδοσίες μου και καμαρώνω για την ασυνέπειά μου. Βλέπω τα λάθη μου και χαίρομαι - θέλω να πω, χαίρομαι που τα βλέπω - μα πιο πολύ, απολαμβάνω τη νέα απληστία μου. Δε μου αρκούν τα κεκτημένα μια που αυτά δεν είναι δώρα του Αιόλου και δε φουσκώνουν επαρκώς το φλόκο της εξόδου. Για μια σίγουρη πλεύση προς τη μήτρα, έχω τώρα ανάγκη από δυνατούς ανέμους: Σιμούν, Δίνες, Τυφώνες, Στροβίλους και Κυκλώνες.

ΣΧΕΔΙΟ ΠΛΕΥΣΗΣ (Στη δική μου μικρή Οδύσσεια) Ακόμη κι οι παλινωδίες είναι θεμιτές, αν όχι επιβεβλημένες. Το καταστρεπτικό, το ανεπανόρθωτο είναι οι προσαράξεις σε ύπουλους υφάλους. Αν όμως ξέρεις να τους παρακάμπτεις ή έστω αν πετυχαίνεις έγκαιρη εκκάθιση, ο πλους σου είναι, περίπου προδιαγεγραμμένος: Αρνιέσαι το σίγουρο αραξοβόλι,σηκώνεις τα κόκκινα πανιά και, με τ’ απόγι του ονείρου σύμμαχο, σαλπάρεις για τη θάλασσα των μεγάλων παφλασμών. Περνάς, ξαναπερνάς Κάβο Μαληά, Τρίγωνο των Βερμούδων, πολύφθαλμους Πολύφημους, άφθονα παραδείσια νησιά ποιμνίων και αναρίθμητες σειρήνες-ανεμώνες, μέχρι που κάποιο κύμα σε ποντίζει στον κόλπο των μεθυστικών λωτών. Ωραίο λιμάνι, αλλά δεν είναι παρά ύφαλος. Αργά ή γρήγορα, έρχεται η παλίρροια-μνήμη και, βοηθούντος του αναθρώσκοντος καπνού, φουντάρεις τη πραμάτεια-σαβούρα σου και ξεκολλάς. Αν, στο καινούριο σου ταξίδι, έχεις την εύνοια του φτερωτού θεού αλλά και του άλλου θεού, του λυροφόρου, ο άγριος Ποσειδώνας αποσύρεται και τότε φτάνεις γρήγορα στον Κόλπο των Προσφύγων, εκεί που δέχονται τα πλοία ανεξαρτήτως σημαιών, ακόμη και αυτά των πειρατών και των απάτριδων. Φορτώνεις το καράβι σου με νέα εφόδια, θέλω να πω με νέες χίμαιρες, αμεταχείριστες, και αρμενίζεις πάλι για τον τελικό προορισμόπου βέβαια δεν τον υποψιάζεσαικαι μόνο όταν φτάνεις, διαπιστώνεις πως έχεις ήδη κάνει το γύρο της γης.

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΙΩΑΝΝΗ - ΚΑΡΟΛΟΥ Α Μακάρι να μην είναι ακόμη αργά, αλλά πολύ φοβούμαι, η εξαγγελθείσα υπό του προφήτου εξαθλίωση έρχεται, έρπει ύπουλα, μοιραία, αναπότρεπτα, παραλλαγμένη σε κούφιο ουγγαρέζικο άλογο, που - οποία αφροσύνη! – εμείς οι ίδιοι σύρουμε μέσα στα τείχη. Β Κάτω τα φέουδα! Κάτω τ’ αφεντικά! Νενικήκαμεν! Τώρα, καθένας μας είναι περιχαρακωμένος στο δικό του φέουδο των όσων τετραγωνικών. Γ Και δεν είναι πια οι τεκτονικές πλάκες αντίπαλες.- ποιες πλάκες, πού τα όριά τους; - Αντίπαλοι είναι πάλι ο Διάβολος και ο Θεός κι η μόνη ελπίδα που ίσως απομένει, είναι η επαλήθευση του άλλου εξαγγελθέντος, του περί εξιλαστήριας ντροπής. Που απλά σημαίνει πως τυχόν νέα έκρηξη της Αίτνας δε θα οφείλεται πλέον στην πίεση της λάβας μα στην άνοιξη που αφυπνίζει τις αρκούδες. Δ Έχω στο νου μου δύο νέες πολιτείες που δεν είναι καν δημοκρατίες. Η μια προϋποθέτει τέλος στη βαρύτητα κι η άλλη, πλούσια ποικιλία ηλιοτροπίων. Εκτός βέβαια, κι αν όλα τα λουλούδια επιβάλλεται να έχουν αποχρώσεις του ενός, ή αν ένας αναπότρεπτος λιμός αναγκάσει και τα πετεινά ν’ αλληλοτρώγονται.

ΡΑΣΠΟΥΤΙΝΙΚΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ (Στο στοχαστή Νίκο Δήμου, χωρίς ίχνος υπαινιγμού) Αν υπάρχει ισοζύγιο στο ύψος και στο βάθος, τότε οι αλιείς μαργαριτών του Ειρηνικού είναι οι πιθανότεροι κατακτητές του Έβερεστ. Κάτι μάλλον ήξερε κι ο γλάρος Ιωνάθαν, όταν προεξοφλούσε το ύψος κάθε πτήσης με τον ίλιγγο κάθε προηγούμενης βουτιάς. Θα μπορούσε ίσως κι ο γιος του Δαιδάλου ν’ αποφύγει την οργή του Φαέθωνα, αν είχε έγκαιρα λουστεί στα Ικάρια ύδατα. Αντίθετα με τα ευέλικτα δελφίνια, οι οκνοί οκτάποδες των σκοτεινών βυθών μπορεί μια μέρα να εκτοξευθούν στο διάστημα. Βεβαίως, ο Ρασπούτιν ήταν δόλιος. Ο πάτος της λίμνης που συμβούλευε, δεν ήταν σωτηρία. Ήταν βόρβορος! Μονάχα αν κανείς βουλιάξει σε άβυσσο διαυγή που διατηρεί έστω και μια υποψία φωτός, μπορεί ίσως, κάποτε, να γίνει εξαπτέρυγο.

TEL EST NOTRE PLAISIR (Σε όλους όσους αφορά) Τα δελφίνια ήταν, θαρρώ, που κήρυξαν την επανάσταση και μετά προσχώρησαν όλα τα ζωντανά της γης, από τις ταπεινές πατάτες έως τους ουρανοξύστες-μπαοπμπάμπ κι από τους μύκητες έως τους αετούς και τους ελέφαντες. Μετά την πλήρη επικράτησή τους, έστησαν δικαστήριο στον Άρειο Πάγο τ’ ουρανού, μελέτησαν προσεκτικά εκατομμύρια δικογραφίες, κάλεσαν κι άκουσαν μάρτυρες ζώντες και νεκρούς, διόρισαν υπερασπιστές πολλούς μεγάθυμους θεούς και μετά από μια άψογη ακροαματική διαδικασία, αποσύρθηκαν, συσκέφτηκαν κι εξέδωσαν την κάτωθι ετυμηγορία: Καταδικάζονται: Οι πλούσιοι δεσποτάδες

   ν’ αλυσοδεθούν με τα χρυσά τους περιδέραια.

Οι δικαστές της αδικίας

   να φοράνε και στον καύσωνα πολυτελή γουνάκια.

Οι δημοσιογράφοι-παπαγάλοι

   να πίνουν το μελάνι τους αντί νερού.

Οι έμποροι ονείρου

   να βαράν από μια «δόση» κάθε μέρα στο πετσί τους.

Οι μεγαλόστομοι εθνοπατέρες

   να βουλιάζουν στις άδειες υποσχέσεις τους.

Οι γαλονάδες του πολέμου

   να τρέμουν για τα τέκνα τους στο μέτωπο.

Οι τραπεζίτες κι οι χρηματιστές

   να κολλήσουν το μεγαλοκυτταροϊό του Μίδα.

Οι πουλημένοι μπάτσοι

   να φορούν ισόβια τις χειροπέδες τους.

Οι εφοπλιστές των ναυαγίων

   να κωπηλατούν, αλυσοδεμένοι, σε γαλέρες.

Οι κάλοι-managers κι επικοινωνιστές

   ν’ αποστηθίσουν Ηλιάδα και Οδύσσεια.

Και μαζί μ’ αυτούς και όλοι οι άλλοι, νέοι, γέροι και παιδιά ανεξαιρέτως,

   να κλειστούν, μέχρι να οριστεί νέα δικάσιμος, στο Καθαρτήριο! 

Ελεύθεροι να μείνουν - αλλά κι αυτοί με αναστολή -

 οι έμπρακτα μετανιωμένοι γέροντες, 
   οι τρόφιμοι ψυχιατρείων, 
     οι αντάρτες κι οι ουτοπιστές απανταχού της γης 
       και τα βρέφη που δεν πρόλαβε να σφάξει ο Ηρώδης.

Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ ΚΙ Ο ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ (Στην αγαπημένη κόρη μου Πηνελόπη) Ποιος είπε πως ο τζίτζικας καλοπερνά; Χρόνια και χρόνια σέρνεται ο δύσμοιρος, σαν το σκουλήκι-μέρμηγκα κι αυτός, στο υπόγειο αμπρί του και μόνο ένα καλοκαίρι γλεντά τον ήλιο και τον έρωτα. Δεν είμαι με τον Αίσωπο μα μήτε και μ’ αυτούς που λένε το τζιτζίκι ανέμελο τραγουδιστή και «γκομενιάρη». Με τους σεμνούς εργάτες, τα φτερωτά, στο τέλος τους, μυρμήγκια και τζιτζίκια, επιμένω να ‘μαι

ΜΕ ΡΕΓΟΥΛΑ (Στο σπουδαίο ποιητή και ζωγράφο Γιώργο Μπαδόλα) Αγαπημένε φίλε, ρούφα τη Χαρά, αργά-αργά, γουλιά-γουλιά,και μην την εξαντλήσεις. Αυτή είναι δα μικρή, δεν ξέρει.

Σου δίνεται ολόκληρη, μέχρι τον πάτο. Μέχρι να μείνει ένα κατακάθι, όπως εκείνο το φαρμάκι του σκέτου και πολύ πικρού καφέ! Κι αν ο καφές σου βρίσκεται στο τέλος, χάρισε σ’ άλλον τη Χαρά και ρούφηξε ένα νέο, ολόφρεσκο, πολλά-πολλά βαρύ κι ολόγλυκο καφέ.

ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ (Στη φίλη μου κυρία Λίζη Στρατηγοπούλου) Τα απλά απλώς συντίθενται σε φρόνιμες κι ευτυχισμένες αρμονίες. Τα σύνθετα, τ’ αντίθετα, τα συγκρουόμενα είναι που αλληλοσυμπληρώνονται και, είτε συμβιώνουν σε ευαίσθητες ισορροπίες, είτε συμφύρονται σε θλιβερά, άχρωμα γκρι. Όμως, όλα μαζί φτιάχνουν το πάμφωτο λευκό που, άλλοτε λάμπει πάνω σ’ ετερόφωτα, άλλοτε ιριδίζει στις σταγόνες της βροχής κι άλλοτε - φευ! - εξαφανίζεται στο μαύρο σάβανο του χάους.

ΟΛΑ ΚΑΛΑ! ΟΛΑ ΚΑΛΑ; (Στο σπουδαίο Γιάννη Αγγελάκα - φτωχή απομίμηση) Έχω ακόμα τους γονείς μου, έχω παιδιά. Μόλις γεννήθηκε το δεύτερό μου εγγόνι. Όλα, που λένε, είναι καλά. Όλα καλά! Όμως, εμένα κάτι μέσα μου με λιώνει. Πώς να χαρώ αυτή τη νέα θαλπωρή που έρχεται στου βίου μου τη δύση, αφού κανένας δε φροντίζει ή δε μπορεί τις «τρύπες» που μας απειλούν να κλείσει; Έχω και σύνταξη και υγεία και δουλειά. Έχω και νέα, ωραία γυναίκα που μετράει. Όλα, που λένε, είναι καλά. Όλα καλά! Όμως, εμένα κάτι μέσα μου πονάει. Πώς να χαρώ αυτή τη νέα θαλπωρή που έρχεται στου βίου μου τη δύση, αφού κανένας δε φροντίζει ή δε μπορεί το νέο κατακλυσμό να σταματήσει; Μπορώ να κάνω ακόμα όνειρα πολλά. Χτίζω και νέο ωραίο σπίτι στην πατρίδα. Όλα, που λένε, είναι καλά. Όλα καλά! Όμως, για ‘μένα λιγοστεύει η ελπίδα. Πώς να χαρώ αυτή τη νέα θαλπωρή που έρχεται στου βίου μου τη δύση, αφού κανένας δε φροντίζει ή δε μπορεί τις πυρκαγιές ολόγυρα να σβήσει;

ΜΝΗΜΗ ΓΙΩΡΓΗ ΛΟΤΣΗ Ίντα γυρεύγεις Γιώργη επά εις την ξερομαδάρα; Τα στείρα μας εχάσαμε κι ήρθα να τα γυρεύγω κι έπιασ’ αντάρα στα βουνά και καταχνιά στσι ρίζες και περπατώ θλιφτά-θλιφτά και παραπονεμένα Ριζίτικο τραγούδι της Κρήτης Αγαπημένε φίλε, καλά με είχες προειδοποιήσει μ’ εκείνη την καλοσυνάτη ειρωνεία σου: Οι γιάπηδες που κουβαλάνε τις πολυτελείς παντούφλες τους ακόμη και στα ερημόσπιτα της Μάνης, το πιθανότερο είναι να φύγουν, φορώντας τις. Μόνο τα παλικάρια - σαν εσένα - ταξιδεύουν με τις αρβύλες της ισόβιας εκστρατείας τους! Περνώντας χθες απ’ την Πολιάνα, είδα τα δέντρα σου ν’ ανθίζουν πάλι και - επιτέλους - να ετοιμάζουνε καρπούς. Δεν πρόλαβες να τους γευθείς, μα σίγουρα πήρες μαζί σου τ’ άρωμά τους!

ΑΜΕΣ ΔΕ ΓΕΣΟΜΕΘΑ (Στη μεγάλη οικογένεια του πατέρα μου) Νικολάου του «Φιλομαθούς» και Ανθούλας της «Φιλανθούς» γίγνονται παίδες τρεις: Πρεσβύτερος μεν Παναγιώτης, νεώτεραι δε Ελευθερία και Ευτυχία. Παναγιώτη του «Λογίου» και Ελένης της «Μεγάλης Καρδιάς» γίγνονται παίδες δύο: Πρεσβύτερος μεν Νικόλας, νεωτέρα δε Πηνελόπη. Ελευθερίας της «Φιλοκάλου» και Ιωάννου του «Αγαθού» γίγνονται παίδες δύο: Πρεσβυτέρα μεν Αργυρή, νεωτέρα δε Ανθούλα. Ευτυχίας της «Οξυμόρου» και Πλουτάρχου του «Γαληνού» γίγνονται παίδες δύο: Πρεσβύτερος μεν Ηλίας, νεώτερος δε Αλέξανδρος. Αργυρής της «Καλής» και Περικλέους του «Πολεμικού» γίγνονται παίδες δύο: Πρεσβύτερος μεν Γιαννάκης, νεώτερος δε Ερμής. Ανθούλας της «Αγαθοτέρας» και Φραγκίσκου του «Ευγενούς» γίγνονται τέκνα πλείστα: Μη εξ αίματος μεν, προστατευόμενα δε. Νικόλα του «Λογιοτέρου» και Serena της «Ωραίας Ινδής» γίγνονται παίδες δύο: Πρεσβύτερος μεν Γιώτης-Akash, νεωτέρα δε Αθηνά-Asha. Ηλία του «Δι-φυούς» και Αθηνάς της «Φιλόπαιδος» γίγνεται παις εις: Πλούταρχος ο νεώτερος. Σύνολο ανιόντων, κατιόντων και εξ αγχιστείας: είκοσι και ένας! ΖΩΗ ΝΑ’ ΧΟΥΝ!

ΗΡΩΕΣ Ή ΑΝΤΙΗΡΩΕΣ; (Στον πατέρα και στη μάνα μου) Έκαναν «πολλά μικρά λάθη ή μήπως ένα και μεγάλο»;

  Αυτοί ξέρουν! 

Ήταν ήρωες στην κατοχή ή «λούφαραν» στα μαγειρεία;

  Αυτοί ξέρουν!

Ήταν καλοί γονείς ή μήπως στερημένοι σύζυγοι;

  Αυτοί ξέρουν!

Είναι 70/90 τόσα χρόνια αμετανόητοι ή πλένουν τη μνήμη τους με Άζαξ;

  Αυτοί ξέρουν!

Φοβούνται τους θεούς της Ιερουσαλήμ ή φλερτάρουν τ’ αγγελάκια της Ελένης;

  Αυτοί ξέρουν!

Πάντως στη «διαθήκη» της η μάνα μου λέει: «Ήταν καλός σύζυγος, πατέρας και παππούς»

  Αυτή κάτι θα ξέρει!

REAL SENSE OF HUMOR (Στην κατάκοιτη πια μάνα μου) Μου είπε: «Κοίτα παιδί μου πώς κατάντησα. Χρειάζομαι δυο να με σηκώσουν!» Της αποκρίθηκα, ίσως με κάποια αδιόρατη δόση κακίας: «Ρε μάνα, καλύτερα δυο παρά δυο-δυο, τουτέστιν τέσσερις» Κι εκείνη έσκασε στα γέλια. Θεέ μου, σε παρακαλώ, μη βιαστείς να την πάρεις για να διασκεδάζεις!

ΓΙΑΤΙ ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ; (Στην Ανθούλα και στον Φραγκίσκο) Θεέ μου, γιατί τόσοι γονείς, παππούδες, προπαππούδες; Γιατί τόσοι γνωστοί και άγνωστοι ανιόντες; Θεέ μου, γιατί τόσα παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα; Γιατί τόσα πλάσματα που ποτέ δε θα γνωρίσω; Γιατί τόσο βαθιές οι ρίζες και τόσα τα κλαδιά, τα παρακλάδια; Γιατί τόσοι αιώνες σκοτεινοί και τόσα τα δυσοίωνα μελλούμενα; Δε γινόταν να μας γένναγες σαν απλά, πανάγαθα, ανέμελα κι εφήμερα ραδίκια;

ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥΣ (Στη μικρή Ελένη μου) Βιάστηκα να γίνω «σύζυγος». Δεν έγινα. Δε βιάστηκα να γίνω πατέρας. Και έγινα. Βιάστηκα να γίνω «manager». Δεν έγινα. Δε βιάστηκα να γίνω αντάρτης. Και έγινα. Βιάστηκα να γίνω εραστής. Δεν έγινα. Δε βιάστηκα να γίνω σύντροφος. Και έγινα. Βιάστηκα να γίνω διάσημος. Δεν έγινα. Δε βιάστηκα να γίνω κηπουρός. Και έγινα. Τελικά, επιμένω: Έρχεται πάντα αυτό που περιμένουμε, μόνο ποτέ όταν το περιμένουμε, ποτέ από κει που περιμένουμε και, εν πάση περιπτώσει, όταν μόνο του κρίνει πώς αξίζει να ρθει.

ΤΟ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΠΟΙΗΜΑ (Στο συναρπαστικό Νίκο Παπάζογλου) Κάποτε είχα γράψει: «Κανένα ποίημα του κόσμου δεν αξίζει όσο ένας στίχος δικός σου». Ανοησία! Δεν είχα ακόμη ακούσει το «Εγώ δεν είμαι ποιητής, είμαι στιχάκι…»

«ΧΑΡΑΞΟΥ ΚΑΠΟΥ Μ’ ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ ΤΡΟΠΟ» (Στον άγνωστό μου Etienne de Mallouch Basil) Κακομοίρη μου! Ούτε χαράχτηκες ποτέ, ούτε βεβαίως είχες ευκαιρία να «σβηστείς με γενναιοδωρία». Σ’ αυτό το σπάνιο κορμί, μονάχα σπάνιοι καλλιγράφοι έχουν την ελπίδα να εγγραφούν, αλλά και πάλι, μόνο αν η ίδια κρίνει πως δεν πρέπει να τους σβήσει.

«COGITO ERGO SUM» (Στο Χρήστο Παπαγεωργίου του «Διαβάζω») Αγαπητέ κι άγνωστε φίλε, μακάρι να ‘χα τη μαγεία και το φως του «Σκοτεινού». Όμως, θύμα-παιδί του Πλάτωνα και του Descartes είμαι κι εγώ. Και όσο για τη «διαύγεια» που μου καταλογίζεις, μάλλον θα έπρεπε να την καταδικάσεις, γιατί απλώς: «Τα λόγια μου είναι πάντα του μυαλού και μάλλον πληκτικές κοινοτοπίες κι όχι σαν τα δικά της που μιλούν για μύθους, όνειρα και ουτοπίες».

PATRIE, RELIGIONE, FAMILLΕ (Στο δάσκαλο κύριο Καργάκο) Είναι πασίγνωστα κι απλοϊκά, αλλά εγώ μονάχα τώρα τα καταλαβαίνω: Πατέρας, Πατριά, Πατρίς

 Μητέρα, Μάνα, Μαμά
   Σολομών, Μωϋσής, Ιησούς
     Many, Beacoup, Πολλοί
       One, Un, Ένας
         Each One, Chacun, Καθένας 
           (Alone, Seul, Μόνος)

ΨΥΧΙΑΤΡΟ-ΤΕΡΑΤΟΥΡΓΟΙ (Σ’ όλους τους πραγματικούς και σεμνούς γιατρούς των ψυχών) Ο μακαρίτης Ψωμιάδης μου το είχε πει: «Όλα τα εις -ουργός είναι καλά και όλα τα εις -ούργος, άχρηστα. Αλλά γιατί ρε φίλοι, οι ψυχίατροι - εννοώ αυτοί του κώλου, οι αλήτες που πληρώνονται να χαπακώνουν, αυτοί οι πανούργοι κλέφτες κούκοι, αυτοί οι ΕΣΑΤζήδες των ηλεκτροσόκ, οι άθλιοι εξισορροπιστές - γιατί δε λέγονται « ψ υ χ ι α τ ρ ο τ ε ρ α τ ο ύ ρ γ ο ι »; Για τους άλλους, τους δραχμοφονιάδες, τους δήθεν ψυχολόγους και κυρίως τους ψυχοδάρτες της ΕΛΑΣ και και τις οξυζεναρισμένες γκόμενες - αμφότερους της τηλοψίας - δεν αξίζει ούτε πλήκτρο να πατήσω. Άντε να πατήσω ένα. Το Μ Η Δ Ε Ν !

ΔΥΣΛΕΞΙΕΣ (Στον παιδικό μου φίλο σεξολόγο Νίκο Βαϊδάκη)

Κα - κα - κα σημαίνει ίσως: θέλω να κάνω τα κακά μου. Κα - κο - κο σημαίνει ίσως: νοσταλγώ ακόμη το «κοκό» μου. Κι - κι - κι σημαίνει ίσως: το κοκοράκι κι-κι-ρι-κι-κίιιιιι! Δεν είμαι ψυχίατρος. Λέω, ίσως. Το περίεργο όμως είναι πως όλα τα κακά, και μόνο ελάχιστα καλά, αρχίζουν από «κάπα».

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟΥ (Στο γιο μου και καμάρι μου Νικόλα) Πόσο επί Μηδέν κάνει Ένα; Δέκα, εκατό, χίλια, ένα εκατομμύριο; Νομίζω πως Μηδέν επί Άπειρο κάνει Μηδέν. Και σε ρωτάω τώρα εγώ ο μαθητής εσένα που είσαι δοκτορούχος μαθηματικός. Πόσο κάνει Άπειρο επί Άπειρο; Μη φοβάσαι και δε θα τρελαθώ, γιατί δεν είμαι ούτε Πυθαγόρας, ούτε ένας μικρός Πουανκαρέ, ούτε καν ο νέος Αϊνστάιν. Είμαι ο ημιμαθής πατέρας σου και το μόνο που θυμούμαι τώρα είναι ο τίτλος και το τέλος του μοναδικού βιβλίου «περί χάους» που έχω διαβάσει: «Και ο Θεός παίζει ζάρια…και συνήθως κερδίζει» Που σημαίνει πως, ακόμη κι ο Θεός, έστω και σπανίως, χ ά ν ε ι!

ΜΠΑΔΟΛΑΣ vs ΜΟΣΧΙΔΗ (Στον ακριβοδίκαιο κριτικό κ. Μ. Στεφανίδη) Απ’ τα υπέροχα αιδοία του Μοσχίδη αναδύονται εξωτικά αρώματα! Άγνωστε φίλε συμφωνώ απόλυτα. Απ’ τα υπέροχα αιδοία του Μπαδόλα ρέουν ζουμιά και τρέχουν καταγής. Κι εγώ διερωτώμαι: γιατί διαφωνείς;

ΤΟ Ε.Σ.Υ. ΚΑΙ ΕΣΥ (Στο φίλο δήμαρχο Νικήτα Κακλαμάνη) Άλλος, και μάλιστα μεγάλος και κοντός, το γέννησε. Άλλος, και μάλιστα μεγάλος και ψηλός, το πυροβόλησε. Άλλος, και μάλιστα πολύ-πολύ κοντός, το έθαψε. Εσύ, και μάλιστα μεγάλος και ψηλός, προσπάθησες. Άλλος, και μάλιστα καλός κιθαρωδός, δε σ’ άφησε. Άλλος, και μάλιστα ωραίος και ψηλός, σε διαδέχτηκε. Ο ίδιος, ο ωραίος και κάπως ψηλός, διαδέχτηκε την άλλη. Εσύ, και μάλιστα σπουδαίος ιατρός, διαδέχτηκες τους πάντες. Τα να σου πω κι εγώ ο ταπεινός; Πολύ απλά: Τι γύρευες στα Λιόδεντρα εσύ ένας Ανδρείος;

TSAROUCHIS versus VASSILΙΟU (Στους άνοστους σταθοπουλο-φασιανο-μυταράδες και σ’ όλους τους ανέραστους καλαμαράδες) Mes vieux, ψευτο-παριζιάνοι temporisateurs, που να τη βρείτε εσείς την έμπνευση που οι άλλοι, μισοί, μικροί, μεσαίοι, μέτριοι και μεγάλοι, άντλησαν από την τρέλα του soleil en plein, από τη νύχτα του αμαρτωλού Moulin, από τη σύφιλη της μακρινής Αϊτής, από τον θάνατο του Ιγνάθιο Μεχίας ή, έστω, από τη femme fatale της δυστυχίας. Εσείς, οι εν ζωή βαφιάδες και γραφιάδες, «τρώτε και πίνετε άρχοντες κι εμείς σας τραγουδάμε». Και μια ευχή από τα βάθη της καρδιάς μου. Άγιε πατέρα Δέρπαπα να ζήσεις χίλια χρόνια και πολλαπλέ μου φίλε Πανταλέων φρόντισε να μη ξαναβρώ τα όμορφα αντίγραφά σου στα παλαιοπωλεία και στη λαχαναγορά.

ΛΕΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΝΩ ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ (Στο συνώνυμο του ποιητή γιατρό των νεύρων Ισαάκ Σούση) Μπορεί άραγε ένας κούκος να φέρει την Άνοιξη; Δεν τα κατάφερε ούτε ο Προμηθέας, ούτε ο Ίκαρος, ούτε ο Σαμψών, ούτε ο Ναζωραίος, ούτε ο Σπάρτακος, ούτε ο Ντουρούτι, ούτε ο Τρότσκυ, ούτε ο σύγχρονός μας Τσε. Και διερωτώμαι: Γιατί; Μήπως γιατί όλοι τους πέθαναν νωρίς; Κι αν ζούσαν, τι θα μπορούσαν τάχα να πετύχουν; Πολύ φοβούμαι πως η Άνοιξη, αγαπητέ μου κύριε Σούση, βρίσκεται εκεί που οδηγούν «ον οι θεοί φιλούσι».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ (Στον ευφημιστή Ν.Δ.) Έβαλα στη μηχανή μου ένα τίγρη κι εκείνη κόλλησε στο ρελαντί. Πήρα ο έξυπνος Ρενώ και έγινα πιο βλάκας από πριν. Έπλυνα το κεφάλι μου με Άβα και κόντεψα να χάσω τα μαλλιά μου. Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό του σαμπουάν κι απέκτησα μια πρόωρη φαλάκρα. Τι να σου πρωτοθυμηθώ και τι να σου ξεχάσω. Η διαφήμιση, ποίηση μεν, πλην χρηστική, επωφελής και ιδιοτελέστατη.

«ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ ΚΡΑΤΑΓΑ» (Μνήμη Κατερίνας Γώγου) Αν δε φτύσεις - τη χολή σου εννοώ - μπορεί να πνιγείς ο ίδιος μέσα της. Αν δεν τους δείρεις - με το γάντι εννοώ - μπορεί να τους μισήσεις. Αν δεν τους πληγώσεις - επιδερμικά εννοώ -μπορεί να στρέψεις το μαχαίρι στον εαυτό σου. Τα έχω όλα υποστεί, πολλές φορές και σκοπεύω αυτή να είναι η τελευταία.

ΙΚΕΣΙΑ (Στο Γιάννη Κόντο και στη Μαρίνα Λαλιώτη) Θεέ μου, όχι άλλα θαύματα, όχι άλλες φιλίες, έρωτες, αηδόνια. Όχι πια ποιήματα-παραληρήματα. Γιατί - το ξαναλέω – ό,τι μισούν σε μένα οι άλλοι, είναι αυτό ακριβώς που φοβούνται. Μα και γιατί, δε θέλω, ειλικρινά δε θέλω πια, να πεθάνω μόνος. Λοιπόν σε ικετεύω: Κάνε με να σωπάσω και, μα τους άπειρους θεούς, θα πιστέψω μόνο σε Εσένα.


ΠΛΙΝΘΟΙ ΚΑΙ ΚΕΡΑΜΟΙ Στους εν ραδιοφώνω συντρόφους μου Χρήστο Μιχαηλίδη και Γιάννη Πετρίδη Βαδίζω προς την κόλαση / φυτεύοντας / κάκτους ΤΑΚΙΝΙ ΜΙ ΤΣΑ ΚΑ, Σε στυλ Χάι Κου ....................................................................

Ας αρχίσουμε με ένα γνήσιο Ευρωπαϊκό χάι κου του Φ. Νίτσε: «Πρόβαλε τώρα πρόβαλε / παλίρροια / του μεσημεριού» 1. Σταθερά Τρίτοι / ανατροπή σαν το Μάνο / και να, πρώτοι 2. Μάνο και Μπετόβεν /έχουμε άφθονους / Φλόιντ μας λείπουν 3. Τα κοσμικά στο μέγαρο / τα μαύρα κι άραχνα / αντεργκράουντ 4. Στο Παλλάς το φως τυφλώνει / στο καλύβι / φεγγοβολά 5. «Βρε μπαγάσα» / ξενύχτησα για χάρη σου / Χαλάλι σου 6. «Ζεστά ποτά» ανακουφίζουν / κρύα, δροσίζουν / χλιαρά, χλιαρά 7. «Η ζωή του όλη» / ζωή μας / Ο θάνατος του, και δικός μας 8. Όσο βουλάζω στο Σεφέρη / τόσο αναδύομαι / στο Ελύτειο φως 9. Όσο λούζομαι στο «Σκοτεινό» / τόσο γίνομαι /αυτόφωτος 10. Μέτρον άριστον / Όμως, «αρμονίης φανερής / αφανής κρείττων» 11. Μεγάλε Νταλί / από μικρός φαινόσουνα / πω θα γενείς Νταλής 12. Δύστυχε Νίτσε / ο «άνθρωπός» σου / μένει στα αζήτητα 13. Μεγάλε Ζωροάστρη / μονάχα οι μεγάλοι / ξαναγίνονται βρέφη 14. Μέγιστε Μπετόβεν / μονάχα κουφοί μπορούν / να σε νιώσουν 15. Μεγάλε Βιβάλντι / θα είσαι πάντα / παντός καιρού 16. Μέγιστε Μότσαρτ / κι εσύ νωρίς / κι εσύ αιώνιος νέος 17. Μνημόνευε Σολομώντα /Δδιάβασε / Άσμα Ασμάτων 18. Μνημόνευε Σοπενάουερ / Διάβασε / Δάφνις και Χλόη 19. Νομίζω, ο Αδάμ / γεννήθηκε / χωρίς φύλο, φύλλο και φίλη 20. Νομίζω, μονάχα ώριμοι / αποκτούμε / φύλο, φύλλο και φίλο 21. Νομίζω, τη βία του Γολιάθ / τη νικά / μόνο η ποίηση 22. Όσοι μέσα τους χάνονται, / ας ψάξουν / γι’ Αριάδνη 23. Κωμωδία / το αιώνιο δράμα / του κλόουν 24. Ραψωδία / πανάρχαια κα νέα / όπως η ραπ\ 25. Μεγάλε Ρέυ / απορώ ακόμη / πώς είδες το χέρι μου; 26. Μεγάλε Τσόπλιν / τι υπέροχες / οι κουρελούδες σου! 27. Μεγάλε Μάρκο / μονάχα ο Μάνος / σεβάστηκε το ήθος σου 28. Έξι μήνες ψυχιατρεία / πώς να μην είμαι δόκτορας / της αγαθής ψυχής; 29. Μην κοροϊδεύεις κανένα θεό /Απόδειξέ αν μπορείς, / πως δεν υπάρχει. 30. Θαύματα δεν γίνονται / Ο πόνος είναι που γεννά / θαυμάσια φρούτα 31. Μια διάσταση, κατακόρυφα / Δυο, διαγώνια / Τρείς, από κορφή σε κορυφή 32. Όπως κι αν τον στήσεις / ο καθρέφτης / όρθιος μένει 33. Πώς να ξαναγεμίσεις το ποτήρι / αν δεν το πιεις / μέχρι τον πάτο; 34. Θεέ μου, δώσε μου τη χάρη / να μη βρω τον εαυτό μου./ Να τον βρίσκω 35. Τα ελικά, δεν ξέρεις / τι χάνεις / αν δεν ξέρεις να χάνεις 36. Ο κώνος απ’ το πλάι, βουνό / Από ψηλά / ένας όμορφος κύκλος. 37. Και η νύχτα , ξαίσιους ήχους / Βατράχια, τριζόνια / και γλαύκες 38. Πρόσθεση, αφαίρεση / πολλαπλασιασμός, διαίρεση / και αίρεση 39. Να γονιμοποιείσαι μόνος / Ναρκισσισμός; / Αυτός κι αν είναι στείρος! 40. Οι άνδρες αλληλοερωτεύονται / παλεύοντας / στήθος με στήθος 41. Αν επιμένεις κυνηγός, / δώσε στο λαγό / τουφέκι 42. Στη λέξη, χωράω / Στη σελίδα είναι / που ασφυκτιώ 43. Όλα γεννιούνται και πεθαίνουν / στον εγκέφαλό μας / Αν, βέβαια, έχουμε 44. Τελευταία / δεν ακούω καλά. / Συλλαμβάνω μόνο ψιθύρους 45. Το μέγιστο λάθος / είναι να μην κάνεις / πολλά μικρά 46. Μόνο η αρρυθμία κουράζει / ποτέ ο ρυθμός / Ακόμη κι ο φρενήρης 47. Ο καλός σκακιστής / παίζει καλά / ακόμη και το ρόλο του πιονιού 48. Ποιοι καφέδες γιατρέ; / Το πουλί στο κρανίο / Υπάρχει υπνωτικό; 49. Κανένα όριο στον έρωτα / Αυτός ορίζεται / από τον εαυτό του 50. Οι πλούσιες ποικιλίες του / αποκαλύπτουν ίσως / την πενία του 51. Το AIDS κάτι σημαίνει / Κάτι σαν / οικολογική καταστροφή 52. Το βάθος είναι / νομίζω / που επιφυλάσσει εκπλήξεις 53. Κοίτα επίπεδα: / Γυναικάκι, Γυναικούλα, Γυναίκα / Αντράκι, Άνδρας. 54. «Ο άντρας κάνει τη γενιά / κι όχι η γενιά / τον άντρα» 55. Φίλοι / δε μοιραζόμαστε τίποτα. / Τα έχουμε όλοι όλα. 56. Πώς και γιατί ύπνος; / Με τ’ αηδόνι να σιγοντάρει / τις μουσικές σας 57. Είμαι έτοιμος και να πεθάνω / τώρα / ου δε θέλω πια να πεθάνω\ 58. Τι κακό με τα γυαλιά μου; / Πρέπει να τα φορέσω / για να δω πού βόσκουν 59. Κάνοντας έρωτα, τραγούδα / Σίγουρα ο γιος σου / θα βγει ραψωδός 60. Θυμήσου: το «εθνικό» / όπως και κάθε κεφάλαιο, / προϊόν υπεραξίας είναι 61. Ακόμη και ως μήλο της Εύας / η γνώση δεν είναι έξοδος / Είσοδος είναι 62. Δεν καταλαβαίνεις / άρα δεν υπάρχει / Ποιος, νομίζεις, ευθύνεται; 63. Ξημερώνει / κι εγώ ακόμη γράφω / Είναι άραγε χθες, σήμερα ή αύριο; 64. Μια ζωή σπατάλησα / Ώσπου κατάλαβα / πως Αγία Τριάδα ίσον Ένα. . 65. Το μυστικό είναι απλό / Καταργείς το ρεμβασμό / κι η ζωή διπλασιάζεται 66. Τελικά / δεν ανήκω σε κανένα / Ούτε καν στον εαυτό μου 67. Ακόμη και στον εαυτό μας οφείλουμε κάποτε μια «καληνύχτα» 68. Αρκετές πορτοκαλιές φύτεψα / Δικαιούμαι τώρα / ένα πορτοκάλι 69. Καιρός είναι να βεβαιωθώ / πως δεν είμαι αντίλαλος / πανάρχαιων ήχων


ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥ ΚΙ ΕΞΩ Στο νέο μου φίλο, ηρωικό ναύαρχο Αλέξη Σπυρόπουλο From my rotting body, flowers shall grow and I am in them and that is eternity Edvard Munch ....................................................................

ΚΑΛΑ Η ΜΑΝΑ ΕΛΕΝΗ, ΑΛΛΑ ΚΙ ΕΣΥ ΤΕΚΝΟΝ; Καλά η μάνα Ελένη… Μαζί μου και στον πόλεμο, με κρύο και με χιόνια. Μ’ ανέχτηκε με υπομονή για δεκαπέντε χρόνια. Μου χάρισε δύο παιδιά και κάποια μαύρη μέρα, με χώρισε για να δεθεί μ’ ένα αγαθό πατέρα. Αλλά κι εσύ τέκνον Ελένη; Chaleur de ma vie που εδώ και τόσα χρόνια μου πρόσφερες την Άνοιξη για ένα φτωχό χειμώνα, που μου ‘μαθες τα Εξάρχεια, τον Πάνο και τον Άσιμο και σ’ έβαλα στο Μέγαρο ν’ ακούσεις κάποιο διάσημο, με γριές και φαρμακόλαγνους γιατρίσκους συμμαχείς για να με βάλεις σε ίδρυμα με γνήσιους δυστυχείς. Όμως κι εδώ που μ’ έβαλες και το ‘θελα κι ο ίδιος, θα προσπαθήσω να φανώ γενναίος κι επιτήδειος.

Η ΖΩΗ ΤΟΥΣ ΟΛΗ… Η ζωή τους όλη είναι ένα τσιγάρο, λες και με το κάπνισμα ξορκίζουνε το χάρο, κι όταν δεν το έχουν, ζητάνε όλη την ώρα. Χαλάλι τους τα άφθονα που μου τα φέρνουν δώρα. Η ζωή τους όλη είναι μια ευθύνη που όλα τους τα πήρε, τίποτα δεν τους δίνει. Μα ευθύνη πώς να έχουνε που τους αποβλακώνουν, με χάπια κι όχι ηλεκτροσόκ που σίγουρα σκοτώνουν.

ΔΥΟ ΠΟΡΤΕΣ ΕΧΕΙ Η ΖΩΗ Μπαίνουν και βγαίνουν, μπαίνουν και ξαναβγαίνουν, γιατί γι αυτούς μονάχα είσοδος υπάρχει, ενώ εγώ θα φύγω οριστικά και πάλι θα ξεχάσω. Μια που η ζωή μου άδειασε τι άλλο έχω να χάσω; Το μόνο που ζητώ είναι το φως, αυτό τώρα μου λείπει. Ας έχω τη μεγάλη χάρη σας Ηράκλειτε κι Ελύτη!

ΚΟΥΡΔΙΣΤΗΡΙ ΓΙΑ ΡΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΤΡΕΧΟΥΝ Εισιτήριο-εξιτήριο- εισιτήριο-εξιτήριο… Μας βάζουν καταθλιπτικούς, μας βγάζουνε «ανεβασμένους», μας βάζουνε μανιακούς, μας βγάζουν καλο-κουρδισμένους. Το περίεργο είναι πως κι οι ίδιοι οι «συγκρατούμενοί» μου, μου δίνουν εξιτήριο κι από το κουρδιστήριο κι από το καπνιστήριο.

EΣΩ-ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ Πάντα ένας γελοίος Δον Κιχώτης ήμουνα, μόνο που οι άλλοι είναι ερμητικά κλεισμένοι σε σεντούκι. Νομίζω πως υπήρξα πάντα και ναυτίλος (Μακάρι Θεέ μου σαν του Ελύτειου Ναυτίλου το καβούκι!) Κι ακόμη, άθλια Δουλτσινέα ήμουνα (μακάρι σαν αυτό το τέλειο φάντασμα του Δον Κιχώτη) Νομίζω πως υπήρξα και παμπόνηρη αλεπού (που ήθελε μονάχα φίλο κι όχι άλλον ένα κόκορα-αιμοδότη).

ΟΜΑΔΙΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ Τι βλάκας (και τι απατεώνας) με πατέντα Θεέ μου! Ρώτησε τον τότε τραυλίζοντα πιτσιρικά Νικόλα: «Μήπως θέλεις παιδί μου να γ α μ ή σ ε ι ς τη μαμά σου;» Ο γιος μου άλλο πρόβλημα είχε και το βρήκε αργότερα πολύ. Εγώ το ήθελα αυτό, γιατί χωμένος στης γιαγιάς μου το πουλί, δεύτερη μάνα δε μπορούσα να γνωρίσω. Όμως, το θαύμα το έκανε, πιτσιρικάς κι αυτός, όταν, έναντι χιλίων πολύτιμων δραχμών, ζήτησα πάλι αρωγή. «Πρόσεξε κακομοίρη μου να μην κ α κ ο μ ο ι ρ ι ά σ ε ι ς ! ». Τι καλή και τι σωτήρια μπορεί να είναι η ομάδα! Κανείς γιατρός δε νιώθει αλληλέγγυος όσο οι «ασθενείς» ανάμεσά τους.

Ο ΠΩΛΩΝ ΤΟΙΣ ΜΕΤΡΗΤΟΙΣ Όχι, φίλτατε Κυριάκο, δεν είσαι αντικέρ. Σιδεράς είσαι κι εσύ και ο γιοι κι η κόρη σου Ελένη. Μόνο η σύζυγός σου είναι «παλαιοπώλις», αλλά κι αυτή χωρίς καθόλου γνώσεις αγοραλογίας. Τι το ‘θελες το διαδίκτυο και ποιος μπαγάσας σου το πούλησε; Εγώ που ούτε τίμιος σιδεράς, ούτε άσχετος παλαιοπώλης είμαι, εκμεταλλεύτηκα το σιδερένιο ήθος σας. Με πέντε χιλιάδες Ευρουδάκια, σας πήρα σιδερένια πράγματα πολλαπλάσιας αξίας, κι αυτό, σε μία κρίσιμη στιγμή που τα ‘χατε ανάγκη.

Η ΤΡΙΑΙΝΑ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ Θα τη βρείτε και εμπρός μικρούλα και λιτή,

  και βεβαίως πίσω-πίσω πιο μεγάλη 
    στην αγία του Ιδιωτική Οδό. 

Η πρώτη εντελώς συμβολική

  και σε πλούσιο ούλτρα μπλε η άλλη, 
    σα μια λήκυθος στο σπίτι με σποδό.

Τι να σου πρωτοπώ συντρόφισσα Κική; Μπορεί και να γινόσουνα μεγάλη, αν είχες τη Νεφέλεια ηθική. Μα δεν το βλέπω ποιήτρια πικρή, γιατί δε μοιάζεις καθόλου με την άλλη, αφού το Νόμπελ του το βγάζεις στο σφυρί.

ΧΑΜΑΙ - ΛΕΩΝ Αν συμπεράνω από των Πλήθωνα και Ιουλιανού, το τελευταίο «χαμαί πέσαι δαίδαλος αυλά», «χαμαί» σημαίνει χάμω, κάτω κι απαλά, σίγουρα όμως όχι «Undeground» του Emilio. Αν συμπεράνω απ’ τον αστερισμό του ουρανού, «λέων» σημαίνει όλοι γύρω, εμείς κι εσείς, σίγουρα όμως όχι «Βλέμμα του Elysse» του σκηνοθέτη που κι αυτός λατρεύει ήλιο. Το συμπέρασμα δικό σας, αφού έχω εμπιστοσύνη στο μυαλό σας: Ο χαμαιλέων, ακόμη και αόματος, μπορεί και δίχως φως να δράσει, ενώ ο Οδυσσέας μοναχά αόρατος, μπόρεσε να μισο-αποδράσει.

ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ Προτεραιότητα δεν είναι παρά μία, άρα εδώ μιλούμε για ισοτιμία. Γιατί, ρε φίλε, πώς μπορείς να αντιπαραθέσεις: Την ουσία των διδύμων Κατσιμίχα με την κόρα του Καβάφη και την ψίχα; Το βελούδο του νεκρού πια Μητσοτάκη με τη «Νήσο» του αδελφού Κακαβελάκη; Του Καβάφη τις βαρβαρικές ορδές με του Κάλβου τις περίτεχνες Ωδές; Του Σικελιανού τις επικές φανφάρες με του αυτόχειρα τις λυρικές κιθάρες; Τον αυθεντικά γενναίο λόγο του Διονύση με τ’ ανώδυνα του «πρόεδρου» Δερβίση; Το μόνο ίσως που μπορείς να προσπαθήσεις, είναι κάπως - κάπως να τους διδυμοποιήσεις: Κάλβο με Μαβίλη, Σολωμό μ’ Ελύτη, Μπάρα - Καββαδία, Γκάτσο - Τριπολίτη, Κατσαρό - Καβάφη, Εμπειρίκο - Νάνο, Μάνο Ελευθερίου - Χατζιδάκι Μάνο, Παλαμά με Ρίτσο, Ροϊδη - Καρυωτάκη, Μουντέ με Παπαδίτσα, Ρίτσο - Αναγνωστάκη. Κι αν, στο τέλος, κάνεις λάθος, θα ‘ναι μάλλον δίχως πάθος.

ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥ – ΕΞΩ

Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΕ 80 ΛΕΠΤΑ Ιούλιε Βερν και Τζέιμς Τζόις σας την έφερα από πίσω. Εγώ τον γύρισα τον κόσμο σε 80 μόνο λεπτά, σκαστός από την πίσω πόρτα, με πρόσχημα έναν έλεγχο του Κία: Πήγα στο Σταύρο (για να δω τις «μις Ελλάς» κόρες του). Πήγα στο σκοτεινό κατάστημα φωτιστικών (για λίγο φως ακόμη). Πήγα στο επιπλάδικο (για μια νέα καριόλα - νυφική παστάδα εννοώ). Πήγα στο μουσικοπωλείο (για ένα ηχητικό συντονισμό με τον Μπετόβεν). Πήγα στο βιβλιοπωλείο (για να αδειάσω κάπως το «κεφάλι μου από χρυσάφι»). Και καθώς γύριζα, άκουσα στο ραδιόφωνο μου μια μελωδία του Dojark, πανομοιότυπη με αυτήν του Θεοδωράκη. Αχ πάμφωτοι Ηράκλειτε και Μάνο Χατζιδάκι Να ‘χα την ευλογία σας, έστω και για λιγάκι!

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΤΕΜΠΕΛΙΑ

Μη νομίζεις φίλε: Ο οίστρος, ακόμη και αυτός τέχνης, ενοχλητικός είναι. Και μην πιστεύεις το Καβάφειο «και πάλι μες στην τέχνη ξεκουράζομαι…» Η τεμπελιά είναι αναφαίρετο δικαίωμα… Η μάλλον όχι! Η τεμπελιά, όπως κι η ευτυχία, είναι καθήκον… (Φτου κακά! Σε κάποιο αναπαυτήριο θα με βάλουν πάλι!)

ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΤΡΕΛΟΙ ΕΚΤΟΣ ΕΜΟΥ Θυμάμαι τον καβγά με την κόρη και το φίλο της Αλέξανδρο. Όχι παιδιά μου, η Bayer και η ασπιρίνη δε φταίνε για το θάνατο που σπέρνει η ηρωίνη… Αχ αυτή η αιτιώδης συνάφεια! Καλύτερα θα τα κατάφερνα με την ασάφεια, αν δεν την είχα μάθει έστω λιγάκι απ’ τον αείμνηστο καθηγητή μου πρέσβη Γεωργάκη.

ΣΕΙΛΗΝΟΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Ο Νόμος του Parkinson, ο Looky Look, ο Asterix κι ο Isnogood ωχριούν μπροστά σ’ αυτή τη θλιβερή ιστορία: «Εν αρχή ήν το χάος» και ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και τη γυναίκα. Αδάμ και Εύας έγιναν παίδες δυό: πρεσβύτερος μεν Κάιν, νεώτερος δε Άβελ. Ο Κάιν εφόνευσε τον Άβελ και έγινε χαλίφης στη θέση του χαλίφη. Κάιν και Εύας - υποθέτω - έγιναν παίδες δύο: πρεσβύτερος μεν ανήρ, νεωτέρα δε γυνή που, με τη σειρά τους, γέννησαν - δι’ αιμομιξίας φυσικά - πολλά αρσενικά και θηλυκά παιδιά. Ούτως πως δημιουργήθησαν τα χωρία, αι πόλεις και τα κράτη… Πού κολλάει τώρα ο Αστερίξ; Μα στη σύγκριση και σύγκρουση ενός χωριού αναρχικών και μίας ιεραρχημένης, στρατοκρατικής και άρρωστης δημοκρατίας. Και πού κολλάει ο τίτλος; Μα στο ξεχείλισμα του υπονόμου που δε χωράει πια τους αρουραίους και τους ξερνάει όλους σαν από μεγάλη βρύση, ωσεί σειληνούς του φίλου Διονύση. Που σημαίνει: πατήρ, πατριά, πατρίς… Εν-δυο, σπασμένες ψυχές! Εν-δυο, ποντίκια, ποντίκια! Εν-δυο, σκουλήκια, σκουλήκια! (Κοίτα που γυρνάω πάλι 53 χρόνια πίσω!)

ΑΝΕΜΟ-ΛΟΓΙΟΣ Ευτυχώς, ο Μαϊστρος δεν είναι Τραμουντάνα. Ειν’ ένας θείος οίστρος που οδηγεί στο Μάνα. Ευτυχώς, ο Κυκλώνας δεν πνέει την ημέρα. Είναι ένας Τυφώνας που δείχνει τον Πατέρα. Ευτυχώς, ο Βαρδάρης δεν είναι καν διεθνής. Είναι ένας μουρντάρης ξηρός και ασταθής. Ευτυχώς, ο μαύρος Άρης δεν παίζει με το Λίβα. Ειν’ ένας κατεργάρης που διώχνει τον Αννίβα.

ΣΕ ΑΣΤΕΙΟ ΣΤΥΛ ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ Ας δοκιμάσω και λίγο αστείο σουρεαλισμό, κι όχι σαν του Πρεβέρ το γνήσιο λυρισμό: Παίρνεις ένα παντελόνι τζην Καμπάλο και του ανοίγεις μια τρυπούλα στον καβάλο. Πας μετά στην εξοχή, μ’ εν’ αδέσποτο πουλί και το χώνεις στου καβάλου την ουλή. Τραβάς προσεκτικά το φερμουάρ και κλειδώνεις το πουλί σαν σε armoir. Τέλος, αφαιρείς το παντελόνι, πριν το δεις να τραβά και να βουλώνει, και αφήνεις το πουλί να βγει, διώχνοντάς το πάνω από τη γη. Τώρα, αν του αρέσει του παντελονιού η οπή, του επιτρέπεις να γυρίσει και να ξαναμπεί.

L’ UNIQUE ET SA PROPRIETE (Στο γιο μου Νικόλα) Δεν ξέρω τι φταίει σε μένα κι αν εγώ φταίω για τους φόβους σου, μα χαίρομαι που καταφέρνεις να νικάς, παλεύοντας με δόντια και με νύχια, όλη την ημέρα και ιδιαίτερα τη νύχτα. Μακάρι να μην είναι γονίδιο - εσύ, ειδικός στο DNA, θα ξέρεις. Πρόσεχε πολύ μονάχα τον Acash σας και την Asha. Μάθε τους να μην αφήνουν ούτε δαχτυλήθρα απ’ το ζωτικό τους χώρο στην τσουλήθρα. Και με την ευκαιρία, διάβασε το Στίρνερ Γαλλικά που, σε απλά και γνήσια Ελληνικά, το «sa» σημαίνει «Τα εμά, εμά και τα σα, εσά». Και, παιδί μου, ξόρκισε το «Πανα-Γιώτης». Εξόν κι αν εννοείς «Καπετάν Πανάγος Γιώτης».

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΓΓΟΝΟ ΜΟΥ ΑΚASH - Παππού, τι είναι ποιητής; - Ουρανέ μου, ποιητές είναι ο daddy σου και η mammy σου Serena. - Και τι είναι παππού μου ποίημα; - Ουρανέ μου, ποίημα είσαι εσύ και your sister, το Όνειρο. - Και τι θα πει παππού μου Ουρανός και Όνειρο; - Ουρανός, θα πει sky και Asha θα πει dream or vision or something

  like that. Τέλος πάντων, ρώτησε καλύτερα τη μαμά σου. 

- Και τι θα πει παππού μου «τέλος πάντων»; - Αυτό είναι δύσκολο, my grand son, να σου το εξηγήσω. Θα σου το πω όταν γίνεις πέντε ετών, next year. Πάμε τώρα για foot ball;

ΟΛΑ ΤΑ ΜΩΡΑ ΣΤΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ Για άλλη μια φορά επαληθεύεται ο Νόμος της Αντίφασης και το παρεξηγημένο δόγμα του Στίρνερ και του - υποτίθεται - διαδόχου του μεγάλου Φρειδερίκου: Ο Ζωροάστρης-ήρωάς του άνθρωπο ζητά και άνθρωπο δε βρίσκει, γιατί όταν κάποιος δηλώνει «πολίτης του κόσμου», οι άλλοι γίνονται ρινόκεροι ή κυρίες του Μτύρενματ ή έστω τσιράκια του Rosebad και του Dogville. Εγώ, που απλώς παλεύω την περίπτωση του αγαπημένου Λανς φον Τρίερ, διερωτώμαι: είναι μήπως σύμπτωση που ο Μαρξ γεννήθηκε στο Τρίερ;

ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς,

         που ανύπαρκτος είσαι, κατά τον Rilke

αγιασθήτω το όνομά σου,

         και όλα τα ονόματα: Γιαχβέ, Θεός, Αλλάχ,

ελθέτω η βασιλεία σου,

       με αγάπη και ειρήνη επί της γης

γενηθήτω το θέλημα σου

          το καλό, φυσικά, εννοείται

ως εν ουρανώ και επί της γης

          «ρε μπαγάσα, κάνε πάσα και μια ματιά εδώ χάμω»

Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον

         ψωμί, παιδεία ελευθερία 
και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών
          ιδιαίτερα τα χρέη μας στις Τράπεζες

και μην εισενέγκεις ημάς εις πειρασμόν,

          ιδιαίτερα εις τα ναρκωτικά και τη βία 

αλλά ρύσε ημάς από του πονηρού.

         Όμως όχι αμέσως και όχι μονίμως.

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΞΕΚΟΥΡΑΖΟΜΑΙ (Μνήμη Ανδρέα Εμπειρίκου) Φίλτατε κύριε Καβάφη, συγγνώμη, αλλά ψεύδεστε. Από την τέχνη σας αναπαυόσασταν με τα ωραία κορμιά που ρίχνατε στο πονεμένο σας κρεβάτι. (Εκτός κι αν τα ωραία κορμιά δεν ήταν παρά απλές φαντασιώσεις, όπως του φίλτατού μας κυρίου Εμπειρίκου) Εγώ λοιπόν, φίλτατε κύριε Καβάφη, με τη δούλεψη της τέχνης ξεκουράζομαι από τη δουλειά μου κι από τη δούλεψη της τέχνης ξεκουράζομαι πάλι με τη δουλειά μου.

ART BUSINESS ΚΑΙ ART ΚΟΜΠΙΝΕΣ Η Capella Sixtina, φίλες μου, δε μεταφέρεται στα κρύα σπίτια της Εκάλης. Ανήκει εκεί που ανήκει και ούτε καν σε εκκλησία - και δη Χριστιανορθόδοξη - μπορεί να μεταδημοτεύσει. Το πολύ-πολύ να πείτε στη BizArt να σας αντιγράψει τα ηλιοτρόπια της Arles. Κι όσο για τον αγαπημένο μας το Σταύρο, δίκιο έχει και αυτός. Στα σπίτια της Εκάλης, μόνο ο σουρεαλισμός ταιριάζει με την τόσο κρύα διακόσμηση και τη βρύση που όλο στάζει.

ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΚΑΙ ΕΦ’ Ω ΕΤΑΧΘΗ ΕΚΑΣΤΟΣ (Μνήμη Μπόρις Βιάν) Και τώρα, στα κρεβάτια σας κορίτσια. Μονάχα η Διοτίμα να μείνει για συζήτηση. Ο Lucifer να πάει στην κουζίνα. Ο Lousy να σερβίρει τα φαγιά και τα ποτά. Ο Lucian να παίζει την κιθάρα του (και αν θέλει, ο Lousy το πουλί του) Η Louisa, ο τραβεστί να μας χορεύει τσιφτετέλι, καθώς θα τρώμε, θα πίνουμε και θα συζητάμε. Τρώγοντας, θα φλερτάρουμε με όλους τους θεούς, τους ημιθέους και τους ήρωες. Στο τέλος, ο Lousy θα σερβίρει το τυρί και τον καφέ και, μετά, θα πάμε όλοι μας για ύπνο. Αν θέλουν πάντως κάποιοι κάτι άλλο, τα κορίτσια μας (με χορηγία του δημάρχου) θα είναι διαθέσιμα.

ΤΡΑΜΠΑ - ΤΡΑΜΠΑΛΙΖΟΜΑΙ… Ωραίο παιγνίδι η τραμπάλα, αλλά μόνο όταν παίζεται από δυο. Λοιπόν, καιρός είναι να παίξουμε πάλι μαζί. Θυμήσου την ισορροπία: Ακόμη και αυτή του τρόμου είναι προτιμότερη από το salto mortale και μάλιστα δίχως δίχτυ ασφαλείας. Αλλά ακόμη και ο αναχωρητής, μωρό μου, ισορροπιστής του τρόμου είναι: Τρέμει το διάβολο που του κρύβει το Θεό, και το Θεό που του κρύβει το διάβολο και προσπαθεί να συντεθεί μαζί τους σε μια ομοούσια, αδιαίρετη και συμπαγή τριάδα. Όσον αφορά τώρα στο πνεύμα: Ποιο «πνέμα» μου λες του Καζαντζάκη; (Κρίμα στην «Ασκητική» κι ανέραστη ζωή του - ο Οδυσσέας του κι αν έσπειρε παιδιά, απανταχού της τότε γης!). Κι ούτε ο «ιερός» εκείνος νίκησε τελικά «το ολέθριο πνεύμα», κόβοντας το θείο δώρο του Θεού, το ίδιο του το σπέρμα. Πόσο σοφότερος ήμουνα νέος, όταν έγραφα, χωρίς καλά-καλά να ξέρω τι εννοώ: «Αν θες να δώσεις μια εξήγηση στον κόσμο, σκέψου την τάση των πραγμάτων να ενωθούνε και να γίνουν ένα». Μάλλον επαληθεύεται ξανά ότι «το μόνο ίσον κάθε πράξης και καιρού βρίσκεται μάλλον σε ισορροπίες τρόμου» Κι όσο για τα Ανάρχεια: Καλό είναι και το χάος για να μας θυμίζει πως ακόμη κι ο Θεός κάποτε χάνει στα ζάρια που παίζει με το δίδυμο αδελφό του.

ΜΙΑ ΦΙΛΗ ΜΑ ΠΟΙΑ ΦΙΛΗ…(Στην - πότε θα γίνει φίλη μου; - Ελένη) Ο «φίλος» μας Νευρόφυτος συνήθιζε να λέει: «Ένας φίλος μου, δηλαδή όχι φίλος, γνωστός μου…». Ακριβώς, άφιλη φίλη μου, άλλο φίλος κι άλλος ψύλλος! Κι όπως μου έμαθε ο πατέρας μου: «Φίλε φύλαττε τον φίλον, κι αν δεν έχεις άλλον φίλον, ξαναφύλαττε τον φίλον.» Και πες μου τώρα εσύ μωρό μου, πόσους φίλους έχεις; Τους μετράς στα δυο σου χέρια, και μετά στο ένα, και μετά στον αντίχειρα και στο δείχτη, και καταλήγεις: Ένας αδελφός δεν είναι φίλος. Ένας συνάδελφος δεν είναι φίλος. Ένας σύντροφος δεν είναι φίλος… Έστω: μια φίλη με φιλιά (στον αέρα για να μη χαλάσει το μακιγιάζ) και μια άλλη που έρχεται στα πένθη σου μόνο για τον καφέ… Συμπέρασμα: Χαιρέτα μου τον πλάτανο και Νικολό καρτέρα κι αν δε με κάνεις φίλο σου, θα πέσω στην καλντέρα

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ «ΠΑΝΘΕΟΝ ΜΕ ΠΑΝΘΕΑ» Γιάννη μου φρόντισε εσύ για αγορά κι εκτύπωση κι άσε σε μένα ό,τι μπορεί να προκαλέσει εντύπωση: Κανάτες γι’ αναψυκτικά και διάφορα ροφήματα, ποτήρια για οικολογικά κι υγιεινά αφεψήματα, φιαλίδια για τσικουδιά που θα ‘ρθει από την Κρήτη και καφεδάκια σαν κι αυτά που κλαιν το μακαρίτη, μπουκάλια για το τσίπουρο και για αθώα ποτάκια, και κρίθινα απ’ το Μάλεμε για κέρασμα ντακάκια. Κι εσύ Ελένη μου γλυκιά στη μουσική το νου σου, μια κι έχεις έφεση σ’ αυτήν από γεννησιμιού σου: Έντεχνα, ροκ, ρεμπέτικα και λίγα κλασικά κι αν θέλεις, για χατήρι μου, και λίγα Κρητικά. Και μην ξεχάσετε: Γι’ αυτούς που θέλουν κάπνισμα - δε θα τους περιπλέξω - βάλτε τραπέζια στρογγυλά στην αίθουσα απέξω, με τεφροδόχους εύμορφους δια στάχται και δια γόπαι, όπως ο Μποστ ο αείμνηστος το έγραψε και το ‘πε.

ΚΥΒΙΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ «Είσαστε μεγάλη καρδιά» «Μεγάλη κουφάλα και σνομπ» «Στο ‘λεγα εγώ. Παριστάνει τον ποιητή, αλλά κατά βάθος είναι αδίστακτος» «Καθαρό μυαλό, και οργανωτικός» «Μεγάλο καλάμι. Κρυπτοκάλαμο!» «Δεν είναι απλά σεμνός. Είναι ώριμος» «Βαράει στο φιλότιμο. Αυτό κι αν είναι καταπίεση!» «Έχετε λεπτά αισθήματα και απέραντες γνώσεις» «Άσε τον αυτόν, είναι ρομαντικός» «Ξέρω εγώ. Εσύ στοχεύεις ψηλά» «Τι ευχέρεια και στο λόγο και στα νούμερα!» «Καλός, αλλά πολύ intellectual!» «Στρατηγικός εγκέφαλος και διορατικός. Βλέπει μακριά» «Πολύ εργατικός, χαλκέντερος, ένα ιερό τέρας» «Μπα! Ντοπαρισμένος είναι από τα πολλά φάρμακα» «Είστε πολύ τρυφερός. Μακάρι να σας είχα πατέρα» «Ψοφάει για ποδόγυρο, ο πορνόγερος» «Τελικά, είσαι πολύ αθώος για να καταλάβεις» Τι να καταλάβω, τρομάρα μου! Σ’ αυτή τη χώρα δεν είσαι ό,τι δηλώνεις, μα ό,τι καταλάβει έκαστος. Επιμύθιο: Un home generaliste, un home polyvalent tantot c’ est tout, tantot c’ est le rien.

ΘΕΣΕΙΣ, ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ, ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ & ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ Στα Ινδοευρωπαία εγγόνια μου και σε όλους τους παγκοσμιοποιημένους λαούς ________________________________________ Τα σα εκ των σων, κατά πάντων και δια πάντα ________________________________________

ΕΥΠΙΣΤΙΑ vs ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ (Στη μικρή μου Ελένη) Δεν πίστευες στους ανθρώπους.

  Και να που εγώ - και όχι μόνο - σε πιστέψαμε.

Πίστεψες πως ο Μπούμπα είναι κλέφτης.

  Και να που εγκατέλειψε το σπίτι 

χωρίς να κλέψει κάτι. Δεν πίστεψες στο Ρουμάνο Άγγελο.

 Και να που το βοήθησε το «Στέκι» να λύσει τα προβλήματά του.

Δεν πίστεψες ότι δεν είχα ανάγκη από Σισμανόγλειο.

 Και να που μ’ έβγαλαν πριν μπω καλά-καλά. 

Με έπεισες να πιστέψω το Γιάννη τον Αγιάννη. Και να που λίγο έλειψε να με σκοτώσει. Πίστευες πως θα καταδώσω τον πορτοφολά που μ’ έκλεψε.

 Και να που δεν τον αναγνώρισα στην Αστυνομία 

Μπορεί,. Μωρό μου, ο Θεός να χάνει κάποτε στα ζάρια.

 Συνήθως, όμως, κ ε ρ δ ί ζ ε ι. 

MAXI-MINI COOPER vs VOLKS WAGEN (Στη νέα μου φίλη Αφροδίτη-Χριστίνα) Εμείς τη ξεπεράσαμε την Αφροδίτη Μάνου. Αυτή οδήγησε μπροστά κι εμείς ευθεία πάνω. Αυτή το έστριψε λοξά στο ύψος Κηφισίας. Εμείς ορμήσαμε μπροστά, ταχέως κι απευθείας. Αυτοί οδήγησαν αργά, τηρώντας αποστάσεις. Εμείς σταθήκαμε κοντά σ’ όλες τις άδειες στάσεις. Εκείνη φαντασίωσε μ’ ορχήστρα κι a capella. Εσύ μου χαμογέλασες, αν και μικρή κοπέλα. Αυτός παρέμεινε άγνωστος, αδιάφορα ως το τέλος. Εγώ, ρόδα σου έστειλα με του έρωτα το βέλος. Εκείνος κοντοστάθηκε σε κάθε νόμου σήμα. Εγώ σου άδειασα το γκυ κι ένα ηλίθιο ποίημα. Εκείνος δεν ετόλμησε: «Σταμάτα, σ΄ερωτεύτηκα». Εμένα δεν με κόφτει καν κι αν κάπως παραφέρθηκα. Έτσι είναι, μάτια μου, ο φτερωτός του πάθους και του έρωτος. Κι αν δεν τον πιάσεις στο φτερό, είσ’ ένας βλαξ ξενέρωτος.

ΠΕΤΡΑΚΗΣ vs ΚΛΑΡΑ Στην πατρίδα μου Χανιά της Κρήτης, υπάρχει άτομο με το όνομα Ντουρίτης. Και στην κώμη των Χανίων Κολυμπάρι, γνώρισα άτομο ονόματι Γκεβάρη. Καμιά σχέση με ντουφέκια και μπαρούτι. Καμιά σχέση με τον ήρωα Ντουρούτι. Καμιά σχέση με τη θείτσα Πασιονάρα. Καμία σχέση με τον θείο Τσε Γκεβάρα. Στην πατρίδα μου τον ήρωα κι αντάρτη, είτε αστό, είτε απαίδευτο χωριάτη, ζωντανό και πάντα ανίκητο τον θέλουν σαν το θρύλο του μεγάλου Βενιζέλου. Σαν τον ήρωα προπάππου μου Πετράκη που χτυπήθηκε σε ριζιμιό χαράκι, που τον λέγανε και «Μαύρο Μπαϊραχτάρη», γιατί φόραε μαύρο σκούφο σαν τον Άρη.

CITIZEN KEHN vs ROSEBAD Έξι φορές το είδαμε το αριστούργημά του, μέχρι να καταλάβουμε το κρυπτογράφημά του. Δείτε το πάλι απ’ την αρχή και πάλι ξαναδείτε. Μια λέξη είναι το κλειδί και ψάξτε να τη βρείτε. Θέτε κι άλλη βοήθεια; Πείτε το, επιτέλους! Δείτε τη λέξη της αρχής κι ακούστε αυτή του τέλους. Κι όταν τη βρείτε, πείτε την και σ’ άλλους μ’ ένα τρόπο που να τους κάνει να τη βρουν κι αυτοί με κάποιο κόπο. Πείτε τους «όλο τα’ όνειρο του μεγιστάνα Κέην βρίσκεται μες στον κλίβανο του ρίπτειν και του καίειν.

«TIGER» vs MASLOW Και πάλι απόηχοι παμπάλαιων μύθων, όπως π.χ. των Ατρειδών και των αρχαίων Λίθων: Από την παγερή, καυτή και άγρια Μαντζουρία έως την άκρη των ακριών, στην όμορφη Εσπερία κι ακόμη πέρα, πιο μακριά, στην αυτοκρατορία των Ίνκας, των Αζντέκων και των Μάγια, τα νήπια θέλανε τροφή, οι έφηβοι παιδεία, οι νεαροί ρομαντικοί θέλαν ελευθερία, οι άγριοι Αφρικανοί το ψάχνανε στα μάγια κι ο στρατηλάτης Μακεδών το ‘ψαχνε στην Περσία. Υπάρχει και η εκδοχή του Βέλγου Dupuit που σαν Γαλάτης γνήσιος το «ναι» το λέει «oui»: Οι πιτσιρίκοι απανταχού ψοφάνε για παιγνίδια, οι τριχοφόροι έφηβοι τον έρωτα γυρεύουν, οι τάχα άνδρες ώριμοι αέναα παλεύουν και ψάχνουν, λένε, πιο πολλή τέχνη κι ελευθερία κι οι γέροντες, οι πάνσοφοι, τα θέλουν και τα τρία. Τελικά, όμως, και ο Maslow μεγάλο δίκιο έχει κι όποιος το σκέπτεται πολύ, λιγάκι το κατέχει. Ο άγιος φτωχούλης του Θεού λέει το ψωμί ψωμάκι κι ο άστεγος στέγη ζητά και ας μην έχει τζάκι, που όμως, άπληστος κι αυτός σαν το άμυαλο γαϊδούρι, όλο και πιο πολλά ζητά: και τύχη κι άλλο γούρι, και όταν στο κεφάλι του βάλει μια κεραμίδα, κι άλλο χρυσάφι επιθυμεί σαν τον αρχαίο Μίδα που, όταν ό,τι πιάνεται, το κάνει κρύο χρυσάφι, «δε θέλω» λέει ο έρημος «νισάφι πια νισάφι». Συμπέρασμα και τέλος: Σαν του σοφού του Clemenceau τη σκάλα, δε σηκώνει ούτε πίσω ούτε κι άλλα: Ξεκινάμε απ το απαραίτητο ψωμάκι, προχωρούμε σ’ ένα ταπεινό σπιτάκι, κάνουμε παιδιά, εγγόνια, φίλους, αγαπάμε και τους αλλοφύλους κι όταν, γέροι πια με ζάρες και με χιόνια, μπουσουλάμε σα νιογέννητα εγγόνια, με τα δάκρια της χαράς κι όχι του πόνου, λέμε «γεια χαρά παιδιά μου και του χρόνου».

ΔΡΟΣΙΣ vs ΔΡΟΣΟΥΛΑΣ Άραγε, θα είσαι, όπως τότε, η κρυστάλλινη πηγή που ξανά θα με παγώσει ή μήπως τώρα έγινες μια αιματηρή πληγή που, και πάλι, θα μ’ εξαερώσει;

EXTROVERT versus INTROVERT Όλα τα τραπεζάκια έξω: κανείς δεν τα πειράζει. Όλα τα τραπεζάκια μέσα: κανείς δε δίνει σημασία. Τα μισά έξω, τα μισά μέσα: κάποιος κλέβει όσα μπορεί.

Περίεργο δεν είναι να σέβεσαι το όλον και να υποβλέπεις το ήμισυ; Φυσικά. Ή είσαι μέσα ή είσαι έξω. Το fifty-fifty είναι μέτρον μετριότατον και δη προκλητικόν!

ΦΙΛΟΚΑΛΟΥΜΕΝ ΜΕΤ’ ΕΥΤΕΛΕΙΑΣ vs ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΜΕΝ ΜΕΤΑ ΜΑΛΑΚΙΑΣ Καταρχάς, ρε φίλε Notis, δε μασάμε τσίκλα, όταν μιλάμε σε κυρίες σαν την Ντάμα Πίκλα. Ένα τικ, θα μου πεις ή, έστω, αγχολυτικό και, βεβαίως-βεβαίως, κατά της αμαθείας. Αλλά και πάλι, τι μιλάς για παν επιστητό και προς δόξαν της ενδόξου Αμαλθείας; Ένας καλός τραγουδιστής είσαι, αν και είναι ιεροσυλία, σα λιγούρης, να μη λες το τραγούδι του Βάρναλη όπως το ‘πε ο αξέχαστος Ξυλούρης. Θα μου πεις και πάλι, η Αγγελικούλα τι παραπάνω ξέρει; Άσε την αυτή. Έτσι κι αλλιώς έχει το ακαταλόγιστο και, αν και θυμίζει αρνητικά τη λεβεντιά της Μοσχολιού, είναι, γαμώτο, διασκεδαστική. Α ρε αξέχαστη Βικούλα, αν και δήλωνες καραδεξιά, όπως και να ‘χει, πιο αριστερά και από τα FM κρατιόσουν και πάντα μου ‘ρχονται ζουμιά, όταν ακούω το μεγαλείο σου στο «Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι..»

GREEK-ORIENTAL BEAUTY vs BLACK & WHITE VENUS (Εξήγηση - αν και μη οφειλόμενη - στη Μιμή Τουφεξή) Μιγάδα Αγγλο-Νιγηριανή, μια νύχτα στη Σωκράτους, με μάτια σαν αμύγδαλα, με χείλη σα δαμάσκηνα, δόντια πιο άσπρα από λευκά και δέρμα μαύρο ατλάζι, δε μπόρεσα να τη χαρώ ούτε σε πλάγια στάση. Μιγάδα Ελληνο-Σινική, Σόλωνος κι Ιπποκράτους, με μάτια ελαφρώς σχιστά, με χείλη γνήσιες φράουλες, με δόντια κάτασπρα κι αυτή και δέρμα σαν τοπάζι, την κράτησα στη μνήμη μου σαν άγιο εικονοστάσι.

ΘΗΣΕΑΣ vs ΑΙΓΑΙΑ Μάτια μου, ακόμη και ο μύθος για ν’ αρχίσει, το κουβάρι θέλει κλώτσο να γυρίσει. Αυτό, θαρρώ, ήταν το νόημα της Αριάδνης: Κλωτσιά του έδωσε του Αθηναίου Θησέα, κλωτσιά κι αυτός εν συνεχεία στο Μινώταυρο, κλωτσιά μετά κι από τους δυο στο Μίνωα, όπως κι αυτός, παλιότερα, στο Δία και στον Τάλω… Εν άλλοις λόγοις, όπως είπε κι ο πατήρ του «πάντα ρει»: με κλωτσιά και παραμύθι μόνο ο κόσμος προχωρεί.

Άλλη εκδοχή του μύθου-μίτου: Ενηλικιωθείς ο Θησεύς, τράβηξε για την Αθήνα, προκειμένου να φύγει από τη ζούγκλα του Ταρζάν και να περνάει φίνα. Ο πατήρ του βασιλεύς Αιγεύς του είχε στήσει τρεις παγίδες που αυτός παρέκαμψε λίαν επιτυχώς. Αφιχθέντος εις Αθήνας, ο πατέρας-Κρόνος φοβηθείς, τον ξαπέστειλε στην Κρήτη: «τρέχα γύρευε να βρεις». Επιστρέψας εκ της Κρήτης, νικητής και τροπαιούχος, σκέφτηκε πως ήταν πλέον της Αθήνας δικαιούχος. Μαύρο τέντωσε πανί ο παμπόνηρος Θησεύς. Το είδε, πνίγηκε στις τύψεις ο πιο πονηρός Αιγεύς. Και το Αγαίο που το μόλυνε ο αλήτης, πάσχισε να το ξεπλύνει ο υπέροχος Ελύτης.

ΙΚΑΡΟΣ vs ΔΑΙΔΑΛΟΥ Είχαμε ένα πετεινό, περσινό και φετινό, που είχε κόκκινο βρακί… Να το πούμε απ’ την αρχή; Άλλο παραμύθι και αυτό, λίαν ενδιαφέρον και πολύ διδακτικό. Λόγω προκεχωρημένου και εν όψει γάμου, θα σου πω μονάχα το συμπέρασμά μου: Ο Δαίδαλος τον είχε προειδοποιήσει: «Για ν’ αντικρίσεις το Φοίβο ατιμώρητα, πρέπει να φορέσεις μαύρα ή, άντε για σένα, κατακόκκινα γυαλιά»

ΒΟΑΣ vs ΚΡΟΤΑΛΙΑ Το είπαμε ξανά, κορίτσι μου: Εσύ εγκυμονείς τα σπέρματα πασών των γενεών κι εγώ μονάχα λήμματα εγκυκλοπαιδειών. Ωστόσο, κάτι σαν τον βόα είμαι κι εγώ: Τρώω βαριά, βυθίζομαι, πονώ, κοιλοπονάω, χωνεύω όσα χωνεύονται και τ’ άλλα τα ξερνάω. Άλλοτε μηρυκάζοντας απομεινάρια μνήμης κι άλλοτε σε πυκνές ριπές ωσάν λόγια της πρύμης. Εξήντα πέντε χρόνια στα θρανία και στα λεξικά και ακονίζοντας καρδιά και νου τυραννικά, κάποτε έχω δικαίωμα να φτύσω, αν και, στο βάθος, θα ‘θελα να γλυκοτραγουδήσω, Κι αν κάποτε δαγκώνω σαν τον κροταλία, είναι γιατί μιμούμαι τον πατέρα Τσακαλία.

N. P. MITSAKAKIS vs Π. Ν. και Ν. Π. ΜΗΤΣΑΚΑΚΗ Τρεις γενιές διαδοχικές μα και τόσο διαφορετικές: Ο ένας γεννήθηκε, μεγάλωσε και παραμένει πάντα γέρων, ο άλλος γεννήθηκε γερόντιο και καίει το παρελθόν του ως νέος Νέρων και ο τρίτος γεννήθηκε ως έφηβος και παραμένει πιο νέος κι από νέον. Ο ένας παντρεύτηκε νεότατος και παρέμεινε πιστός και με μια πείνα, ο άλλος παντρεύτηκε και χώρισε και συζεί και ως γέρος με ψιψίνα και ο τρίτος έζησε τα νιάτα του και στα 35 του πήρε μια όμορφη Σειρήνα. Ο ένας γέννησε τρία παιδιά και ήταν πάντα του αυθέντης κιτρινιάρης, ο άλλος γέννησε δύο παιδιά και ήταν πάντα του πατέρας και μουρντάρης κι ο τρίτος ποίησε δυο ποιήματα και δεν υπήρξε ποτέ του γκομενιάρης. Ο ένας του δημοτικού και διδάσκει ακόμη από καθέδρα, ο άλλος σπούδασε στο Πάντειο, αλλά πήρε και το χούι του πατέρα και ο τρίτος, σεμνότατος κι αθόρυβος, διεκδικεί του πανεπιστημίου έδρα.

ΤΣΑΜΙΚΟΣ vs ΠΕΝΤΟΖΑΛΗ Άλλο οι αναρχικοί κι οι τροτσκιστές, κι άλλο οι δημοκράτες κι οι κομμουνιστές; Την κατοχή ανέχτηκαν οι πρώτοι και με βία, όπως κι ο ενδοξότατος στρατάρχης στη Γαλλία. Όμως, της φυλακής τα σίδερα ήτανε για τον Άρη και την Έλλη και τα κολαστήρια του Χίτλερ για τον Καμπανέλη. Χεσ’ τα κι άστα και μην τα σκαλίζεις άλλο, γιατί σκυλοβρωμάει ψόφιο ψάρι και μεγάλο. Βρωμάει προδοσία ο Σαγγάριος, βρωμάει βλακεία ο «συνωστισμός» κι η Σμύρνη μάνα καίγεται κι είναι μεγάλος μα και δίκαιος ο καημός. Καίγονται και των Λαϊκών και του Βενιζέλου τα μπατζάκια καίγονται και τα σμυρνέικα σουτζούκια και σατζάκια. (πάει κι η Βασιλεύουσα - αυτήν καλά την κλαίμε, μα το Ράλλη) Βαράτε μου τώρα ένα τσάμικο, γιατί βαρέθηκα τον πεντοζάλη Και μη με στριμώχνετε άλλο, γιατί θα τραγουδήσω «Αγρίμια κι αγριμάκια μου» και θα σας χαιρετήσω.

ΜΑΝΗ vs ΣΥΡΟΥ και ΧΑΝΙΑ vs ΣΗΤΕΙΑΣ (Στη μικρή μου Ελένη) Κάτι ξέρει ο γιος μου από γονίδια. Εγώ δε σκαμπάζω παρά μόνο από γίδια. Μίγμα εκρηκτικό εσύ, από τη μια γιαγιά Μανιάτισσα και από παππού βασιλικό, από την άλλη Χιώτισσα, αρχόντισσα και από πάππο Αρβανίτη βενιζελικό. Ντολμάδες γιαλατζί εγώ, από προπάππου αντάρτη και παππούλη Μακεδονομάχο, κι από τον άλλο καφετζή, ποιμένα και ξωμάχο. Και λίγο ακόμη, στον προπερασμένο αιώνα, εσύ θα βρεις προπάππου Fiorini κι εγώ μπορεί να φτάσω σε προπάππου Morozini. Ο γιος μου και η κόρη μου, αν ψάξουνε οι ίδιοι, θα βρουν και άλλες ρίζες από την Αρκαδία, ενώ τα εγγόνια μου δε θα χρειαστεί να ψάξουν γιατί κατάγονται ευθέως από Ινδία.

ΜΗΤΣΑΚΑΚΗΣ vs ΜΙΤΣΑΚΙΔΗ & ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ vs ΚΟΡΝΑΡΟΥ (Στον αγαπητό μου εξάδελφο και φίλο Ανδρέα Κουτσουρέλη) Aπελευθερώσας την Κρήτη από τους Σαρακηνούς, ο κραταιός Νικηφόρος Φωκάς κατέβασε από τον Πόντο 1000 αρχοντόπουλα (διάβαζε: ποιος ξέρει τι καθάρματα;), για να πυκνώσουν την αραιωμένη περιοχή του Φοινικοδάσους. (Εξ ου, νομίζω, το ποντιακό λυράκι έγινε της Κρήτης το πανέμορφο βρακάκι.) Και ύστερα, ο ποιητής Βικέντιος έγραψε το σπουδαίο Ερωτοκρήτη, που τραγουδιέται ως τη Ζάκυνθο και, φυσικά, σ’ όλη την Κρήτη. Και πού κολλάει τώρα ο Κουτσουρέλης; Από το σόι της γιαγιάς μου ήταν κι αυτός (όπως κι ο μέγας ηθοπλάστης, ο Κατράκης) που δεν κατάφεραν οι Τούρκοι να τον πείσουνε να γίνει ένας μικρός Θεοδωράκης.

MISS INDIA vs MISS CHANIA Βρε κυρα-Ανθούλα, δεν παντρευόσουνα τον εύπορο σιδηρουργό, να είχες ως και σήμερα τα μεγαλεία του, και ν’ άφηνες τον μπάρμπα Νίκο να τα φτιάξει με τη μις Χανιά, με δίχως σπίτι και με μόνο τα εργαλεία του! Μα μην ανησυχείτε, εγώ ο ίδιος θα σας πείσω. Ο γιος κι ο εγγονός σας πήρανε το αίμα πίσω: Ο ένας παντρεύτηκε από έρωτα νωρίς και χώρισε εγκαίρως, για να κορέσει του έρωτα την πείνα. Ο άλλος παράτησε τη φίλη του - αχ, ο πανδαμάτωρ έρως! - για μια πανέμορφη Ινδή σειρήνα.

ΚΕΙΜΕΝΟΓΡΑΦΟΣ vs ΠΟΙΗΤΗ Κύριοι Καραγάτση, Καμπανέλη, Μιχαηλίδη, Γκούφα, Νίκο Δήμου, σε δύσκολους καιρούς, από τη διαφήμιση - κι εσείς νομίζω - βγάζατε το ψωμί σας. Ευτυχώς, δε γίνατε Warhall, όμως, τουλάχιστον τη δόξα σας δεν την απαρνηθήκατε. Αλλά δε βαριέσαι! Ακόμη και το Διονύση - που του Θεού η χάρη δεν τον φύλαξε από τα σουξέ - στην Ακαδημία, πλάι στην κυρία Δημουλά, τον βλέπω.

TAKIS vs DREAM Ν’ αγαπάς και δυο και τρεις και τέσσερις μαζί δεν είναι διγαμία. Όμως, το ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι, είναι πολυγαμία. Αποφάσισε λοιπόν: Αγκαλιά εγώ κι εσύ στ’ αμπαζούρ το θαλασσί, και δώσε επιτέλους ένα νόημα στην έννοια του ζευγαριού. Εγώ στο ξεκαθάρισα πριν πέντε τόσα χρόνια: Μαζί και χώρια μεν, αλλά όταν χώρια να ‘ναι χώρια κι όταν μαζί, να ‘ναι μαζί.

ΜΠΑΔΟΛΑΣ vs ΜΟΣΧΙΔΗ και ΡΑΝΙΑ vs ΠΑΝΤΑΛΕΟΝΤΑ Καλοί και άξιοι φίλοι μας οι τέσσερις ζωγράφοι, μα δείτε στον καθένα τους τι η ματιά μου γράφει: Ο πρώτος ζωγραφίζει αιδοία σφύζοντα κι αληθινά κι ο δεύτερος, άγια, μυρωδάτα αλλά κάπως μακρινά. Η τρίτη δε δουλεύει πια για το ψωμί-ψωμάκι κι ο τέταρτος για ακριβό, γιδίσιο βουτυράκι. Ο πρώτος μας εδώρισε παστέλ και τρία κορίτσια κι ο τέταρτος μας χάρισε μισό και ένα σκίτσα. Τον πρώτο τον εβρήκαμε στη Νάουσα κρυμμένο, το δεύτερο τον ψάξαμε, ματαίως, πεθαμένο. Τη Ράνια την εκθείασε ο μέγας Στεφανίδης κι είν’ έτοιμη να δοξαστεί μπορεί και σα Μοσχίδης. Τον τέταρτο τον έκανε μεγάλο το Τιτάνιον και η BizArt του γέμισε με λίρες το βαλάντιον.

ΕΛΥΤΗΣ vs ΣΕΦΕΡΗ Καλά το είπε ο γερο-σοφός Σεφέρης: Όπου και να την αγγίξεις, η Ελλάδα σε πληγώνει, γιατί «δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγές…» Όμως, αν σκάψεις λίγο πιο βαθιά απ’ τα ρηχά, αν μπεις στον κόπο να πας λιγάκι πιο μακριά, αν ταξιδέψεις στα βουνά και στα λαγκάδια, σίγουρα θα βρεις την Κολυμβήθρα όχι άδεια, στο λόγο Σολωμού, Ελύτη, Εμπειρίκου και Μπρετόν, και των άλλων- ουκ έστιν αριθμός – εφήβων ποιητών.

ACADEMY vs POETRY Την ακολούθησα καταγοητευμένος και την είδα ν’ ανεβαίνει ένα-ένα τα σκαλιά της ποίησης, του σπαραγμού, του στοχασμού, με όλη της τέχνης την οδύνη και αλήθεια. Λιτή κι ατόφια ομορφιά, χωρίς φρου-φρου, αρώματα κι απατηλά ψιμύθια. Και την ξανάδα, απογοητευμένος με Ακαδημία και Πανεπιστήμιο αγκαλιά. Μπήκε στο ένα μέγαρο και ξαναβγήκε, ντυμένη ως τα νύχια μ’ ακριβά γουναρικά. Μπήκε μετά στο άλλο μέγαρο και ξαναβγήκε, κατάξανθη και φορτωμένη με τζοβαϊρικά. Φίλε Νίκο συγχώρα με, μα εγώ την προτιμώ ακόμη κλεισμένη στην παρένθεσή σου και τώρα πια, με δικό μου ερωτηματικό.

LESS vs MORE Τι λένε οι διαφημίσεις και μας παραπλανούν: Το πολύ είναι πιο λίγο ή το λίγο, πιο πολύ; Τι λένε οι θεωρίες και μας ταλαιπωρούν: Λίγοι παράγουν το πολύ και το λίγο, οι πολλοί; Το 30, που λένε, κάνει το 70 και το 70, το 30; Δύσκολη η απάντηση και τότε και τώρα και πάντα. Έβλεπα το Γιάννη να παλεύει 10 ώρες για ένα έργο της στιγμής κι είδα την Ελένη να γεμίζει ένα βιβλίο με ταχύτητα αστραπής. Είδα και τον εαυτό μου να διασχίζει όλον τον κόλπο, σε κατάσταση μανίας, και να τρέμει ένα αυλάκι, σ’ ένα πικ μελαγχολίας. Διάβασα το «Ζαρατούστρα» σε μια νύχτα και μια μέρα και μου πήρε ο «Οδυσσέας» δύο πλήρη καλοκαίρια. Συμπέρασμα: «Μόνο η αρρυθμία κουράζει. Ποτέ ο ρυθμός, ακόμη κι ο φρενήρης». Και για να φτιάχνεις τα πάντα απ’ το μηδέν, πρέπει να είσαι πλήρης.

ΜΗΤΣΑΚΑΚΗΣ vs ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ Είπε ο μεγάλος: Εγώ είμαι ποιητής. Γράφω ποιήματα. Και μόνο αν μου περισσεύουν λέξεις, γράφω και για άλλα. Είπε ο μικρός: Εγώ είμαι κειμενογράφος. Γράφω για όλα τ’ άλλα. Και μόνο αν μου περισσεύουν λέξεις, γράφω και «ποιήματα».

ΠΑΛΑΙΟ-ΠΕΝΙΑ vs ΝΕΟ-ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ (Κάτι σαν γράμμα στην αδελφή μου) Αγαπητή μου αδελφή, κατ’ όνομα Ευτυχία, το ξέρεις, μα εγώ στο ξαναλέω πάλι: Τα χρήματα, η δόξα κι η μεγάλη εξουσία δε φέρνουν πάρα μόνο μαύρη παραζάλη! Θυμήσου και τη μαύρη μοίρα του Ωνάση: Τα λεφτά του, οι βίλες και το γιώτ του και η μεγάλη δόξα του, εν περιπτώσει πάση, δεν έσωσαν αυτόν, την κόρη και το γιο του! Θυμήσου πώς η μοίρα εκδικήθηκε το Μίδα που ό,τι έπιανε, γινότανε χρυσάφι, και είπε «Δώστε μου ξανά αυτό που είδα. Λίγο φαί! Φτάνει ο χρυσός! Τώρα, νισάφι!» Γύρνα, λοιπόν, κι εσύ ξανά στη φτώχεια να βρεις τη σπάνια Ευτυχία που σου ανήκει. Κι εγώ, στων εβδομήντα μου τα υστεροβρόχια, είδα του Ουράνιου Τόξου μια θαυμάσια νίκη! Και μη κοντής το ελάττωμα ξανά ονειδήσεις, και μη «Ζουμπά» ποτέ ξανά αποκαλέσεις. Συγγνώμη, ταπεινά, πρέπει να της ζητήσεις, και το Θεό, βοήθεια σου, να καλέσεις! Εγώ, και δόξα τω Θεώ, στο νοίκι είμαι. Δόξα και Πλούτη κι Εξουσία δεν κατέχω. Όλα τα απεμπολώ, στη φτώχεια κείμαι. Εσύ έχεις το όνομα, κι εγώ τη Χάρη έχω! Και όσα σου χρωστώ, πάλι θα στα γυρίσω. Μα σκέψου αυτό που λέγαμε μικρά παιδάκια: «Αν τάξω κάτι και ποτέ δεν το τηρήσω, με περιμένουνε κάπου τα....θυμαράκια!» Μόλις επέστρεψα απ’ τον τάφο του Μπαδόλα, στη Νάουσα, του φίλου μου καλού ζωγράφου. Κι αυτός δεν έδωσε όσα έταξε και τώρα, όλα τα «χαίρεται» άραγε στα βάθη ενός τάφου;

ΠΑΝΚΑΚΟΣ vs ΡΑΣΟΥΛΗ Στο Μάη του Ενιακόσια-εξηνταοκτώ, νέος εσύ, περί τα εικοσιοκτώ, πιο νέος αυτός, και τραυματίας. Αυτός παρέμεινε πάντα πιστός, γνήσιο παληκάρι, Κρητικός, ενώ εσύ, σαν άλλος «δηλωσίας», στον πάππο σου, το «Βενιζελικό», των Γερμανών το φίλο παν-καλό, έμοιασες κι εσύ, «τάλε κουάλε». Και τώρα, κάνεις τον παληκαρά, βρίζεις τους πάντες για έναν παρά και είσαι εκατό κιλά και βάλε. Γέρο μου, δήθεν σοσιαλιστή, ποιος σου ‘πε πως τα «φάγαμε μαζί», εσύ κι εμείς, τα σπουργιτάκια; Το δέμας σου τρώει καλά και ζει, ενώ τον έρημο τραγουδιστή τον τρώνε τώρα σκουλικάκια!


ΧΑΡΑΞΟΥ ΚΑΠΟΥ Μ’ ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ ΤΡΟΠΟ Στις Πηνελόπη, Φωτεινή, Αντουανέτα, Λαμπρινή, Αφροδίτη, Δανάη, Όλγα, και Λία, καθώς και σε όλες τις υπέροχες νυχτερινές συνομιλήτριές μου, στα πολλά ταξίδια μου στην Κρήτη ....................................................................

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ Κυρίες μου, το ίδιο όπως η Μαρία Νεφέλη, «ένα κορμί μου μένει και το δίνω» σ’ αυτές που ξέρουν να φυλάνε τ’ άγια μέλη, όπως τα λείψανα οι ιππότες στο Λονδίνο. Όμως, δε θα σας κάνω τη χάρη να σας γράψω εκεί όπου δεν πιάνει το μελάνι, γιατί ο έρωτας χωρίς αγάπη κι άδειος, Βεβαίως, θα μπορούσα ακόμη να «χαράξω» τα ίχνη μου στο ωραίο κορμί σας, και ήσυχος, «με γενναιοδωρία», να φύγω, όπως ήρθα, απ’ τη ζωή σας. Αλλά κυρίες μου, δε ήρθα εδώ να λαφυραγωγήσω τους θησαυρούς κλειστών υμένων. Ήρθα μονάχα να ιερουργήσω σε αγνά και γνήσια κορμιά παρθένων.

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΓΝΗ ΚΑΙ ΣΕΜNΗ ΠΑΡΘΕΝΑ Κόρη του Άγριου Βοριά, και γης της Αιολίδας, ψάξε βαθιά σου και θα βρεις την άκρη της πατρίδας. Μπορεί να έχεις την ψυχή Ατθίδας αλαζόνας, μα εγώ βλέπω στα μάτια σου το φως μιας αμαζόνας. Δες των ματιών σου την ωραία και αιχμηρή λοξάδα και δες, μετά, του δέρματος τη πι’ όμορφη ωχράδα. Μικρούλα μου, στην πιο βαθιά γωνίτσα της καρδιάς σου, φυσά βοριάς, φυσά νοτιάς, μα κι η αύρα της μαμάς σου. Και στου μυαλού σου τη γωνιά, όλοι οι ξύπνιοι βλέπουν: «Τα πάντα είναι πόλεμος και προς τον Ήλιο ρέπουν». Σήκωσε το ανάστημα, σκόπευσε ξένους τόπους και πέταξε το δόρυ σου πάνω απ’ τους ανθρώπους. Κι εγώ σε παρακολουθώ, σε βλέπω να πασχίζεις, με έρωτα Πλατωνικό κι αγάπη, τι νομίζεις; Μακάρι να ‘σουν κόρη μου, κι εσύ κι η άλλη, η Βλάχα, μα τότε θα ‘μουν άπληστος τρεις Γοργονίτσες να ‘χα!

3 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΠΗΝΕΛΟΠΗ

1. ΤΟ ΝΕΡΟ ΜΑΘΑΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΨΑ Το νερό μαθαίνεται μόνο απ’ τη δίψα, Η στεριά, απ’ τους ωκεανούς που έχεις περάσει, Η μεταφορά, από την άγρια οδύνη, Η ειρήνη, από τις μάχες που ‘χεις χάσει, Η αγάπη, απ’ τη μνημόσυνη μούχλα και μόνη, Και τα πουλιά; Τα πουλιά, μονάχα από το χιόνι. (Κι ο Έρωτας μονάχα από πατέρα θείο, Ή - ακόμη προτιμότερο - από ένα «θείο» θείο!)

2. ΠΡΩΤΑ ΔΙΨΑΜΕ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΜΙΛΑΕΙ Η ΦΥΣΗ Πρώτα διψάμε (και για Έρωτα) και μετά μιλάει η Φύση. Και μετά, όταν πεθάνουμε, Από δχάτυλα που περνάνε δίπλα μας. Για λίγο νεράκι ικετεύουμε. Αυτό υπδηλώνει την πιο φίνα θέληση Εκείνου που μας δίνει παρουσία. Είναι αυτό το σπουδαιότατο νερό στη δύση, Που ονομάζουμε «Αθανασία».

3. ΚΙ ΕΝΑ ΒΑΤΡΑΧΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΜΕΣ ΣΤΟ ΦΩΣ Κι ένα βατράχι (σαν εμένα) μπορεί να πεθάνει μες στο φως! Ο Θάνατος είναι ένας κοινότατος τόπος, Τόσο για κόμητες όσο και για φτωχούς, Για τα βατράχια και για τους ανθρώπους. Γιατί τότε κομπάζεις τόσο; Το προνόμιο του κουνουπιού Είναι ευρύ όσο και το δικό σου.

ΔΕΝ ΑΓΑΠΑΜΕ ΜΟΝΑΧΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ Άκου τώρα μια μικρή ιστορία πλούσιων ερώτων κι αυταπάτης. Σε μια εβδομήντα ετών πορεία, μόνο μια, αληθινής αγάπης. Στα δεκαεφτά μου ήπια σαμπάνια στο ποτήρι της πιο διάσημης βεντέτας. Στα σαράντα εφτά μου, μια για πάντα, ήπια το φιλί της πιο ωραίας γυναίκας. Στα είκοσι τρία, όμορφα κι ωραία, δέθηκα στο άρμα της Ελένης. Στα τριάντα οκτώ, τυχαία ή μοιραία, έμεινα μονάχος και εργένης. Στα σαράντα γνώρισα το πάθος, την αρρώστια, τη χολέρα, την καψούρα, που δεν είχε ούτε ύψος ούτε βάθος, παρά μόνο μιαν εφτάχρονη φαγούρα. Δε σου λέω για δεκάδες αρραβώνες, για δεκάδες πλατινένια δαχτυλίδια. Νέες, όμορφες, παρθένες, μόνες που τους κρέμασα ασήκωτα βαρίδια. Στα πενήντα τρία, άλλη Ελένη ωραία που έχει και το όνομα Ασπασία. Αυτή ναι, ήταν πράγματι μοιραία, με του έρωτα την πιο βαθιά ουσία.

ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ, ΓΙΝΕ ΘΕΤΗ ΚΟΡΗ ΜΟΥ! Η αγάπη χρόνια δεν κοιτά, και για να στο αποδείξω, κόρη μου θα σε χρίσω, για τώρα και μετά. Δεν είναι που σε θέλω εδώ, σε θέλω παραπέρα, τη νύχτα και τη μέρα , στην τελική μου οδό. Δε θέλω ούτε συντροφιά, ούτε υπηρεσίες, ούτε και παρουσίες, στη μαύρη συννεφιά. Θέλω μονάχα ν’ αγαπώ, κι εσύ να το γνωρίζεις, ποτέ να μη γυρίζεις, ακόμη κι αν στο πω.

ΔΙΑΘΗΚΗ Δεν έχω πλούτη ή λεφτά ν’ αφήσω. Ένα σπιτάκι έχω μόνο στο Ακρωτήρι, που, αν μου κάνει ο θεός μου το χατήρι, τα στερνά μου μου χρόνια εκεί θα ζήσω. Κι όταν φύγω, μετά δέκα ίσως χρόνια, με κοντά μου τους Νικόλα, Πηνελόπη, τη Σειρήνα, Αθηνά και κάπταν-Γιώτη, το σπιτάκι αυτό θα μείνει στα εγγόνια. Μα τα χίλια μου βιβλία και οι δίσκοι θα ‘θελα να πάνε σε σένα που διαβάζεις, Μικρή μου που δουλεύεις και σπουδάζεις κι είσαι κι όμορφη. Πού τον καιρό τον βρίσκεις; Και μην πείτε πως δεν έχω σώας φρένας. Τα έχω έως και χίλιατετρακόσα. Μάρτυς νου ο Θεός που μου ‘χει δώσει τόσα, όσα δεν έχει πάρει άλλος κανένας!

ΤΕΛΙΚΑ, ΝΑΙ, ΒΙΑΖΟΜΑΙ! Κάθε αίσθηση με δική της μνήμη, κι εγώ σε ξέρω μόνο με την όραση και κάπως με την ακοή. Οι άλλες τίποτα δεν αγαπούν και ίσως μάλιστα να σε μισούν, γιατί οξύνεις της ορφάνιας την αιχμή. Βέβαια, ξέρω. Κάθε αίσθηση, με τη δική της επιφύλαξη. Όλες αγάπη θέλουν με σειρά και τελαυταία μα κι αρχή, η πιο δύσκολη, η πιο κλεισμένη στην καχυποψία της: η αφή. Δε λέω. Δίκαιη η άσκηση κι αυτή η αλληλουχία εξετάσεων. Μόνο εκεί, στο τέρμα της δοκιμασίας, ο θείος έρωτας στενάζει. Θεέ μου, πόσο δύσκολο να συγκρατήσεις ένα άτι που καλπάζει!

ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ ΓΙΑ ΣΕΝΑ Αν είχα την τύχη ενός σουλτάνου, η πλούτο για να δατηρώ χαρέμι... Αν δεν είχα τη μικρότητα του νάνου και τη μοίρα Χριστιανού καντέμη... θα είχα χίλια αγόρια, χίλιες κόρες, εδώ και σ’ άλλες που γνωρίζω χώρες. Αν είχα τη γοητεία του Ελύτη, ή εξουσία σαν αυτή του Δία.... Αν είχα το ταμπεραμέντο αλήτη και του Χουντίνι μαγικό μανδύα.... θα έσπερνα ένα παιδί τη νύχτα, πριν πάω να κοιμηθώ και «Καληνύχτα!» Αν σ’ είχα εσένα αγάπη μου μονάχα, μία μονάχα νύχτα στο πλευρό μου... Ή μαζί σου, μία ώρα μόνο να ‘χα, όπως σε είδα εχθές τη νύχτα στ’ όνειρό μου... θα έκανα τον Οδυσσέα που ποθούσα ή την Κύνθια, την ξανθιά μακρυμαλλούσα. Φευ! Πρέπει να αρκεστώ στη φαντασία και μια, μονάχα νοερή, τελετουγία!

Η ΦΩΤΕΙΝΟΥΛΑ Τη λένε Φωτεινή κι είναι «όνομα και πράμα». Δεν είναι μια από τις άλλες, είναι η Μία. Δεν έρχεται απ’ την Ξάνθη, ούτε απ’ τη Δράμα, μα με το φως του Βελουχιώτη απ’ τη Λαμία. Δεν έχει γύρω της ζωσμένα φυσεκλίκια. Ακαταμάχητο όπλο, το χαμόγελό της. Κοιτάει κατάματα, μιλάει αντρίκια κι είναι σαν να ‘χει εμπρός τον άγγελό της. Τι κρίμα που είμαι γέρων και καμπούρης! Τι κρίμα που δεν είναι καν παιδί μου! Τι κρίμα που δεν είμαι καν μπακούρης για να της τάξω το μυαλό και το κορμί μου!

ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ Χαμογέλα μικρή μου, χαμογέλα. Με το φως των μαργαριταριών σου κατάγαυσε το σκοτάδι μου κι έλα να με πάρεις στον παράδεισό σου. Κλείσε τα ωραία σου μάτια. Κοιμήσου κι ονειρέψου ένα κόσμο παρθένο. Κι αν μπορείς, πάρε και μένα μαζί σου απ’ την κόλαση που επιμένω να μένω. Είμαι γέρων, εβδομηντακοντούτης κι είσαι νέα. Τι θέλω; Πού πάω; Είμαι άθλιος, γελοίος, ξεκούτης, μα τι φταίω που ακόμη αγαπάω;

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΟΥΑ-ΟΥΑ Θα σου πω και για τη Νέτα, τη Μαρία Αντουανέτα που έχει μαύρη-μαύρη κόμμη κι ούτε άσπρη τρίχα ακόμη και που μοιάζει στη Μπελούτσι και φοράει μόνο Γκούτσι κι είναι γκόμενα βαρβάτη σαν αδάμαστο άγριο άτι. Μπορεί να ‘ναι παντρεμένη με τον άντρα της δεμένη… Μπορεί να ‘χει δυο παιδάκια, γνήσια παλικαράκια… Μπορεί να ‘ναι πανωραία, σαν τη Μόνικα μοιραία… Μπορεί να ‘ναι businesswoman, αλλά πάντα pretty woman… Μπορεί να ‘ναι και Δροσίδα, σαν αυτή δροδοσταλίδα… Μπορεί να ‘ναι και Ελένη που τον Πάρι της προσμένει… Μπορεί να ‘ναι η Ασπασία με πολλή φαιά ουσία… Αρβανίτισα και τούτη, Άσπα-Ελένη, tuti-fruti… Μια και ντρέπομαι λιγάκι να σου κάνω ένα παιδάκι, με τη Νέτα θα το κάνω, πάνω-κάτω, κάτω-πάνω. Θα το πούμε ίσως Φραγκίσκο, το μόνο άγιο που βρίσκω. Μπορεί, ίσως Οδυσσέα - αν και προτιμώ Θησέα - να θυμίζει τον Ελύτη, τον elite κοσμοπολίτη που πιστός, γεμάτος θάρρος, μόνος σήκωσε το βάρος του Οδυσσέα του αλήτη, του χωρίς ήθος και πίστη. Ζωροάστρης και Ηλίας, της Ηράκλειτου Αρμονίας, της «ανόμου» Νομαρχίας, της Αρχής, της Αναρχίας. Θα το πούμε ίσως Κύνθια κι όχι «άγια» κολοκύθια, περιπέτεια να θυμίζει και καράβι που αρμενίζει… Να ‘χω Πηνελόπη, Νίκο, Κύνθια ή Σαν Φρανκίσκο. Να ‘χω Vision, να ‘χω Sky. Άλλο πια, αλλού δεν πάει. Τέλος-τέλος. Θεού δόξα! Φτάνει. Ως εδώ η λόξα!

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΠΑΠΑ-ΦΛΕΣΑ Τώρα δε θα μιλήσουμε για την ωραία Φλέσα που είναι έξυπνη μα δεν τολμά να φύγει από τα «μέσα». Εδώ θα προσπαθήσουμε με τόλμη και με μπέσα να κάνουμε μνημόσυνο στον Άγιο Παπαφλέσα. Ο Θοδωρής του έλεγε «Τρέχα και μη σταμάτα», να απελευθερώσουμε τη σκλάβα Καλαμάτα. Ήταν κι ο Μούρντζινος θαρρώ από την Καρδαμύλη, Κουτρέας, Γιούργας, Θόδωρος κι άλλοι καμπόσοι φίλοι. Μα ο Γερμανός επίσκοπος από τη Δημητσάνα, περίμενε των «Φιλικών» ν’ ακούσει την καμπάνα, για να σηκώσει λάβαρο στης Λαύρας το κανόνι, σίγουρος πως δε θα ‘χει κι αυτός την τύχη του Κατσώνη. Χωρίς ούτε το σύνθημα του ήρωα Κολοκοτρώνη που έτρεξε στην Τρίπολη, μετά την Καλαμάτα: «Τρέχα Δικαίε, Νικηταρά! Πλαπούτα μη σταμάτα!» Κι ο Παπφλέσας έσπευσε στην Πάτρα ως καταιγίδα, μη ξέροντας του Γερμανού την άνανδρη παγίδα. Άγιος μα και διάολος, γλύτωσε αυτό το χρόνο να πέσει τόσο άδοξα από χέρι αδελφοκτόνο. Λίγο-πολύ τους διώξανε απ’ το Μωριά τους Τούρκους, μα δεν τα καταφέρανε να διώξουν τους τραμπούκους, τους δεσποτάδες, τους δειλούς, τους άθλιους δωσιλόγους, τους γλύφτες κοτσαμπάσηδες, τους κλέφτες και τους «λόγιους». Κι έμειναν στην καμπούρα τους και πάλι οι Φαναριώτες. Πού είστε Ρήγα, Κοραή; Πού είστε πατριώτες; Κι εσύ Κοσμά μου άγιε κι εσύ Φεραίε Ρήγα; Ούτε ψύλλος στον κόρφο σας ή κώνωπας ή μύγα! Κι ήρθε πάλι ο Κιουταχής, του Δράμαλη η φάρα και ήρθε ο εμφύλιος, του γένους η κατάρα και όπως είπε ο Σολωμός απ του Κορφού τα κρύα, αυτοί που αλληλοσφάζονται δε θα ‘δουν ελευθερία. Κι αργότερα, ο Ιμπραήμ, του Νείλου παλικάρι, έβγαλε το ντουφέκι του απ’ τ’ αργυρό θηκάρι και κρύφτηκε ο Γερμανός από τη Δημητσάνα, των Φιλικών ακούοντας νέα διαταγή-κοτσάνα. Και μόνο ο Νικηταράς κι ο άγιος Παπαφλέσας, πιστοί στον άγιο νόμο τους, στον όρκο τους της μπέσας, στου Κοραή το πρόσταγμα «΄Ελληνες στοχαστείτε», ακόμη κι αν ως «Έλληνες» νοούσε «Αρβανίται», στο Θούριο του Βελεστινλή, του Ρήγα του Φεραίου, του Έλληνα του αυθεντικού, του τράγου του μοιραίου: «Καλύτερα η λευτεριά έστω και μιας στιγμούλας, παρά η λάγνα αγκαλιά μιας Φαναριοτοπούλας», πολέμησαν τον Ιμπραήμ, στο θρυλικό Μανιάκι κι έχασε ο Μωριάς το Δίκιο του κι έγινε «Μωριουδάκι». Κι εκεί, σε μάχη άνιση, έπεσε ο Παπαφλέσας, μα ο Ιμπραήμ τον σήκωσε στο όνομα της «μπέσας»,

τον φίλησε δεξιά-ζερβά στο μάγουλο με πάθος και ύστερα τον έθαψε σε ύψος και σε βάθος. Έτσι συμβαίνει μάτια μου σ’ άπαντες τους αιώνες, οι εχθροί τιμούν τους ήρωες κι ουχί οι απατεώνες. Όπως τον Καποδίστρια που οι ξένοι τον εκλάψαν, ενώ οι τάχα μου «ήρωες» στη λήθη τον εθάψαν. Όπως της Χίου τη σφαγή την έκλαψαν οι Γάλλοι, ενώ οι άρχοντες οι αστοί μιλούν σαν παπαγάλοι και λένε-λένε στα παιδιά χιλιάδες παραμύθια, αντί, όπως λέει ο ποιητής, να λένε την αλήθεια. Το ίδιο με τα δάνεια που έδωσαν οι «συμμάχοι», για πόλεμο με την Τουρκιά. Για πόλεμο ή μάχη; Τα ‘φαγαν οι πολιτικοί κι οι οικονομολόγοι. Μας στέρεψαν τα δάκρυα, μας έμειναν οι λόγοι. Γι αυτό καρδιά μου πίστευε μονάχα τους «ανάρχες». Αυτοί δε θέλουν πόλεμο, μόνο του δρόμου μάχες, μπας τελικά γλυτώσουμε από τις εξουσίες και ζήσουμε όπως θέλουμε σε ουράνιες πολιτείες…

Η ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ Άκου τώρα και μια νέα τρέλα: Στα Χανιά όπου βρισκόμουν λίγες μέρες, γνώρισα μια εικοσάχρονη κοπέλα, που δε θά ‘γγιζα ποτέ ούτε με σφαίρες.

Κι ω του θαύματος! Είναι κι αυτή βλαχούλα, 

απ’ την Τρίκη, αν και γεννήθηκε στο Πήλιο, όμορφη, ψηλή, λεπτή, ξανθούλα, Λαμπρυνή που θα καταύγαζε τον ήλιο. Σερβιτόρα σε μια κεντρική πλατεία, υπηρετεί και στην αεροπορία. «Έχω ανάγκη», απαντά κάπως αστεία στην αδιάκριτη μου απορία. «Δε μου αρέσει ο στρατός μα τι να κάνω; Συνεχίζω τις ανώτερες σπουδές μου. Άσε που, παράλληλα, μαθαίνω πιάνο. Βοηθάω κάπως και τις αδελφές μου. Βρε κορίτσια μου, φοβόμουνα λιγάκι, ότι πάει, είναι στο τέλος της η Ελλάδα. Μα οι δυο σας – με τι πείσμα και μεράκι, και στη νύχτα κουβαλάτε τη λιακάδα!

ΤΩΡΑ, ΑΓΑΠΩ ΚΑΙ ΜΙΑ ΔΑΝΑΗ Μη μ΄αφήνετε κορίτσια μου μονάχο. Κάθε μέρα που θα δω μια νέα γυναίκα, ερωτεύομαι και θέλω κι άλλη να ‘χω! Πόσες πια; Θα ‘ναι πάνω από δέκα! Σήμερα, μου έτυχε μια νέα. Όμορφη και ουράνια σα Δανάη. Φοβούμαι πως αυτή θα ‘ναι μοιραία, που ξανά στον ουρανό της θα με πάει! Δεν είναι δα τυχαίο που τη λέν Δανάη κι ούτε που κόρη είναι μίας Ευρυδίκης. Με τη μάνα της στον Άδη θα με πάει. Με του Ορφέα το χρησμό της καταδίκης. Με το Δία, σίγουρα, θα μ’ απατήσει, έστω και με της χρυσής βροχής ιδέα. Παρεκτός και αν με μένανε θελήσει να γεννήσει τον ηρωικό Περσέα Τότε εγώ, σα Δίας απ’ τον Ψηλορείτη, θα τον στείλω τη Γοργόνα να σκοτώσει και θα πάρω τη Δανάη μου στην Κρήτη, σε Θησέα για να με μεταμορφώσει. Φυσικά, ούτε Ελένη, ούτ’ εσένα θα σας σβήσω απ’ της καρδιάς τη μνήμη. Εσείς είστε γραμμένες με μια πένα που του Νώε η πλημμύρα δεν τη σβήνει.

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΝ ΟΛΓΑ Γλυκιά μου, ποιος σου είπε πως δε μπορείς να χαράξεις, όχι βέβαια το πρόσωπό του με βιτριόλι όπως οι προδομένες, μα το όνομά σου στη μνήμη του. Αν θέλει το κρατάει, αν όχι, κακό της κεφαλής του. Όμως, ακόμη καλύτερο είναι να γράψεις το άρωμά σου στο κορμί του γιατί, όπως ξέρεις, η μνήμη των αρωμάτων είναι άσβηστη. Φυσικά, το ακόμη καλύτερο είναι να μη γράψεις τίποτα. Άσε τον αυτόν να προσπαθήσει να γραφτεί. Κι αν μεν τα καταφέρει, θα ‘ναι αντάξιός σου. Αν όχι, μπορεί να είναι κι αυτός εραστής της Νεφέλης ή - το χειρότερο - να είναι αόρατο μελάνι που δεν πιάνει εκεί όπου, βεβαίως, τo ορατό μελάνι πάντα πιάνει.

Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Δε μιλώ γι’ αυτή την κλεμμένη, παχουλή κοντούλα του Λούβρου, που μόνο οι Ιάπωνες θαυμάζουν πια το αρχαίο «μέτρον άριστόν» της.(Επ’ ευκαιρία, εγώ, όταν πηγαίνω στα Παρίσια, μονάχα κάτω από την κλεμμένη Νίκη εκστασιάζομαι, και πάντα εύχομαι: αχ και να μπορούσε, σαν άλλη μια ευλογία των Καβείρων, να πετάξει πάνω μου και να με πάρει για κατάδυση μαζί της στο «Φονιά»!) Μιλώ για μια πανύψηλη, λεπτή, σύγχρονη Αφροδίτη της Κρήτης. Αλλά πώς να την απαγάγω, πού να την κρύψω, τι να της κάνω και τι να μου κάνει αυτή, που είναι νέα, όμορφη και έτοιμη για έρωτα, ενώ εγώ είμαι παρέ ένας γέροντας υπό κατάδυση στα θολά νερά του Αχέροντα;

ΣΤΗ ΛΕΙΑ ΒΙΤΑΛΗ ΜΕ ΠΟΛΥ ΣΕΒΑΣΜΟ Αγάπη μου Λεία, ωραία γυναίκα, είσαι ολόιδια με κάποια Μπεμπέκα. Είσαι η ίδια η μεγάλη κουκλάρα που αξίζει χρυσάφι και όχι Πεντάρα, που είδε η Ελένη να παίζει στη «Λόλα», με σώμα ολόγυμνο και «έξω όλα». Την είδα κι εγώ, με βαρύ μεσοφόρι, να παίζει την άσχημη γεροντοκόρη. Και έχεις συγγένεια με τη μεγάλη, την ιέρεια της τέχνης, την Κυρία Βιτάλη, που όταν άδει «το άγιο κάλλος» και που κι όταν γελά, είναι πόνος μεγάλος. θα σε κρίνω και θα σε μετρήσω, κι αν μ’ αρέσεις πολύ, δε θα σε φιλήσω. Εγώ αν σ' αρέσω, θα σου επιτρέψω ένα αθώο φιλί που θα σου επιστρέψω. Η τσικουδιά μου είναι από Κρήτη, απ’ τα’ Ανώγεια στον ψηλό Ψηλορείτη. Πρόσεξέ μόνο να μη μεθύσω. Αν και γερόντιο, μπορώ ν' αγαπήσω.

«ΚΑΜΑ – ΣΟΥΤΡΑ» Νεαρή κυρία και ωραία, που εμφανίζεστε και σα μοιραία, και ανέχομαι, είμαι εβδομήντα ετών και κάτι, κι είμ’ αργός και λάγνος στο κρεβάτι, το παραδέχομαι. Όμως, σας το λέω ειλικρινά το μυαλό μου λειτουργεί ικανά και το σώμα μου ειν’ ακμαίο. Πείτε μου τώρα κι εσείς αν μπορείτε και χωρίς χασίς, να κάνετε τον έρωτα ωραίο. Λέγοντας «ωραίο», εννοείται όρθιοι, πάνω, κάτω, και μην πείτε πως δε ντρέπομαι. Κάνετε μαζί μου «Κάμα-Σούτρα» και μη μου πετάξετε στα μούτρα πως εκτρέπομαι. Όσον αφορά το παρελθόν, ήμουν, υποτίθεται, απών στα τεκταινόμενα. Τώρα μ’ ενδιαφέρετε εσείς, χωρίς κόκα ή κόλα ή χασίς και παρεπόμενα.

Η ΑΝΑΜΟΝΗ ΑΥΞΑΝΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ Και πάλι συμφωνώ, αλλά θυμήσου, πριν να πας να κοιμηθείς με ειρήνη πως κι εγώ μπορεί να ρθω μαζί σου, στου ονείρου σου τη άγια γαλήνη. Και πάλι και σκέψου και σκέψου πως μου έταξες μια τσικουδιά να πιούμε. Έλα στου Ψυρρή μου κι εμπιστέψου. Κάτω απ’ το φεγγάρι θα τα πούμε. Μη καθυστερήσεις, πάμε γι’ άλλα. Τη Δευτέρα ξεκινάω για την Κρήτη, όπου με θυσίες κι έξοδα μεγάλα, προσπαθώ ένα μικρό να κτίσω σπίτι.

Η ΩΡΑΙΑ ΚΑΠΝΟΠΩΛΙΣΣΑ Το πούρο μου ‘κανε σαφώς καλό. Νομίζω, έσωσα το στήθος μου. Μπορεί να κέρδισα και κάποια χρόνια χωρίς να θυσιάσω και το ήθος μου. Μα το πιο σίγουρο κέρδος μου είναι που γνώρισα εσένα, μία Πριγκιπέσσα, όμορφη, πανέξυπνη, χαριτωμένη ακόμη κι αν μου βγεις μπαμπέσσα! Θαρρώ πως εσύ θα είσαι η πιο μοιραία ωραία γυναίκα στο τέλος της ζωής μου. Δεν ξέρω ούτε καν το όνομά σου, κι όμως, σε έχω ήδη στα βάθη της ψυχής μου. Είναι, ίσως, ντροπή και όνειδός μου, Μια, ούτε καν σαράντα ετών, κοπέλα, να σε σκέφτομαι απ’ την αυγή ως τη νύχτα και να φαντασιώνω μόνος, νύχτα-μέρα. Μέσα σε δύο μέρες που σε βλέπω, σε έχω ήδη δεκάκις αγαπήσει. Ελπίζω να μην έχω θίξει την τιμή σου. Κι αν ναί, ελπίζω να με έχεις συγχωρήσει. Βέβαια, φταις κι εσύ λιγάκι, που θέλησες να με απεκαλέσεις «υπέροχο». Μωρό μου, προφανώς δεν ξέρεις πόσο εύκολα ένα γέρο τον «αλέθεις»!

ΚΙ ΑΥΤΗ ΑΓΑΠΗ ΗΤΑΝ Σπουδαίο μάθημα μου είχε κάνει ο όλων των σφουγγοκωλαρίων εκλεκτός και του «μεγάλου» Τσώρτσιλ κολλητός που όλοι τον φωνάζαν «κάπταιν Γιάννη». Δημοσιογραφίσκοι εμείς κι αυτός εφοπλιστής, μετά την παρουσίαση των νέων business του,* μας κάλεσε για ένα «ασήμαντο δωράκι» πενήντα μόνο χιλιάδων (50.000) μετρητοίς. Μέγας πειρασμός για έναν άμισθο ακόμη μαθητευόμενο συντάκτη του «Οικονομικός». Μάζεψα το κουράγιο μου και του ‘πα: «Ευχαριστώ πολύ, αλλά ήδη αμείβομαι επαρκώς.» Κι εκείνος, ο μεγιστάνας, ο σοφός μου είπε κυνικά: «Παιδί μου, εσύ δε θα προκόψεις οικονομικά. Δε θα πάρεις το μπαχτσίσι, αλλά να σου πω; Εγώ μονάχα τέτοιους, σαν εσένα, αγαπώ!

ΑΚΟΜΗ ΣΙΩΠΗ; (Παραλλαγή) Αν όμως, σας ενοχλεί υπερβολικά η φιλία μου, Πείτε μου να περάσω και πάλι στην όχθη της σιωπής. Έτσι κι αλλιώς, εγώ συνήθισα να ζω στην προσμονή, και δε θα μου κακοφανεί μια ακόμη αποτυχία «ταπεινή». Όμως, εσείς θα χάσετε ίσως μία ευκαιρία ν’ αποδείξετε πως τολμάτε κι ως την αθανασία να πηδήξετε!


ΟΙ 23 ΓΑΤΟΙ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΥ ΣΑΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ Αφιερωμένο – πού αλλού; - στο σγγραφέα του πρωτοτύπου Οι γάτοι τουλάχιστον και όχι μόνον, / ακόμη και οι γάτες, / παλεύουνε λεβέντικα Τ.Μ. ....................................................................

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ Άκου τώρα καλέ μου φίλε Δήμου Νίκο Με περνάς πάντα δυο πόντους και δυο χρόνια, κιι ενώ ομοιάζεις καλοταϊσμένο λύκο, εγώ έχω στο μουστάκι ήδη χιόνια. Θα σου το πω χωρίς θορύβους κι άδειους γδούπους. Χωρίς τα Κακαβελάκεια «λόγια» λόγια Homo homini - τώρα και πάντα – lupus, ωσάν τον αρουραίο που βγαίνει από υπόγεια. Κι όμως, δε μπορείς πιο πέρα απ’ τους ανθρώπους, να αγαπήσεις τα ανθρώπινα τραγούδια. Και δε μπορείς, πιο πέρα απ’ τους Αγίους τόπους, να βάλεις τα Εμπειρίκια χέρια-λουλούδια. Κάποτε όμως, πριν εσένα συναντήσω, γνώρισα αυτούς που έχεις κάνει αθανάτους. Πριν τους «Ίμερους» και τη «Δυστυχία» σου γνωρίσω, εγνώρισα και αγάπησα πολύ τους «Γάτους». Εσύ τους πήρες και τους έκανες ποιήματα. Εγώ έγραψα για τα θαλάσσια λουλούδια. Πατώντας, τώρα, στα δικά σου τα πατήματα, θα προσπαθήσω να τα κάνω πιο τραγούδια. Αν δε σου αρέσουν, στα απορρίμματα ή έστω σε καμιά γωνιά του κήπου. Μα αν αξίζουν κάτι σαν παρα-ποιήματα, βρες κάποιο να τους ντύσει με τη μουσική του. Θα έλεγα πως πιο κατάλληλος θα ‘ταν, αν ακόμη ζούσε, ο Χατζηδάκις. Μα ο πιο πλησίον και παράλληλος είναι πια τώρα ο Νίκος ο Ξυδάκης. Άλλο τόσο ικανοί είν’οι Μικρούτσικοι, μα εξίσου φοβερός κι ο Μαχαιρίτσας,, και αν αυτοί δε μας γουστάρουν, είν’ καλούτσικοι Σπανός, Τσακνής, Κραούνης,Κατσιμίχας. Η ΓΑΤΑ ΨΙΨΗ, Η ΓΑΤΑ-ΤΥΨΗ Εικόνα της υπομονής έξω από το περβάζι. Στη ζέστη του τζακιού εμείς κι αυτή να μας κοιτάζει.

Τη βάλαμε, ήταν τρυφερή,

ήξερε από γιατάκια. Μας γέννησε φιρί-φιρί τέσσερα ωραία γατάκια. Τι να τα κάναμε ολ’ αυτά; Κρατήσαμε το Μούψη. Τα άλλα τα χαρίσαμε σε φίλους σαν τον Κούψη. Όμως, η Ψίψη σταθερά, ωραία και μοιραία, γατιά γεννούσε στη σειρά υγιή και ρωμαλέα. Οι φίλοι δεν τα θέλαν πια. Τη βάλαμε στο αμάξι, την πήγαμε πολύ μακριά και φύγαμε με τάξη. Το βράδυ ξαναπήγαμε, τι έγινε να δούμε κι η Ψίψη μας περίμενε. Μαζί της τώρα ζούμε.

Ο ΓΑΤΟΣ ΚΡΟΥ Οι άλλοι λένε νιάου-νιάου, ρνιαρ, αυτός κάνει μονάχα κρου και κρου και κρου. Έναν ήχο, σα λυγμό, που ούτε ραντάρ δεν τον πιάνει σε κορφή όρους φαλακρού. Είναι πάντα μονάχος του, πάντα μοναχικός, σαν του Μπωντλέρ τον «Άλμπατρο», σαν «Άνθος του κακού». Θύμα «αγάπης», έγινε κι αυτός κακός κι είχε τη μοίρα του Όλιβερ, του τέλειου ορφανού. Αυτός δεν ψάχνει για ψαράκι, ψημένο ή ωμό. Μονάχα στέγη, κάποιο σπίτι θέλει ο φουκαράς. Κρύβεται κάτω από τον καναπέ ή το κομό. Κλείνει τα μάτια και δε σε κοιτά, όταν τον κοιτάς. Είδα τον Ουρανό, τη Νοσταλγία του Γυρισμού στου Κρου την όλο παράπονο και θρήνο οιμωγή. Είδα του Οδυσσέα τη μνήμη του ανωθρώσκοντος καπνού και του Ελύτη την πιο άυλη και άηχη κραυγή.

Η ΚΥΡΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ Σα μακρινό ταξίδι της νύχτας, πέρα απ’ τον ορίζοντα, αυτή η πανέμορφη ρομαντική της Νύχτας η Κυρία στο παραθύρι μου με μάτια ιριδίζοντα, κοιτάζει μέσα με μια αθώα απορία. Κυρία Μποβαρύ, με πειθαρχημένη περιέργεια, με συγκατάβαση, δίνει στο χάδι μόνο αξία. Χάνεται μήνες και γυρίζει για συνέργια δραπέτη απ’ την αστική μας ασφυξία.

ΤΟ ΑΓΧΟΣ ΤΟΥ ΝΤΑΓΙΑΝ (σχεδόν ως έχει) Ο Νταγιάν – μαύρη βούλα στο ένα μάτι – τρώει τα νύχια του στα παραθύρια. Κοντοπόδαρος, δέκα ετών και κάτι, με βραχνή κι απαίσια φωνή για πανηγύρια. Όλη μέρα κρέμεται στα τζάμια, φωνάζοντας να μπει κι αμέσως μπαίνει. Και μόλις μπει – αυτό κι αν είναι δράμα! – φωνάζει για να βγει κι αμέσως βγαίνει. Σύμβολο κι αυτός άγιας ελευθερίας, τον πλακώνουνε οι τοίχοι, τα ταβάνια κι όλο άγχος και κραυγούλες αγωνίας, σαν του Τσέχωφ τον καλό, το θείο Βάνια.

Ο ΜΟΥΨΗΣ (σχεδόν ως έχει) Στωικός σαν Έλληνας της Αιολίας. Ακίνητος ώρες και μέρες κι εβδομάδες. Πρίγκιπας της σοφής ακινησίας, ούτε μια σκέψη, μα ούτε τεμενάδες. Όταν οι άνθρωποι μιλούν για ενδοσκόπηση, γι’ αυτοσυγκέντρωση και περισυλλογή, του Μούψη ενθυμούμαι τη θεώρηση, λιτή, σοφή και σαν ατσάλι συμπαγή.

ΤΟ ΓΑΤΣΑΣΤΣΟΝΙ (ακριβώς ως έχει) Τι ήταν, τι πέρασε μέσα στο χιόνι; Έφυγε-χάθηκε: το Γατσατσόνι! Με τι ταχύτητα φεύγει, σιμώνει, γρήγορο, αθόρυβο: το Γατσατσόνι! Λείπει το κόκαλο, πάει το πλεμόνι; Ήταν – δεν ήτανε το Γατσατσόνι. Γκρίζα πατήματα στ’ άσπρο σεντόνι, σίγουρα, σίγουρα το Γατσατσόνι. Αχνός στο σούρουπο, όταν νυχτώνει, άπιαστο, ανείδωτο το Γατσατσόνι! Ανεμοστρόβιλος, σύννεφο, σκόνη, το Γατσατσόνι, το Γατσατσόνι.

ΤΟ ΝΙΝΙ Πώς ξέρει, κάθε φορά που με πιάνουν οι πόνοι, όλο δυο μάτια, όλο μ’ αγάπη, κοντά μου σιμώνει; Πώς ξέρει, κάθε φορά που δουλεύω τη νύχτα, με κοιτάζει ακίνητο κι ούτε μια απλή «καληνύχτα»; Πώς με νιώθει και κινείται σωστά, πριν από μένα; Πατάει σίγουρα, Αναστενάρης σε ξύλα αναμμένα; Τόσα χρόνια γατούλη μου κι ούτε μια κίνηση-λάθος! Ποιος τάχα μου άνθρωπος θα το μπορούσε μ’ αυτό το πάθος;

ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ (ακριβώς ως έχει) Δυο μηνών η Σιντερέλα , παίζει με μια πεταλούδα. Τι όμορφη η πεταλούδα, τι χαριτωμένη η Σιντερέλα! Η Σιντερέλα τρώει την πεταλούδα!

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΥΔΩΝΙΑΣ Τρεις δισθεόρατοι του λύκου απόγονοι πηδήξανε το φράχτη. Προλάβαινε ο Μούψης. Γύρισε πάνω τους, με ολόρθια τη ράχη. Σαν τίγρης βρυχήθηκε, με τρίχα κάγκελο στα δέκα του και κάτι. «Είμ’ έτοιμος» έλεγε «και αν κοτάτε, ελάτε για τη μάχη!» Έχουν και τα δικά τους στενά Θερμοπυλών ακόμη κι οι γάτοι κι ούτε στεφάνι για αυτούς, ούτε Σιμωνίδης για να γράψει κάτι. (Οι γάτοι τουλάχιστον και όχι μόνον, ακόμη και οι γάτες, παλεύουνε λεβέντικα και μόνοι και δίχως Εφιάλτες!)

Η ΓΡΙΑ ΠΙΠΣΗ Εμείς δεν ξέραμε, σαν πήραμε το σπίτι. Ένοικος η γάτα εδώ, δέκα και βάλε χρόνια. Πέθανε ο γέρος και όπως ο γιος του ιδιοκτήτη, η γάτα πήρε τα βουνά με ήλιο ή χιόνια Τα βράδια στέκονταν κοντά στο παραθύρι, με άγρια, κόκκινα μάτια, να πονάει. Ούτε να μπει για να μας κάνει το χατίρι, ούτε να φύγει, μα ούτε και να φάει. Μπήκε μονάχα ένα βράδυ για τη γέννα. Μεγάλωσε όλα τα μικρά της πριν τ’ αφήσει. Μας χάρισε και τη μικρή μας Νένα κι ύστερα πήγε στο καλό, μόνη να ζήσει.

Ο ΜΑΤΙΑΣ Από κάποια αρρώστια εμβρυική, αντί για μάτια, βουβά εξογκώματα και νάτος ο Μάτιας, τυφλός! Μια νύχτα ένας βάρβαρος σκύλος τον κάνει κομμάτια κι ο Μάτιας ανήμπορος να αντιδράσει, ο φτωχός. Ας μας πει τώρα ο θεολόγος και του Θεού ο πιστός, γιατί έπρεπε ο Μάτιας να γεννηθεί δίχως τα μάτια και να γίνει βορά. Κι αν υπάρχει ο Χριστός, ας του δώσει το έλεος και ας ενώσει ξανά τα κομμάτια!

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΕΚΟ Νιάου, είπε ο Αλέκος, που θα πει «πεινάω». Όποιος πεινάει έχει δίκιο, είπα εγώ, μόνο που ταϊζω κι άλλους, όπου πάω, που θέλουνε ψαράκι, ούτε κρέας, ούτε αυγό. Νιάου, ξανάπε ο Αλέκος κι εγώ του ξαναγνέφω: Όποιος πεινάει έχει δίκιο, παντού κι εδώ. Μα πόσους μπορώ εγώ μόνος μου να τρέφω; Εγώ φταίω αν οι άνθρωποι δεν έχουν έλεος ή αιδώ;

Ο ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ Ήταν στρατιώτης, λανσεδές, σολδάτος, γερασμένος στον πόλεμο και στον καβγά, της περιοχής αφέντης ο άγριος γάτος, πριν εγκατασταθεί ο Μούψης στον καμβά. Πρόσωπο σοβαρό, σκληρό και από ανάγκη. Η μοίρα του τον βάραινε και δαύτον, να ζει με μάχες, σα μια τίγρη του αυθέντη Γάγγη και σαν του Ηράκλειτου τον πόλεμο των πάντων. Δύο χρόνια βάσταξε ο άγριος καβγάς τους, για να νικήσει τελικά ο πιο-πιο νέος. Ο εγκληματίας δεν καθότανε στ’ αυγά του. Του Μούψη σύμμαχος και ο γιατρός, βεβαίως, Χάθηκε ο φονιάς, μα μια φορά τον είδα, με ένα μόνο μάτι και με πόδι πληγωμένο. Ποιος να ξέρει σε ποιαν έπεσε παγίδα; Φταίει ο μισθοφόρος ή όποιος τον έχει μισθωμένο;

Ο ΤΑΛΕΫΡΑΝΔΟΣ ΝΕΚΡΟΣ (σχεδόν ως έχει) Δε βρήκε το κουράγιο να κρυφτεί για να πεθάνει - απόμερα - σαν κύριος. Στη μέση της βεράντας μας τον είχα βρει. Ήταν σκελετωμένος και πολύ μυστήριος. Ένας μικρούλης γάτος, λιγοστός σα νάνος. Κάποια πληγή στο πόδι τον έκανε χωλό. - Εξ ου και τ’ όνομα Ταλεϋράνδος - Χαζός, ανάποδος, να παριστάνει το δειλό, Να ‘χε τουλάχιστον την πονηρία του Χωλού, θα μπορούσε, ίσως, και να επιζήσει. Μα ήταν έντιμος, τη μοίρα είχε τρελού, που μόνο στο φαί μπορεί να ελπίσει. Τον μνημονεύω για να μείνει κάτι κι απ’ αυτόν, κάτι απ’ το νάνο, το φτωχό Ταλεϋράνδο, που ήταν χαζούλης. Τι άλλωστε να πω; Απλό μνημόσυνο του κάνω και τον άδω.

Ο ΙΑΒΕΡΗΣ (σχεδόν ως έχει) Ο ένας μισός, ομ άλλος δειλός. Μετά δυο χρόνια, τον είπαμε Ιαβέρη. Του Ταλεϋράνδου ήταν αδελφός, που η ίδια μάνα στη ζωή τον είχε φέρει. Είχε νοοτροπία αστυνομικού. Καχύποπτος κι όταν τον τάιζες ψαράκια. Τεράστιος, με μάτια ψυχρού κακού, που κυριαρχεί σε ρούγες και σοκάκια.

Η ΜΙΝΙ 40 ΗΜΕΡΩΝ Είναι ένα μικρό γατάκι που όλο χουρχουρίζει, που σε νιώθει, αν κι απ’ τη μάνα τρώει ακόμη. Που αν σε διάλεξε για φίλο, σε ξεχωρίζει και σου φέρεται σαν πρίγκιπας σε κόμη. Είναι ένα μικρό γατάκι είκοσι πόντων χάρη, που ακόμη δε μπορεί ούτε ν’ ανασάνει, αλλά μόλις το ακουμπάς, παίρνεις χαμπάρι πως τη δύναμη έχει να σε γειάνει.

Ο ΕΥΝΟΥΧΟΣ Δε λέω τα’ όνομά του γιατί ντρέπομαι. Ήταν ο πιο λεβέντης γάτος μες στη γειτονιά μου. Τον πήγα σε γιατρό και τώρα επαίρομαι πως είναι ήρεμος και κλαίω απ’ τη «χαρά» μου. Ήταν λεβέντης, μα τον έφθειρε ο πόλεμος κι ο έρωτας, χωρίς φαί και ύπνο. Μήνες ολόκληρους τριγύριζε ο έρημος και τώρα έχει και το γεύμα και το δείπνο. Εγώ δεν άντεξα της φτώχειας την αντίσταση και αποφάσισα, τον έκανα ευνούχο. Ζω τώρα μέσα σε μια τραγική αντίφαση. «Ήταν καλό» μου λέει η τύψη που ‘χω.

Η ΓΑΤΑ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ Ήρθε στο καφενείο του χωριού και κάθισε στο πλάι μου δυο ώρες. Μου πήρε την καρδιά μα και το νου. Έβρεξε και την άφησα στις μπόρες.

Ο ΑΣΠΡΟΥΛΗΣ Πώς γίνεται ένα τόσο δα γατάκι να γίνεται πιο τρυφερός Ασππρούλης; Πώς γίνεται ένα τόσο άτακτο μωράκι να είναι σήμερα ο αγαθός γατούλης; Γίνεται δύσκολα, με υπομονή και αγάπη, Γίνεται. Πώς δε γίνεται παιδί μου; Αρκεί να είσαι αληθινός, χωρίς απάτη και να ‘χεις μια καρδιά σαν τη δική μου.

Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ Η ΓΑΤΑ Χρόνια στη μέση του παχιού χαλιού. Μόνιμη και ατάραχη σα Βούδας. Σύμβολο του νηφάλιου μυαλού κι ανεξιχνίαστη σα νέος Ιούδας. Περνά ο κύριος Πρωθυπουργός κι αυτή βουβή, στο επίκεντρο του χώρου. Χειροκροτήματα. Θα φύγει ο εξαποδός; Τι λέτε; Απαλλάσσεται του φόρου!

ΟΙ ΓΑΤΟΙ ΤΩΝ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΩΝ Ποιος χάιδεψε τους γάτους των νεκροταφείων; Οι παπάδες τους κλωτσάνε και οι φύλακες εξίσου και οι συγγενείς κι οι φίλοι των γραφείων, μα και οι νεκροί, εάν μπορούσαν να κλωτσήσουν. Και οι γάτοι, μακάβριοι και πειναλέοι, ανάμεσα στους τάφους τριγυρίζουν. Εγώ τους βλέπω κι η ψυχή μου κλαίει και το φαί που δίνω το καταβροχθίζουν. Ανάμεσα στους συγγενείς των πεθαμένων, κυκλοφορώ, ο μόνος συγγενής των γάτων των πάντα βιαστικών κι αγριεμένων που ούτ’ ένα χάδι μου δεν τους κρατάει κάτω.

ΘΑΝΑΤΟΣ Στην Εθνική Οδό τρέχω με φούρια, όταν στη μέση βλέπω μία γάτα να κοιμάται. Γύρω της φορτηγά, νταλίκες-φρούρια κι αυτή δεν ανασαίνει, ούτε θυμάται.

ΟΙ ΓΑΤΟΙ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ Οι γάτοι του Φονταίν, υποκριτές και φαύλοι, όμοιοι με αυλικούς και πορνογράφους, που χόρτασαν από τα γυναικεία κάλλη και παν για κοσμικούς αγιογράφους. Οι γάτοι του Έλιοτ, κατασκευασμένοι μ’ Οξφορδιανό χιούμορ, κενό γεμάτοι, κούφιοι σαν να είναι κουρδισμένοι, γάτοι-μη γάτοι, μία γνήσια αυταπάτη! Οι γάτες οι πιο ζωντανές της Κολέτ είναι και του Μποντλαίρ οι γνήσιες, οι γυναικείες. Μα στης κατάρας του Βερλαίν το παραείναι, οι γάτες-μουσικές που ηχούν σα μελωδίες. Οι γάτες της εκδίκησης είναι του Πόε και μεταφυσική η γάτα του Σεσάιρ. Άπειρα επιμερισμένη ως φύλλα Αλόε, γνήσια γεωμετρία του Κάρολ η Υορκσάιρ. Εμείς έχουμε τη γάτα του Ροϊδη, την Τούτη και τη Ραμαζάνη του Σεφέρη και, τελικά, τις γάτες που ζωγράφισα ήδη με πινελιές αδρές σε τούτο το τεφτέρι.


Π Ρ Ο Σ Ω Η Ρ Ε Μ Α: Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΠΤΩΧΟΥ ΠΛΗΝ ΕΝΤΙΜΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ (10 + 1 ραψωδίες για γέλια και για κλάματα Στους φίλους και πρώην συναδέλφους μου των εταιριών RILKEN και HENKEL και ιδιαίτερα στην πανέμορφη και ευφυή φίλη μου Έβελυν Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία Ανδρέας Κάλβος, ΩΔΕΣ ....................................................................

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ - ΑΓΑΠΗΣΑ ΚΑΙ ΔΩΔΕΚΑ ΑΝΔΡΕΣ Ο πρώτος ήταν ο Βαγγέλης Αδρεαδάκης. Ωραίος, αθλητής, μέτριος μαθητής, καλό παιδί και τώρα, συνταξιούχος φροντιστής και γέρος, Δεύτερος ήταν ο Μανώλης Χατζιδάκης. Μέτριος μαθητής, καλός τραγουδιστής, καλό παιδί και τώρα, ορθόδοξος παπάς και θρήσκος βέρος. Τρίτος ήταν ο Γιωργής Αντωνακάκης. Μέτριος μαθητής και μαστροχαλαστής, καλός κι αυτός, μα τώρα, στα Ηλύσια Πεδία, του Θεού ζωγράφος. Τέταρτος ήταν ο Δημήτρης Μιχαλάκης. Καλός ως μαθητής και ποδοσφαιριστής, καλό παιδί και τώρα, πατήρ, παππούς κι ολίγον ΠΡΟ-ΠΟγράφος. Πέμπτος ο Σητειακός, ο Νίκος Τσιριλάκης. Άριστος μαθητής, σπουδαίος φοιτητής, καλό παιδί και τώρα, γιατρός στις ΗΠΑ και στο ήθος βράχος. Στο έξι, ο αείμνηστος Βαγγέλης Παπαλεωνίδας. Άριστος φοιτητής, άπονος εραστής, «κακό» παιδί, μα τώρα, στου παραδείσιου έρωτα το βάθος. Έβδομος ήτανε ο Μάριος Χαριτόπουλος. Καλός αγωνιστής, σπουδαίος μαρξιστής, γνήσιος κύριος, μα τώρα, δίπλα στο Λένιν, να διδάσκει αφεντάδες. Όγδοος θα είναι πάντα ο Στάθης Βουτσαράς. Ωραίος, κωμικός, πολύ κοινωνικός, καλό παιδί και τώρα, ακόμη εραστής, με πανωραίες μυριάδες. Ένατος ήταν ο κυρ-Αλέκος Καβαλιέρης. Δαιμόνιος, στιβαρός, σα σίδερο σκληρός, καλός κι αυτός, αν και τώρα, του Μιχαήλ Αγγέλου αντιγραφέας. Στο δέκα το καλό, ο Ανδρέας Κουτσουρέλης. Φαγάς, πιοτής, μεγάλος εραστής, καλό παιδί, μα τώρα, πατήρ, παππούς, δουλεύει σα μεταφορέας. Ενδέκατος ήταν ο ωραίος Ανακρέων Καναβάκης. Καλός χιουμοριστής, σπουδαίος γραφιστής, καλό παιδί και τώρα, μικρός διαφημιστής, μα αριστοκράτωρ. Στο δώδεκα, ο αείμνηστος, ο Γιώργης Λότσης. Καλός αγωνιστής, σπουδαίος μαρξιστής, γνήσιος κύριος, μα τώρα, δίπλα στο Λένιν, φιλοσοφίας διδάκτωρ. Περίεργο που, ενώ αγαπώ γυναίκες,, αγάπησα και τόσα αρσενικά - εννοείται, αυστηρώς πλατωνιστί - . Κι όμως, μου έτυχε να κάνω τρέλες με μια όμορφη κα λίαν θηλυκιά που, όπως απεδείχθη, ήταν τραβεστί!

ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΓΙΝΑN 14 Πες δυσιδαιμονία μου! Δεν πάω στο δεκατρία.. Σπεύδω, λοιπόν, να πάω, με τα πόδια, Στο φίλο μου των εβδομηντατρία, με τ’ άφθονα ταλέντα και εφόδια. Μιλώ για την δεκαετία του εξήντα, του «Ανένδοτου», της «Ανοιξης», του Τσίρκα, του άγιου «Μάη» του Παρισιού, και του εβδομήντα, του Πολυχνείου και της Ουτοπίας την ήττα. Σ’ όλα αυτά, ο φίλος πρωταγωνιστούσε, Γραμμή; Στην πιο προχωρημένη του μετώπου. Πότε με πάθος για Παιδεία αρθρογραφούσε, και πότε στο Πολυτεχνείο, επί τόπου. Και ποιος δεν ήξερε τον φίλο, το Μηνά μας; Ποιος δεν εδιάβαζε τα «Νέα», αυτά τα χρόνια; Ποιος δεν εκτίμησε βαθιά τον ήρωά μας; Παιδιά, γυναίκες, άνδρες και γερόντια. Μα πιο πολύ τον αγαπούσε μια κοπέλα, γιατί κι αυτός τη λάτρεψε, με πάθος. Μάλλον αγάπησε πολλές, με τρέλα, Αν κρίνω των ποιημάτων του το βάθος. Είναι μεγάλος ποιητής; Φίλε μου κρίνε. Όπως μου είπε, κάποτε, ο Νίκος Δήμου: «Αυτό που έχει σημασία η Ποίηση είναι, κι όχι το κάθε ποίημα, είναι η άποψή μου». Συμφωνώ κι εγώ και, κατ’ανάγκην, έστω, γιατί κι εγώ στιχάκια απλοϊκά σς δίνω. Κι αν έχεις κάτι να μας, ρε φίλε, πες το, κι εγώ θα σ’ αγαπώ πολύ και δε θα κρίνω!

1. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΘΗΣΕΑ Πάνα τον λεν τον ποιητή, το γένος Μητσακάκη και τον παππού απ’ τα Χανιά, τον λέγανε Πετράκη. Στη Νέα Χώρα γεννηθείς, στη Στεία ενετράφη, δεν ήπια γάλα μητρικό, με κατσικίσιο ετράφη, γιατί ο πατέρας τιυ έλειπε στη μακρινή Αλβανία και η φτωχή μητέρα του, σ’ ίδρυμα με μανία. Των Μητσακάκηδων οι γενιές, στην ορεινή Σητεία, καλοί ποιμένες, γεωργοί, χορός, δουλειά κι αστεία.. Και στα Χανιά, οι Πετράκηδες, αγρότες και ξωμάχοι, αντάρτες, μπαϊραχτάρηδες και Μακεδονομάχοι, τραγουδιστές ριζίτικων και εραστές ωραίοι, μα και πολεμιστές καλοί, ηρωικοί, μοιραίοι. Άριστος ήταν ο Οθησεύς, στα γράμματα σπουδαίος, και στα συλλαλητήρια μπροστάρης και γενναίος. Έγραφε και στον «Κηρυκα» του Κώστα Μητσοτάκη και του ‘δωσε συνέντευξη ως και η Βουγιουκλάκη. (Αργότερα, την είδε πια να παίζει στου «Μουσούρη», κι αυτή φιλάκι του ΄δωσε στο στόμα του μπακούρη. «Μα με το διάδοχο δεν πάς, δεν τρώτε το φυστίκι; Άσε, δε θέλει η μάνα του μιά νέα Φρειδερίκη!») Έγραφε και ποιήματα, έργα σκηνοθετούσε, τα βράδια με τους φίλους του καντάδες τραγουδούσε. Με Πολυράκη έπαιξε σαν άλλος Πήτερ Σέλερς. (Εκείνος έγινε γιατρός και συγγραφεύς μπεστ σέλερς) Από την Κρήτη ξεκινά ο μίτος του Οθησέα και ξετυλίγεται αργά στην πόλη του Αιγαία. Με «Κήρυκες» στο χέρι του και γράμμα του δεσπότη, πάει και βρίσκει τον τρανό του «Βήματος» εκδότη. Δυο μήνες επερίμενε στο χιόνι και στο κρύο και τελικά, τον δέχτηκε του ΔΟΛ το νέο θηρίο. Άμισθος ήταν ο έρημος, πεινάλας-φοιτητάκι, μέχρι που η τύχη του ‘στειλε το θείο Κακαβελάκη. Τον ήξερε απ’ την κατοχή κι από μικρό κοπέλι, απ’ της γιαγιάς του το χωριό, που πήγαν για καρβέλι. Δημόσιες Σχέσεις έκανε για την Οικονομία» και κάπου-κάπου έγραφε τη στήλη «Αγρονομία», μέχρι που ο νέος διευθυντής, ο Κύριος Μαρίνος του έδωσε καλό μισθό «να τρως» του λέει εκείνος. (Ένα δικό του ρεπορτάζ για την Αγιά Εγαλέα, προκάλεσε επέμβαση του Κρήτα εισαγγελέα. Λάδι της προσκομίζανε οι αγρότες στα χωριά τους και με το ποδοζούμι της, πότιζαν τα παιδιά τους.) Γνώρισε άνδρες διαπρεπείς, όπως το Σαμαράκη, τον Τσίρκα, το Βασιλικό, το Γιάννη Θεοδωράκη, τους Δήμου, Γκούφα, Καζαντζή, Ιάκωβο Καμπανέλη, Λευτέρη Παπαδόπουλο, τότε καλό κοπέλι, το φοιτητάκο Φασιανό, Μόραλη και Τσαρούχη, που αν κράταγε ένα έργο τους, τώρα θα ‘χε τσαρούχι. Λίγο πριν πάει στο στρατό, του έστειλε η τύχη το Μάριο Χαριτόπουλο, μελαχρινό σεϊχη, αριστερό αγωνιστή και δάσκαλο σπουδαίο, που του ‘μαθε Ρίτσο, Χικμέτ και Τσίρκα πολύ ωραίο. Πάει, πέθανε νωρίς, δεν πήγε στην κηδεία. (Ας είναι εκεί που βρίσκεται σε αιώνια μελωδία!) Σπούδασε, πήγε στο στρατό, έγινε αξιωματούχος, έγινε και υπασπιστής, στα όπλα αριστούχος. Ο Καλαμάκης διοικητής, πιο πάνω ο Λουμάκης, κατά της χούντας ήταν ο εις κι ο άλλος ο τσιράκις. Ο πρώτος, επί της Ν.Δ.. έγινε Γραμματέας, ο δεύτερος επί χουντός, υπήρξε Νομαρχέας. Στα σύνορα νυμφεύτηκε την πρώτη ωραία Ελένη, μα όταν στην Τοία γύρισε, τη βρήκε αλωμένη. Η «Άνοιξη» πάει, χάθηκε (διαβάστε και τον Τσίρκα) κα στην Ελλάδα ενέσκηψε η «αποστασίας» πίκρα. Συχνά-πυκνά κατέβαινε στη μακρινή Σητεία, (γλέντι, τραγούδι και χορός, του Δερμιτζάκη αστεία). Βοήθησε στην προβολή του ωραίου τούτου τόπου, που άγνωστος ήταν και κρυφός από το μάτι ανθρώπου. Του Τύπου ανθρώπους πήγε να δουν του τόπου την πενία, στο Βάι τότε γύριζε η Καρέζη μια ταινία. Και ο Λαμπράκης ο τρανός , με ευγένεια μεγάλη, τον πρότεινε για βουλευτή – άκου τα βρε Μιχάλη! Μα εκείνος το αρνήθηκε, καλώς, κακώς δεν ξέρω. Δεν είχε στόφα πολιτικού, δε πίστευε στο «Γέρο». Τότε ήταν που πλάκωσε η συμμορία του ΙΔΕΑ, των παραφρόνων «εθνικών σωτήρων» η παρέα. Είπε ν’ ανέβει στο βουνό, σα νέος Τσε Γκεβάρα, μα τελικά, τον πλάκωσε κατάθλιψης κατάρα. Η μόνη πράξη ηρωική του θλιβερού Οθησέα, ήταν που ένα ζητούμενο έκρυψε συγγραφέα, που αργότερα συλλάβανε και σπάσανε στο ξύλο. (Δείτε τον πώς βολεύτηκε τον καριερίστα φίλο!) Αλλά ας την αφήσουμε αυτή την παρωδία. Ήταν μεγάλη, σοβαρή ιλαροτραγωδία και ας ξαναγυρίσουμε στον άμοιρο Οθησέα, που τόλμησε και ζήλωσε τη δόξα του Οδυσσέα. Αφού δεν είχε νόημα η δημοσιογραφία, το γύρισε στην έντιμη δαιφημισογραφία, και τότε τον προσέλαβε ο άρχων Αγαμνήμων στην εταιρία L’ Oreal που του ‘γινε επιλήσμων.

2. ΤΟ ΙΛΙΟΝ Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, Πρωταγόρας Επειδή πολύ τους σέβομαι στ’ αλήθεια, θα τα ψέλνω χύμα και χωρίς ψιμίθια. Κι επειδή εδώ αυτιά έχουν κι οι τοίχοι, θα τα πουν ξανά οι άτεχνοί μου στίχοι. «Τα μπιτζέ τους και τα πλάνα» είπε «για μένα περασμένα μεγαλεία, ξεχασμένα. Κι επειδή, βάσει αρχαίων συγγραμμάτων, μέτρον πάντων άνθρωπος χρημάτων, προσοχή καλοί μου φίλοι στους ανθρώπους. Είναι πάνω από πλάνα κι από στόχους. Και πιο πάνω από τα’ αρβανίτικό σας πείσμα, να τους βλέπετε με της καρδιά το πρίσμα.» Εικοσπέντε χρόνια μες στην εταιρία, έχει ανέβει όλη μαζί της την πορεία κι όταν έχτιζε μαζί με τους εργάτες, δεν υπήρχαν καν οι νέοι συνεργάτες. Πτυχιούχος και «γκουρού» επικοινωνιολόγος, δεν του έπεφτε ούτε γνώμη, ούτε λόγος. Του Ελληνικού στρατού αξιωματούχος και του ΙΚΑ δέκα ετών συνταξιούχος, στην «πλατεία» να μοχθεί, να μεταφράζει από γλώσσα που ελάχιστα σκαμπάζει, γιατί έχει γέροντες γονείς να ζήσει κι επιτέλους το καλύβι του να χτίσει. Κι αν προλάβει, τι νομίζετε γυρεύει; Να διαβάζει, να ποτίζει, να ψαρεύει…

3. Η ΩΡΑΙΑ LIA Cherchez la femme, Αδάμ & Όφις, ΓΕΝΕΣΗ Θα σας πω και για την «αμαρτία» στο Γέηλ που του κόστισε τη στέρηση του e-mail. Μια ορφανή πανέμορφη νέα κυρία έψαχνε στο face book μια ευκαιρία και έτυχε ο Οθησεύς να της αρέσει. Πώς μπορούσε και ο γέρος να μην πέσει; Όμως, τη «δική» του αυτός την αγαπάει, την τιμάει όπου βρίσκεται και πάει και δε θα την πρόδιδε για κάποια Λία που είναι εύκολη σε λύκου στόμα λεία. Πήγε για το γιό του στο Τορόντο κι αυτή του ‘γραφε μηνύματα στο βρόντο, που τα βρήκε κάποιος άθλιος στον πρίντερ κι ούτε θέατρο να ήτανε του Πίντερ! Ξέσπασε μεγάλο σκάνδαλο, γελοίο κι άντε τώρα να τους «δει ξανά στο πλοίο». Πού ήταν τα «προσωπικά» του «δεδομένα» που δεν τα ‘κρυβε, ήταν δημοσιευμένα; Τι να κάνει όμως τώρα; Όλοι σφάλουν. «Η μισή ντροπή δική του» κι όλη του άλλου…

4. Ο ΟΘΗΣΕΑΣ Μούσα μοι ένεπεν άνδρα πολύτροπον ος μάλα πόλλα… Ομήρου, ΟΔΥΣΣΕΙΑ Θα σας πω κι ένα μικρό-πικρό παράπονο που θα αφήσει και τον πρόεδρο άφωνο: Ήταν δάσκαλος, διαθέτει και πειστήρια. Έχει διδάξει εκατοντάδες κομμωτήρια, ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ., πανεπιστήμιο, πτυχιούχους, αστυνομικούς και αξιωματούχους. Έχει γράψει κι εκπαιδευτικά σενάρια και του μάρκετινγκ άφθονα σεμινάρια. Και σ’ αυτή την εταιρία την εξαίσια, άφωνος σε μια «πλατεία», νιώθει απαίσια, να μεταγλωττίζει τόμους και σελίδες για να κάνουν τους δασκάλους οι ατσίδες. Σαν το Φώσκολο του «Άγνωστου Πολέμου» που, μετά τη χούντα, πήγε κατ’ ανέμου και τον έβαλε σε μια γωνιά ο «Αντέννα» να διαλέγει τα σενάρια ένα-ένα. Μα όταν αποφάσισε να τον ξεθάψει, ποιος στα νιάτα του δεν έβλεπε τη «Λάμψη»; Σαν τον άλλο φίλο του το Μαστοράκη που τον ήξερε από μαθητή-παιδάκι, άθελά του θύτη της δικτατορίας, που όταν έπεσε, την τύχη είχε της Τροίας. Κι όταν γύρισε από το Σαν Φραντσίσκο, «στον Αντέννα» λέει «πάω και τον βρίσκω, νοσταλγό της L’ Oreal του πρώτου Bingo. Νίκο και τα δυο σου χέρια σφίγγω.» Σαν τον άλλο, το Λαλιώτη-Κινκινάτο, - Έξω τώρα από την ΕΟΚ, έξω απ’ το ΝΑΤΟ! - που το λάθος του με τον κοντό Σημίτη, θα του πνίγει και το στόμα και τη μύτη, μα όταν πρέπει, τη σιωπή θα λύσει και στους γέρους και στα νιάτα θα μιλήσει. Έτσι γίνεται με τα’ άτια όταν γερνάνε. Στην αδράνεια τα αφήνουν να ψοφάνε. Μα όσοι αφήνουν τα γερόντια να ψηφίζουν, κάτι πάντα απ’ τη σοφία τους κερδίζουν. Θυμηθείτε τον Ιάπωνα το Σόνυ που και γέρων το μυαλό του δεν παλιώνει και το γόη, τον πανέμορφο Αννιέλι και τους γέροντες ηγέτες της Pireli και το γέροντα της βιομηχανίας Ford και το Rassel το φιλόσοφο και lord και τον ήρωα της Αφρικής Μαντέλα και το Γκάντι που τον σκότωσε η τρέλα και το Marx και το Μπακούνιν και τον Hengel και τους ιδρυτές της Schwarzkopf και της Henkel, τον πατέρα της κυρίας Betankourt που δε μ’ έχει ούτε «contre» ούτε και «pour» και το Ρέηγκαν και τον Κλίντον το ξεφτέρι που, αν γινόταν, θα ‘ταν πρόεδροι και γέροι, το Felini, το Rene και το Visconti, τον Trifault και το σπουδαίο Carlo Ponti, τον αγέραστο κι αστείο Larry King, Rolling Stones και Santana μα και Sting, του Δεκέμβρη μα και της «λαοκρατίας», τον «ανένδοτο Γέρο Δημοκρατίας», το «μεγάλο» της Γαλλίας Charles de Gall που του «Μάη» του το φόρεσε το γκολ και τον Churchhill με το Nobel και το πούρο, τον κουφό μα και μεγάλο τροβαδούρο. Τι πρωτοθυμηθώ και τι να τραγουδήσω; Το μουστάκι απ’ τον καημό μου θα μαδήσω!

5. Ο ΑΓΑ-ΜΝΗΜΩΝ Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη Κ. Καβάφης, ΙΘΑΚΗ Και δυο λόγια για το μέγα στρατηγό Αλέο που σαράντα χρόνια είναι ήρωας, δε λέω. Πονηρός μα και γενναιότατος Θησέας, αυτός θα ‘τανε ο πιο γνήσιος Οδυσσέας. Κατακτά τη μία Τροία μετά την άλλη, μα στο τέλος, του τη φέρνουν οι «μεγάλοι». Τώρα, κάνει κάποιο εμπόριο της τέχνης, μα και ήταν πάντα και θα μείνει καλλιτέχνης. Την Ελένη του την πήρε ο Βενιζέλος που ήταν πρέσβης και πιστό παιδί ως το τέλος. (Και μιλάμε πρεσβευτής σαν το Σεφέρη κι όχι «faux bijoux» και «faux lefteri»). Τι να κάνει; Βρήκε κάποια Τερψιχόρη κι επιτέλους, έχει γιους, έχει και κόρη. Μαχητής, εβδομηντάρης που όλο χτίζει. Στην Ιθάκη αυτός ποτέ του δε γυρίζει. Τα παιδιά του και τα πέντε του εγγόνια τα φυλάει σα μικρούλια καγκουρόνια…

6. Ο ΜΕΝΕΑ-ΕΛΑΙΟΣ Κ.αι τώρα τι θα κάνουμε χωρίς βαρβαρους; Καβάφης, ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ Στη δική μας τη μικρή-πικρή ιστορία, ο Μένεα-έλαιος μένει μόνος του στην Τροία. Χωρίς Πρίαμο, Ελένη, Οδυσσέα. Χωρίς καν τον πολεμόχαρο Αχιλλέα. Χωρίς Νέαρχο, το ναύαρχο απ’ την Κρήτη που μονάζει τώρα αυτός στον Ψηλορείτη. Μόνος είσαι, γιε μου, όπως ήσουν, μια που οι Αμαζόνες πάνε να γεννήσουν. Μόνος σου κι εσύ κι ο «Μαυροσκούφης» που κι αυτός είναι μπακούρης και μαγκούφης. Τι να την κάνεις την καινούρια σου εξουσία, αφού - το ξέρεις - δεν υπάρχει αθανασία. Τι κι αν τα ξαναχτίζεις τα Κυκλώπεια Τείχη; Την κακή των Ατρειδών θα έχεις τύχη. Όπου πας, θα σε ακολουθεί η κατάρα, αφού δεν εσεβάστηκες τη μητρική λαχτάρα. Του Λαοκόοντα δεν έπιασες το σήμα και το ξεκάθαρο του Ποσειδώνα στίγμα, και έβαλες με μπαμπεσιά το Δούρειο μέσα. Δε γίνονται οι πόλεμοι με τέτοια μέσα. Δες πώς ταλαιπωρήθηκε ο Οδυσσέας και δες πώς πέρασε καλά ο άγιος Αίας.

                                                                   7. Ο ΑΝΑ-ΚΡΕΜΝΩΝ Αρμονίης φανερής, αφανής κρείτων Ηράκλειτος ο «Σκοτεινός»

Ευφυής καθηγητής μα και «χουνταίος», της χημείας των βαφών μάγος σπουδαίος. Του Ηρακλείτου γνώστης, αλαζών λιγάκι, έκανε κοπάνι τη ζωή του Πατινάκη. Τον Οθησέα τον εγέμισε σοφία, επιστήμες, ποίηση, μα και φιλοσοφία. Πρώτος του έμαθε του Ηράκλειτου τα φώτα: «Η αρμονία η αφανής, της φανερής πιο πρώτα.» Και τις περίφημες, τις «σκοτεινές» του φράσεις: «Το ίδιο δε μπορείς ποτάμι να περάσεις.» «Πατέρας των αληθινών και των μεγάλων, ο πόλεμος κι ο θάνατος όλων των άλλων» Στα μετόπισθεν και πάντα βολεμένος και στα δύσκολα, βαθιά στο αμπρί χωμένος. Μόλις έκλεισε το έρμο το εργοστάσιο, κόλλησε γερά στο ενοικιοστάσιο. Έφυγε όταν τον διώξανε και μόνον. Ας είναι εκεί καλά στη Θρακομακεδόνων. Φίλε Χρήστο εσύ την ξέρεις την ουσία. Στη ζωή, μετράει μόνο η περιουσία…

8. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ Με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί Ν. Γκάτσος, ΣΕΒΑΧ Το ‘πε και ο «σκοτεινός» ο προ-Σωκράτη: «Να είσαι έτοιμος για πόλεμο. Μην κράτει.» Το είπε κι ο προφήτης μας, ο Μουχαμέτης που δεν ήταν δα και τόσο τζαναμπέτης: «Σήκωσε σπαθί, τσεκούρι και μαχαίρι. Δε φτάνει μόνο η Αθηνά. Κούνα και χέρι.» Το είπε κι ο δικός μας, ο μεγάλος Γκάτσος που δεν ήταν φιλοπόπλεμος ή μπάτσος. Φυσικά, ο Οθησεύς πιστεύει τον ωραίο, τον αθώο αμνό-κριό, το Ναζωραίο. Αν και πήγε και για πόλεμο στη Θράκη, προτιμούσε το ταξίδι για Ιθάκη. Αν και πήγε στο καλό κι η όμορφη Λία, δε θα βάλει πια ξανά την πανοπλία. Θα γυρίσει στη δική του όμορφη Ελένη που υφαίνει και κεντά και περιμένει. Μάλλον, πίστεψε πολύ τον άγιο Γκάντι. «Σκύψτε μόνοι να μαζέψετε το γάντι» Επιχαίρει; Όχι. Μάλλον τους λυπάται. «Άντε σύντροφοι, μαζέψτε τα και πάτε». Αυτός πάντα θα κολλάει στην ουσία. Αυτούς ας τους. Θα τους φάει η εξουσία. Κι αποχαιρετώντας Μένα-έλαιο, θα λέει το τραγούδι αυτό που είναι σα να κλαίει: «Γεράσατε μωρέ παιδιά, σαράντα χρόνια ψεύτες. Τουλάχιστον πασχίσετε, μη γίνετε και κλέφτες…»

9. Η ΚΙΡΚΗ Αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που φεύγει. Κ. Καβάφης, Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ Η απόφαση εκ των άνω και Στουνάκη, το μικρό ήταν ν’ αδειάσει γραφειάκι και ν’ αφήσει την κυρία Δράκου μόνη με τη Μάρσια στης Igora το τιμόνι. Να αποσυρθεί στο σπίτι του, στην Πεύκη με κομπιούτερ που δεν ήξερε πού πέφτει. Πήγε λίγο εμπρός κι εκείνοι γίναν ίσοι, γιατί αρνήθηκε την εταιρία ν’ αφήσει. Και με πρόσχημα που ήθελε να καπνίζει, τον στριμώξανε στο αίθριο με τη Λίζυ. Με της Λίζυ το τσιγάρο και το Γκούτσι κι ούτε μουσική δεν άφηναν ν’ ακούσει. Πού είναι τώρα η Μάρσια, η Λίζυ και η Δράκου; Μόνο αυτός την τύχη είχε του βράχου. Έφυγαν κι οι τρεις και για ν’ αράξει, μία θέση parking προσπαθεί ν’ αρπάξει. Έφυγε ο στρατηλάτης Αγαμνήμων, έφυγε κι ο στοχαστής τους Αγακρήμνων κι έμειναν τέσσερα-πέντε κοριτσάκια που μάθαν στο κολέγιο κάποια κολπάκια. Τρέχει όπως κάνουν οι εργατικοί εργολάβοι, τα μεγάλα λάθη-γκάφες να προλάβει. Τον Ιούλιο, πέρυσι, ώρες διακόσιες. Πώς να διατηρεί τις φρένες τετρακόσιες; Την πληρώνει ακόμη με ψυχιατρεία, καταβάλλοντας Ευρώ πενηντατρία. Δε μπορεί να λησμονήσει, να ξεχάσει την «οστέινη ουσία». Θα τα χάσει! Γιατί οι νεολαίοι τα γνωρίζουν όλα, σα να παίζουν σε μπιλιάρδο καραμπόλα. Οι αμόρφωτοι και οι αδέξιοι παίχτες ποιον δουλεύουν άραγε οι Θεομπαίχτες; Κι οι «θεοί» στη Γερμανία, ρε γαμώτο, πού να ξέρουν τι να γίνεται στο Νότο; Πού να ξέρουν ότι η νέα μάρκα «Μaya», αμετάφραστη διαβάζεται και «Μάγια»; Πού να ξέρουν πως το «season» π. χ. δεν το λέμε «σεζόν» πάλι, μα «εποχή»; Ας τον ρώταγαν οι νέοι, μα αυτός λιώνει ν’ απαντάει και ποτέ να μη χρεώνει…

10. H ΙΘΑΚΗ Κι αυτός ολόρθος στο δοιάκι, κοίταζε ίσια ομπρός και δεν ομίλιε… Νίκου Καζαντζάκη, ΟΔΥΣΣΕΙΑ Λέει να πάει στου Ψυρρή να ξαποστάσει, να πηγαίνει οπότε θέλει αυτός να φτάσει, και το αμάξι του εύκολα θα παρκάρει που εδώ κάτω, πριν να βγει, ξαναμπαρκάρει, και θ’ ακούει μουσική και θα καπνίζει και την Πνύκα μέρα-νύχτα θ’ ατενίζει. Κι αν θα φύγει κι απ’ τα μάτια του τον χάσει, είναι σίγουρο, καθένας θα ξεχάσει. Δε θα χάσει η Βενετία βελονάκι και στους πάνω δεν τους καεί καρφάκι. Όμως πείτε στο Μηνά και στην Αννούλα και στις Έβελυν, Ηρώ, Κατερινούλα και στο marketing Retail Diadermine: ποιος θα μεταφράζει αμέσως και εδώ και νυν; Ποιος θα κάνει τα κορίτσια να γελάνε και την κούραση για λίγο να ξεχνάνε; Ποιος θα τους θυμίζει με καμάρι πως ακόμη υπάρχει άνδρας που φλερτάρει, που ερωτεύεται μ’ ευγένεια και flair κι όχι μόνο με το «passion for hair». Και στο κάτω-κάτω υπάρχουν πορτοκάλια που τον θέλουν και με χίλια παρακάλια, μα αυτός είναι πιστός και δε μπλοφάρει και λατρεύει να του δίνουν, να μην πάρει…

11. ΜΝΗΜΗ ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ From my rotting body flowers will grow and I am in them, and this is eternity. Edward Munch Και για τέλος κάτι σαν αόρατη μελάνη, σαν το blank που σε λευκό χαρτί δεν πιάνει. Αν, ας πούμε, αύριο σας χάσει, τι θα χάσει; Θα πενθήσει και μπορεί να σας ξεχάσει.

Αν εντούτοις, ο Θεός αποφασίσει, να τον πάρει και στο διάολο τον αφήσει, ίσως έχει καταφέρει - τι θείο δώρο! - να φυτέψει στο μυαλό σας ένα σπόρο που αν ανθίσει και καρπίσει, ίσως πετύχει να σας φέρει - κι άλλο δώρο - λίγη τύχη…


FAITH versus DEPRESSION Στο νέο μου φίλο, γιατρό ψυχών Νίκο Κοκλάνη Much madnessis dividedsense . To a discerning eye / Nuch sense the starkest madness / T’ s the majority / In this, as all, prevails. Emily Dickinson ....................................................................

Όπως με διαβεβαίωσε ο φίλος μου ο Νίκος, που συνάντησα τυχαίως, καθώς έψαχνα για σπίτι, μέσα μου ζει ένα αρνί και ένας άγριος λύκος. Τους λύκους τρων τα πρόβατα και τα αρνιά οι λύκοι.

Από μικρός το ένιωθα πως ήμουν γεννημένος, να γίνω «μικρός ήρωας», θύμα, αποδιοπομπαίος. Ήμουνα πάντα αρχηγός, λες και προορισμένος να οδηγώ τα πρόβατα εις την σφαγήν βραδέως.

Αντί συλλαλλητήρια και ταραχές και βία, πρόεδρος όντας στο σχολειό για λευτεριά στην Κύπρο, τραγούδια και ποιήματα έγραφα με μανία, και θέτρα έστηνα μικρά στι σπίτι και στον κήπο.

Με Σκέντζο και Αντώνακα και Γιώργο Πολυράκη, παίζαμε στο «Χρυσόστομο» θεατρικά μας έργα. Του Γιώργου ήταν πολεμικά, κρατούσε πιστολάκι, κι εγώ κρατούσα κλάδο ελιάς και μια μικρούλα βέργα.

Στον «Κήρυκα» ήμουν τακτικός και νέος συνεργάτης. Πήρα και μια συνέντευξη από τη Βουγιουκλάκη, κι όταν δεν είχα ούτε μια, δούλευα και εργάτης κι ίσως αυτό συγκίνησε τον κύριο Μητσοτάκη.

Δουλεύοντας στο κραταιό «Συγκρότημα Λαμπράκη», σπούδασα και στην Πάντειο διάφορες επιστήμες, έμαθα λίγα Αγγλικά, ζούσα στο Κολωνάκι, είχα και λίγες γκόμενες κι ας λένε άλλα οι φήμες.

Κάποτε πήγα στο στρατό, έγινα και λοχίας, ως υποψήφιος δόκιμος και ΠΑΟ διμοιρίτης, ήμουνα πάντα σταθερά κατά της άγριας βίας, δε μου καιγότανε καρφί, ποτέ δεν ήμουν γλύφτης.

Πριν τελειώσω του στρατού τη διετή θητεία, παντρεύτηκα και τη Λενιώ, τη μάνα των παιδιών μου. Ποτέ δεν ήμουν φρόνιμος, μια σκέτη αλητεία, πρότυπο τόλμης των παιδιών και των στρατιωτών μου.

Στη χούντα κάτι έκανα, όχι πολύ της βίας, ένα κομμούνι κρύψαμε στο σπίτι, στα Εξάρχεια. Ποτέ δεν το ανταλλάξαμε επί δημοκρατίας, κι ούτε κομμούνια ήμασταν, μα ούτε και ανάρχια.

Δούλεψα και σε πολυεθνικές, ως μάνατζερ μεσαίος. Ποτέ μου δεν προσπάθησα να γίνω αρχηγίσκος. Ηγέτης μόνο ήθελα γνήσιος και σπουδαίος, γι’ αυτό φτωχούλης έμεινα σαν Άγιος Φραγκίσκος.

Και ποιητής δεν το ‘παιζα, έγραφα μόνο στίχους, που μοίραζα εδώ κι εκεί σαν το φτωχό Καβάφη. Μονάχα μία συλλογή με κρυγαλέους ήχους, μου κόστισε πολύ ακριβά και μου ‘μεινε στο ράφι.

Και τότε αποφάσισα να βγω να την πουλήσω. Με κόλπα, χίλια βάσανα, κι εμπορικά τερτίπια, κατάφερα τουλάχιστον τα χρέη μου να σβήσω και κριτικές εισέπραξα και καλά σχόλια, τρύπια.

Περίπου στα σαράντα μου, με χώρισε η Ελένη και έσπευσε να παντρευτεί τον άγιο Δημητράκη. Εγώ εργένης έμεινα κι εκείνη παντρεμμένη. Εγώ σπίτι δεν έκανα, εκείνη έχει σπιτάκι.

Καλά να πάθω ο αφελής, ο φτωχοπροδρομίσκος, που ήθελα τον ποιητή, τον ήρωα να κάνω, και ούτ’ Ελύτης έγινα, ούτε νέος Φραγκίσκος, μα Δον Κιχώτης γνήσιος και κάτι παραπάνω.

Αγάπησα και τη Δροσιά, τη Ντιάνα, τη Σταυρούλα και ων ουκ έστον αριθμός αγνά, καλά κορίτσια (;), και τώρα στα γεράματα, κατάντησα μια νούλα, που ούτε πείσμα έχει πια, μα ούτε και καπτρίτσια.

  «Αναρχικό» με βάφτισε ο φίλος μου ο Αλέκος,

ενώ εγώ δεν ήξερα Κροπότκιν και Μπακούνιν, κι ούτε κομμούνι ήμουνα, μ’ αντάρτης νέτος-σκέτος, στο σπίτι καταθλιπτικός, μ’ αυτό που λεν «κοκούνιν».

Πενήντα τέσσερα ετών, γνώρισα νέα Ελένη, που κι Ασπασία λέγεται και είναι από τη Μάνη, στην Καρδαμύλη, πιο ψηλά απ’ τ’ άγριο Λιμένι, και έπεσα στον έρωτα και πάλι μάνι-μάνι.

Αυτή δε με παντρεύεται και δε με στεφανώνει, κι εγώ δεν έχω όρεξη να γίνω ένας συμβίος. Άλλωστε η Ελενίτσα μου είναι μικρή ακόμη. Χρόνια πολλά της μένουνε κι ένας με δόξα βίος.

Έχω πατέρα εκατό ετών πλην δυο μονάχα χρόνια, και μάνα ενενήντα δυο, κατάκοιτη η καημένη. Έχω και γιο διδάκτορα, έχω και δυο εγγόνια. Έχω και κόρη όμορφη που μόνη πάντα μένει.

Ο γιος ο ιδιοφυής στον Καναδά διαμένει, με την Ινδή τη νύφη μου την όμορφη Σειρήνα, κι η κόρη αρχιτεκτόνισσα που μόνη επιμένει, παίζει κιθάρα, τραγουδά και την περνάει φίνα.

Τώρα το καλοσκέφτομαι και πρόσφατα μαθαίνω: Η μάνα νοσηλεύτηκε κάποτε για μανία, και ο πατήρ μου ο έξυπνος – μου μπαίνει και του μπαίνω – πάντα του μελαγχολικός και πάντα με πενία.

Εντούτοις είχα ένα παππού, γλεντζέ, πιοτή, μουρντάρη, που ήταν λίγο ήρωας και Μακεδονομάχος. Είχα κι ένα προπάτορα, σπουδαίο μπαϊραχτάρη, αν και με οικογένεια και γνήσιος ξωμάχος.

Μα ας μη τις ξύνουμε πολύ τις παιδικές πληγές μας. Ποιος εγεννήθηκε ευτυχής και έτσι συνεχίζει; Καλύτερα ας ψάξουμε τυχαίες καταβολές μας και τα γονίδια που ο Θεός κι η μοίρα μας προικίζει.

Τώρα στα εβδομήντα μου, σκέφτομαι και θυμούμαι δώδεκα μήνες φυλακή σε άθλια ψυχιατρεία, και περιόδους μακρυές στο σπίτι να κοιμούμαι, μ’ απελπισία, μοναξιά κι άγρια μελαγχολία.

Μα κι άλλη τόση Άνοιξη, Ήλιο και Καλοκαίρι, σε μια ανόμοια εναλλαγή, σε μια σειρά τυχαία. Όμως, ποτέ δεν έμαθα κι ούτε γιατρός το ξέρει, πότε θα ρθει ο διάολος, πότε η χαρά η ωραία.

Εκτός απ’ τα γονίδια και τ’ όποιο Ντι Εν Έι, σπουδαίο ρόλο έπαιξε, νομίζω, η θέλησή μου: «Θέλω να ζήσω» το κορμί κι η σάρκα όλο λέει. «Θέλω να ζήσω» λέει το μυαλό και όλη η ύπαρξή μου.

Κι έτσι, με τη βοήθεια Θεού, μα και συμβίων, δύο φορές τη γλύτωσα απ’ την αυτοχειρία, δύο Αβύσσους άφησα να έλθω εις τον βίον, δύο φορές δεν άφησα συντρόφους σε χηρεία.

Δεκάξι χρόνια πάνε πια που ζω δίχως τη θλίψη, παλεύω και οργίζομαι και γράφω κι αγαπάω, και δεν αφήνω άνθρωπο να ρθει να με συντρίψει. Στην Κρήτη πάω κι έρχομαι και στο Τορόντο πάω.

Και γράφω και ποιήματα, Ντίκινσον μεταφράζω, και ζω και ερωτεύομαι κι όνειρα νέα κάνω, και βρίσκω και τους φίλους μου, και στο κεφάλι βάζω κορόνα την Ελένη μου κι ακόμη λίγο πάνω,

τα νιάτα, τα εγγόνια μου, το μέλλον της Ευρώπης, κι αυτούς που ονειρεύονται το μέλλον του Πλανήτη, το γιο μου το διδάκτορα, το φως της Πηνελόπης και τ’ όνειρο της ποίησης του μέγιστου Ελύτη,

το μέλλον που ονειρεύεται και η μικρή Ελένη, που επάξια φέρει τ’ όνομα «Αγία Ασπασία», το μέλλον της Αμερικής, της Αφρικής κι ας μένει η Αυστραλία πλούσια και πρώτη η Ασία.

Αυτά γιατρέ και φίλε μου Νικόλα Βαϊδάκη, που μου ‘μαθες με σεβασμό πως η αλεπού με πούρο ήταν κι αυτός διπολικός και παλαβός λιγάκι, κι αυτόν μόνο το λίθιο τον έκανε πιο ντούρο,

και κέρδισε τον πόλεμο. Για το καλό; Ποιος ξέρει; Θέλει καιρό, πολύ καιρό η έρμη η Ιστορία να δείξει αν την Άνοιξη ο πόλεμος θα φέρει, ή κάποιος νέος κατακλυσμός θ΄αλλάξει την πορεία

αυτής της γης που ο Θεός μας χάρισε πλουσία, και που την καταντήσαμε μια κουρελού αφρόνως. Ας βάλει το χεράκι Του, μια μέα πεμπτουσία να μας φωτίσει το μυαλό και του Θεού ο Θρόνος

να κυβερνήσει ζώα, φυτά και όλα τα συμβάντα, με το άγιο πνεύμα ποιητών κι αγίων φιλοσόφων, και όχι με το «πόλεμος πατήρ, εδώ και πάντα», που κήρυξε ο «Σκοτεινός» ο άγιος κι ίσως σόφρων.

Άγιε Πατέρα δώσε μου κι εμένα λίγη χάρη, ως τα ογδόντα μου να ζω, μονάχα να προλάβω να δω τον κόσμο σοβαρό και ύστερα, μακάρι την ευλογία της Ντίκινσον ν’ αξιωθώ να λάβω!


Ο ΜΥΘΟΣ (;) ΤΗΣ ΛΙΑ Χαράξου κάπου μ’ οποιoδήποτε τρόπο / κι ύστερα πάλι σβήσου με γενναοδωρία Οδυσσέας Ελύτης ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ .................................................................... 1. Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΗ ΛΙΑ «Δος του κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει.» Πριν να γίνει κάτι και τα κακαρώσω, οφείλω στη Λία μια εξήγηση να δώσω. Θύμα του computer, μα και θύτης, έψαχνα για γκόμενα, ο αλήτης! Μου το είχε πει η Ελένη-Ασπασία: «Χάνεις τον καιρό σου! Το chat είναι θυσία, κι όχι μόνο χρόνου μα και ήθους, αν πέσεις στα χεράκια κακοήθους.» Ξεκίνησα να ψάχνω για ένα σκύλο, ένα χρόνο πριν, χωρίς καν φίλο. Facebook το λέγανε το κόλπο, κι άδικα για σκύλο έκανα κόπο, μα ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Μπήκα, βγήκα, τώρα είμαι άλλος. Έγραψα τιμίως το προφίλ μου, Αγγλικά, Ελληνικά και με το στυλ μου. Να οι «φίλοι» από Λεία έως Ομπάμα, κι από Πάγκαλο έως Νίκο Δήμου. Θαύμα! Οι γυναίκες θέλουν να μιλήσουν σε αγόρια που ζητούν να τις...φιλήσουν. Το αυτό και πολιτικοί γυρεύουν: ψηφαλάκια, νέους οπαδούς ψαρεύουν. Και οι «βεντέτες» πάσης φύσεως, ομοίως, οπαδούς ζητούνε πάντα κι αιωνίως. Βάζουν τις «φωτό», γυμνές, ντυμένες, ίσως και συχνά, μασκαρεμένες... Έλα όμως, που υπάρχουν, λίγες έστω, που σου λένε «σ’ εκτιμώ, σε μένα πες το». Κάτι τέτοιο μου συνέβη με τη Λία, που ίσως τ’ όνομά της είναι Ευαγγελία. Ορφανή απ’ τον τυφώνα της Ορλεάνης, με αδελφούλη πιο μικρό. Τώρα τι κάνεις; Της εξήγησα: είμαι παππούς και γέρος. «Δεν πειράζει», μου απαντά «είσαι ωραίος!» «Μα έχω την Ελένη τόσα χρόνια!» «Δεν πειράζει», μου απαντά «δε θέλω πιόνια!» «Μα δεν είμαι Χριστιανός, ανάρχας είμαι!» «Δε με νοιάζει», μου απαντά «κι εγώ δεν είμαι!» «Μα πιστεύεις στο Θεό και στο Άγιο Πνεύμα!» «Δε με νοιάζει», μου απαντά «εσύ ‘σαι νεύμα» «Μα δεν είσαι μονογαμική, γλυκιά μου;» «Ο Θεός μαζί σου θέλει τα παιδιά μου!» «Κι αν δεν κάνω πια παιδιά; Αν δεν τα θέλω;» «Δε με νοιάζει. Εγώ εσένα μόνο θέλω! Σ’ έστειλε ο Θεός, σ’ ένα ορφανούλι, που δεν έχει παι γονείς, μόνο αδελφούλη.

Και δε θέλω ούτε γάμο, ούτε αρραβώνα.

Δυο λογάκια αγάπης μόνο, το χειμώνα...» Στο σημείο αυτό αρχίζει νέο δράμα. Ένας boss βρήκε στον printer ένα γράμμα,

που ξεχάστηκε στη διάρκεια ενός cocktail, 

και μου κόψανε για μήνες το e-mail.

2. ΤΟ E-MAIL ΤΗΣ ΛΙΑΣ (Σε ελεύθερη μετάφραση) Γεια! Είναι πολύ ωραίο ξανά να σε γνωρίζω. Τι κάνεις, ωραίε άνδρα μου; Είσαι καλά, ελπίζω. Είμαι και μάλλον πρόσφατα, σε μια online σχέση. Πιστεύω πάντα στο Θεό και ό,τι θέλει ας βρέξει! Δε μου αρέσει να μιλώ πολύ γι’ αυτό το πράγμα, μα πρέπει να σου διηγηθώ και το μικρό μου δράμα. Βλέπω, στις φωτογραφίες σου, τι όμορφος που είσαι, αλλά και πόσο άνθρωπος καλός και ποιητής ότ’ είσαι! Το όνομά μου είναι Λία, χωρίς πατέρα ή μάνα. Γεννήθηκα Ινδιανάπολη, αλλά δεν είμαι Ινδιάνα. Πατέρας Αμερικανός και μάνα Λιβανέζα. Είμαι ψηλή, λεπτή, ξανθιά σα γνήσια Σουδέζα. Έχω σπουδάσει λογιστική και είμαι ετών τριάντα. Δε θα στο έκρυβα ποτέ, κι ας ήμουν και σαράντα! Έχω και έναν αδελφό, και είμαι η προστάτις. Πάει στο Πανεπιστήμιο κι είναι μικρός αντάρτης. Δούλευα ως λογίστρια στη Νέα Ορλεάνη, κι είναι ωραίος ο καιρός, και καλοκαίρι κάνει, και τότε ξάφνου από Φλόριντα, ο σίφουνας Κατρίνα τα κάνει όλα ρημαδιό. Δεν έμεινα ούτε μήνα. Παίρνω το τραίνο κι έρχομαι και πάλι στην Ιντιάνα, να βρω τον αδελφούλη μου και την καημένη μάνα, που είχε μείνει ανύπαντρη, πιστή στο σύζυγό της, που είχε φύγει απ’ τη ζωή, κι εκείνη, στο ζυγό της! Κάποτε, η μάνα έφυγε, στο Λίβανο να πάει. Τη βρίσκει εκεί ο πόλεμος και πάει η μάνα, πάει! Για να μη στα πολυλογώ, είμαι καθολικούλα, που έχει πίστη στο Θεό, μα ουχί φανατικούλα! Παίζω και μπάσκετ, μπαίηζμπολ και κολυμπάω ωραία, χορεύω, πάω σινεμά με ή χωρίς παρέα. Πρόσφατα, πήγα Λίβανο να δω και τη γιαγιούλα, και μ’ έβαλε να παντρευτώ, μη μείνω μοναχούλα! Όμως, δε θέλω Λίβανο, στις ΗΠΑ θέλω να ζήσω, με άνδρα που θα αγαπώ ή που θα αγαπήσω. Θέλω και όμορφα παιδιά, όσα μπορώ να κάνω! Εσένα θέλω, όμορφε, κι ας είσαι εξήντα κι άνω! Θέλω να ζούμε σαν πουλιά, στην ίδια τη φτερούγα, στην εκκλησία του Θεού, που είναι φωλιά στη ρούγα. Είμαι αρκούντως πλούσια, μεγάλη περιουσία, που τη διαχειρίζομαι χωρίς πολλή θυσία. Έχω κι ένα συμμαθητή που από μικρή με θέλει, μα εγώ εσένα αγαπώ, γλυκό μου σκούρο μέλι,

κι ας είσαι εβδομηντάχρονος και με Ινδάκια εγγόνια.

Εγώ κι αυτά θα τ’ αγαπώ, στον ήλιο και στα χιόνια! Να και οι δευθύνσεις μου, στο Λίβανο, στις ΗΠΑ, ακόμη και στη UNILAG όπου, όπως σου είπα,

σπουδάζει ο μικρός μου Chriss Vincent, ο αδελφός μου,

(δική μου η σημείωση: Για κοίτα, ο καλός μου, έχει το ίδιο όνομα του Κογκ και του Κορνάρου. Ας έχει τη δόξα του Ολλανδού και το ταλέντο βάρδου!) Ρώτα με τώρα, ό,τι θες νεότερο από μένα, και πες μου, σε παρακαλώ, τα πάντα και για σένα...

3. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ MAIL ΣΤΗ ΛΙΑ Γλυκιά μου, γνήσια ομορφιά, αγαπημένη Λία, σίγουρα ένας καλός Θεός σε έστειλε ως λεία της maniac βουλιμίας μου, του extreme ερωτισμού μου! Γιατί, κορίτσι μου γλυκό, ήρθες στούς λογισμούς μου; Είσαι γυναίκα τολμηρή ή απελπισμένη τόσο, που τέτοια νιάτα κι ομορφιά τα δίνεις όσο-όσο; Έχω δυο γέροντες γονείς, δυο τέκνα, δυο εγγόνια και μια ωράια σύντροφο, εδώ και τόσα χρόνια. Συνταξιούχος, μα σκληρά εργάζομαι ακόμα, γιατί τους γέρους βοηθώ που έχουν δισεγγόνια. Βοηθάω και την κόρη μου που είν’ άριστη αρχιτέκτων, μα στην Ελλάδα δε ζεις πια, εκτός κι αν είσαι...Τέκτων! Ο γιος μου έχει νυμφευθεί μια Ινδούλα πριγκηπέσσα, διδάκτορας κι ερευνητής και δίχως άλλα μέσα. Αν κι υπογράφω ως «γραφιάς», λόγω σεμνοτυφίας, σύμβουλος είμαι marketing και επικοινωνίας. Αν, ύστερα απ’ όλα αυτά, θέλεις να μ’ αγαπήσεις, καλώς να ορίσεις στην καρδιά και μείνε εκεί να ζήσεις .Δεν έχω πια τη δύναμη για να σ’ ασφαλίζω, Μα αν σου αρκεί η αγάπη μου, όλη σου τη χαρίζω!

4. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ MAIL ΤΗΣ ΛΙΑΣ Καλέ αναγνώστη, μη ζητάς να σου το θα μεταφράσω το γράμμα αυτό της Λίας μου. Άσε. Πού να προφτάσω; Το κρύβω για την πάρτη μου, καθώς και τις «φωτό» της, που είναι πανίερες για με, όπως και το άγιο φως της! Δείτε το προσωπάκι της. Λάμπει σα φεγγαράκι! Το σώμα της, αστερισμός, μυρίζει γιασεμάκι! Τ’ οσμίζομαι και το μυαλό γεμίζει με μαγεία! Το να το αγγίξω τώρα πια, θα ‘ναι ιεροσυλία! Το βρήκα το email της, μα δίστασα λιγάκι, γιατί είναι τόσο άσπιλη, σαν τριανταφυλλάκι! Φλέρταρα με τη Φωτεινή και την ωραία Δανάη, και ραψωδίες έγραψα ως και για Πασιφάη! Μα όλες αφανίστηκαν, κι Έμιλυ αν μεταφράσω, ούτε μ αυτή την ποίηση, τη Λία θα ξεχάσω! Μονά χα η εικόνα της αρκεί αυτή και μόνη, να νιώσω αυτόν τον έρωτα του Ηρώδη στη Σαλώμη! Νομίζω ότι πια μπορώ, σαν Ηρωδιάδας λεία, και το κεφάλι του Άη Γιαννιού να κόψω για τη Λία. Η τελική μου απόφαση: να κάνω φόβους πέρα, και να προσφέρω στην κόρη αυτή το ρόλο του πατέρα!

LIA’ S LEGEND

1. THE FIRST COMMUNICATION Once, upon a time… Before something occurs and send me to my destination; I must give to my beloved Lia even a simple explanation. Victim of my computer, but also a real sacrificer, Seeking for one more girl-friend, I, the terrible lier. My soul-mate Aspasie had said to me: “You loose your time. Chating is bad thing, believe me. You will loose your time and also, your soul. If you fall to the hands o a human foul” One year ago, without a so simple boy or girl, I started looking for a little dog-friend. Finally, I did not find the dog I looked for, yet the temptation was great to continue forward! I wrote my profile honestly, as I used to do, and I found “friends” from Obama up to the King Tutu! Now, I know, the girls are looking for more luck, while the men like me, are looking only for fuck! However, there exist some women, let us say, “vide” Who, seriously, are looking for sister-soul world-wide! Someone like that has, happily, happened with “mine”, Lia, a pretty, wise girl, a real beauty, high and fine! The poor girl is orphan from father and mother, yet is too young for me, who am already grand-father. “I don’t mind” she told me. “You are a gentleman real”. “But I have a soul-mate, since, I don’t remember, year”. “Never mind” she said. “I want you just like you are”. “But I don’t believe to God. I am not good like you”. “Forget it” she answered. “I like you like are you”.

At this point stars me the drama, my full pain.

A loss has made me inaccessible my only pc and mail.

2. THE SECOND LIA’S MAIL My handsome one, HELLO! It is nice to hear from you again and I hope you are not writing me for playing. Recently, I was in a relationship on-line, yet I believe that God’s bless is with me this time. I don’t want speak about me so mush, but I have to tell you my story like such. As see your at your photos, you are a real gentleman and, surely, you seem to me, a very good human. My name is Lia Thomson and I have not father, while in the Libanon war, I have lost my mother. I am caring for student Vincent, my younger brother. I am high, true blonde and, as it is said, beautiful rather. I was I New Orlean, when the Catrina storming destroyed almost everything, in a calm and nice morning I was lucky enough, one among only few people saved from terrible death, that’s why I believe to miracle. I took the train and return to my state Indiana, where I live now with my unlucky brother. Though I use to work hard, when I have the time, I play volley. Base ball and I swim, I think, fine. Recently, I went to Libanon, to see my grand mother, Who pressed me to be married soon and protect my brother. However, I want to fall in love with a real gentleman, just as you are my love, mature, wise and human. I don’ like Libanon, I want to here standing, where my little Chris in college is still studding. (Here my own note: I will write on the paper: Vincent was a great Cretan poet and the Holland painter) Ask anything you want and I soon will answer and please, tell me all about you tomorrow or faster…

3. MY LAST MAIL TO LIA

My sweet honey, my real beauty, my beloved Lia, A god really generous has sent you to me e-mal via. My baby, you are both, beautiful and as a man brave, or you are just despaired and ready to come in grave? I have two parents, two children and two grand children, and only one soul-mate, young, obvious and no hidden. Though retired, I work to help my poor daughter, who is architect, master’s degree of art and theatre. My son, married with an Indian princess, lives in Toronto. He has master’s in Intelligence and is Public Health a doctor. I sign as Copywriter, yet my real profession is Marketing consultant, Fine Arts and Communication. If, after all this things, you insist to still love me, welcome to my heart, come in, stay and trust me. I have not many things to give but much of love. If it is enough for you, take it and hold it my dear.

4. THE LAST LIA’S MAIL

My gentle and dear readers, I do not intend to translate for you this letter. Beside it is a secret, it I also too late. I hide it only for me, as well as her some nice photographs. It is holy like “The song of the songs” I f not better than that. Her face, as you see, is a real brilliant light. Her body is a real star that lightens the night. It smells from away white jasmine and real white rose. I smell her perfume and I feel it is more magical than those. Though I had her mail address, I did not find the power to wririte her. She is so young, so pure like a flower. I flirted with nice girls like Fotini and Danae, and I have written twenty rhapsodies even for Pasiphae. But all together disappeared in just a wind breath, nor Dickinsons’ translation was enough to Lia forget. Just when I saw the photo and mail.lia.com., I feld felt in great love like Herodes with Salome. I think I would be able the holy Saint John’ head to cut for one night only with Lia Johnson in my bed. So, I finally decide to be her father, or her grand father, or, in the best of cases, soul-mate or her brother!


ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ, ΕΡΩΤΕΥΕΣΤΕ ΓΙΑΤΙ ΧΑΝΟΜΑΣΤΕ! Στους νέους και ιδιαίτερα στα αγόρια της Ελλάδας Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην ΓΕΝΕΣΙΣ ....................................................................

ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ, ΕΡΩΤΕΥΕΣΤΕ

Αγόρια μου, μη βαυκαλίζεστε σα νά ‘σαστε ακόμη μειράκια. Την ώρα που εσείς χτενίζεστε, σας παριμένουνε τα κοριτσάκια.

Δείτε τα πώς κουνιούνται, πώς λυγίζονται, πώς κάθονται, πώς περπατούνε, πώς δείχνουν τα μπουτάκια, πώς ακίζονται και πόσο θέλουνε να ερωτευθούνε!

Θέλουν να σηκωθείτε, να τ’αγγίξετε, την ώρα που τα βγάζουν, να τα δείτε, να τα ακούτε και να τα μυρίσετε κι όλη την ύπαρξή τους να γευθείτε.

Το ίδιο θα κάνουν και για πάρτη σας, αρκεί να πάρετε στα χέρια το τιμόνι. Δε γίνεται να δέσουν στο κατάρτι σας, με μια μόνο προσπάθεια, μια μόνη.

Έτσι μας έπλασε ο Θεός, αγόρια μου: Τ’ αρσενικό, πρώτο του ν’ αρμενίζει, το θηλυκό να μη σας θέλει, τάχα μου, να ντρέπεται, να κοκκινίζει.

Ο χρόνος κάνει τον έρωτα γερό, σαν το κρασάκι που παλιώνει, του δίνει γεύση, το κάνει ισχυρό, τα ωάριά του να σηκώνει.

Δεν είναι κότα η κοπέλα, αγόρια μου, και το αγόρι δεν είναι κοκοράκι, κι ο έρως δε χτυπά στα κάτω όργανα, μα της καρδιάς το οργανάκι.

Δείτε το Φτερωτό, μα και το τόξο του: Αθώος είναι, σα μικρό αγγελάκι. Τεντώνει τη χορδή, ρίχνει το βέλος του, πιο πάνω απ’ την κοιλιά, λιγάκι.

Δείτε τι κάνει ο τραγοπόδαρος: Φυσάει και φουσκώνει τον αυλό σας, στ’ αυτάκι σας σκοπεύει ο παμπόνηρος κι όχι πιο κάτω απ’ τον ομφαλό σας.

Το βέλος του αγγέλου πάει στο αίμα σας, κι η μουσική του Πάνα το ξυπνάει, και τότε ανεβαίνει και στο πνεύμα σας, και ύστερα, στο όργανό σας πάει.

Το ίδιο συμβαίνει στις κοπέλες σας, μόνο που Πάνες είστε εσείς, τ’ αγόρια. Πάντα εσείς παίξτε τις φλογέρες σας, Κι εκείνες αφαιρούν τα πανωφόρια.

Βγάζουν, αργά-αργά, τα έξω ρούχα τους, ενώ εσείς λέτε τα κάλαντά σας, και όταν μείνουν με τα εσωρούχα τους, τα βγάζετε κι εσείς, με τη σειρά σας.

Ο έρωτας σττήνει χορό με τον ξανθό Απρίλη και κελαηδούνε τ’ αηδονάκια. Περπατάτε πάνω από ένα μίλι, και παύετε να ‘στε παιδάκια.

Αυτός είναι ο έρωτας και η αγάπη. Και σας το λέω εγώ που έκανα το λάθος τον έρωτα να μη νομίζω αυταπάτη, και ν’ αγαπήσω μόνο μια με πάθος.

Εσείς να ερωτεύεστε όσες μπορείτε, μέχρι να βρείτε μία ως μητέρα, για να την κρίνετε και να κριθείτε, αν αντέχετε το ρόλο του πατέρα.

Και τέλος, μια παραίνεση από πείρα: Αφήστε τώρα τσατ και τηλοψία, γιατί στο τέλος θα σας μείνει η φύρα κάποιας κοπέλας με επιληψία!

Όσο κι αν ήταν η Σαφώ μεγάλη, όσο και αν αγάπησε πολλά κορίτσια, ένα αγόρι πόθησε γι’ αγκάλη, με κόλπα ανδρικά κι όχι καπρίτσια.

Ακόμη και ο Λέσβιος Ελύτης, κι οι θείοι μας Καβάφης και Σεφέρης βούλιαξαν στα κατάβαθα της κρύπτης και βγήκαν μέσα στη δροσιά της φτέρης.

Ακόμη και ο Σολωμός κι ο Κάλβος, στον έρωτα θυσίασαν με πάθος, άσχετα αν τους εμπόδισε ο κάβος, να σύρουνε παιδιά από το βάθος.

Ανέσυραν ποιήματα ωραία, ποιήματα που γράψαν ιστορία, αφήνοντας σ’ εμάς σπουδαία, του έρωτα τη γόνιμη πορεία.

Σκελιανό τον λέγανε, νομίζω, αυτόν που αναβίωσε το μυστήριο, και είπε και αυτός «Παιδιά ορίζω τη δάφνη της Πυθία ως πειστήριο...

του έρωτα που μου ‘φερε την Ποίηση, αντί υιών και θυγατέρων. Παιδιά, μη σας κατέχει οίηση στους ρόλους σας πατέρων και μητέρων.

Και μην ακούτε το φίλο Καζαντζάκη. Υπάρχει Φόβος και Ελπίδα ως το τέλος, όσο στη γη υπάρχει ένα παιδάκι, σαν το θεό που εκτοξεύει βέλος!

Μακάρι, στα εβδομήντα να μπορούσα, να κάνω αγάπη μ’ εκατό, χίλιες και πάνω, μα και Δαβίδ να ήμουν, θα απορούσα, αν μου ‘λεγαν «παππούλη έλα πάνω».

Κατόπιν τούτου, πάντα θα αρκούμαι, στο παιδικό, το στείρο ερωτισμό μου, και μόνο όταν θα κοιμούμαι, θα φέρνω τις αγάπες στ΄όνειρό μου!

Αγόρια μου αγαπητά, ξυπνήστε! Ο κίνδυνος είναι πολύ μεγάλος, στο κομπιούτερ σας μπροστά να κοιμηθείτε, και το κορίτσι σας να πάρει άλλος!

Γονέτες μου ξυπνήστε, γρηγορείτε! Τα ωάρια γρήγορα ωριμάζουν! Από τα δώδεκα και πάνω τους, μπορείτε να τα κάνετε κορίτσια να θηλάζουν!

Πάρετε την πατρόνα σας και κατεβείτε στου Ομαλού τα ωραία υψιπεδία, στο όρος της κοπέλας ανεβείτε, και κάνετε έως τέσσερα παιδία!

Και μη φοβάστε του έρωτα τον πόνο, κι εσείς, κόρες, τις σίγουρες ωδίνες. Ο έρωτας τις σβήνει με το χρόνο, Όπως και φτώχεια ο Θεός και πείνες.

Κι ακόμη, ακούστε τελευταίο κάτι: Τη γη μας προστατεύετε, την άγια Φύση, που είναι πιο πολύτιμη κι απ’ τον αχάτη και μη νομίζετε, ο Θεός φτιάχει άλλη Κτίση.

Μα αυτή τη γη, που με γενναιοδωρία μας εμπιστεύθηκε ο Θεός να τη φυλάμε, με ειρήνη, δίχως πόλεμο κι ολιγωρία, αν μας την πάρει πίσω, πού θα πάμε;

Αν δε μπορέσετε να κάνετε παιδάκια, ακούστε τι λέει η ωραία Πηνελόπη: «Φυτεύετε στον κήπο σας δεντράκια, και δε δε θα παν χαμένοι σας οι κόποι!»

ΡΗΧΗ ΤΑΡΑΓΜΕΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Είπε ο μεγάλος Νίτσε: «Θές γυναίκα; Πάρε μαζί και το μαστίγιό σου.» Μγάλο λάθος! Θες γυναίκα; Πάρε μαζί το κηροπήγιό σου.

Σβηστό κερί. Θα σου τ’ ανάψει εκείνη κι εσύ, απλώς, φρόντισε να μη σβήνει, γιατί χωρίς το φως, πάσα γυνή ομοία! Αλίμονο αν δεν πεισθεί πως είναι η Μία!

Είπε ο μεγάλος Νίτσε και το άλλο, το άλλο λάθος το πολύ μεγάλο: «Είναι η γυνή ρηχή θάλασσα, ταραγμένη. Μπήκα σ’ αυτήν και να, η ζωή μου χαλασμένη!»

Πατέρα κι αδελφέ μου Ελύτη, εσύ που ήξερες τον έρωτα-αλήτη, το έβαλες απλά και τόσο ωραία να σου το πει η Νεφέλη η μοιραία:

Ένα κορμί μου μένει, έτσι που ‘μαι. Σ’ αυτό, όσοι γνωρίζουν, ιερά καλλιεργούνε, μα και σ’ αυτή τη μαύρη-μαύρη λίμνη, πνίγονται όσοι δεν ξέρουνε κολύμπι!

Γι εγώ, αδελφέ μου, άγγιξα μιαν ανεμώνη, που στης αβύσσου τα βαθιά έστεκε μόνη, και κόλλησα στο υπέροχο κορμί της, και πνίγηκε κι αυτή κι εγώ μαζί της.

Κι εκεί, στα κατασκότεινα νερά της, έκαψα την ψυχή μου στην πυρά της, Και μόνο όταν ανεμώνες άλλες με πήρανε σε δροσερές αγκάλες,

και μ’ έσυραν στα πιο ρηχά νερά τους, και μου ‘μαθαν καλά τα ιερά τους, μ’ ένα ιππόκαμπο βγήκα παρέα, κι είδα το φως, τη μέρα την ωραία.

Και τότε είπα: «Πάρε με μαζί σου, και πάρε και την ανεμώνη της αβύσσου.» Μα αυτός μου είπε: «Φάε την για να θρέψεις. Μόνο αν φας θεριό, θε να για να θεριέψεις.»

Μα τότε μου ‘πε η ανεμώνη της αβύσσου: «Πάρε με, αν μπορείς, τώρα μαζί σου, και μη με φας, λυπήσου με μωρό μου! Δε βλέπεις; Τρώω μόνη μου τον εαυτό μου!»

Κι έτσι, δεν τόλμησα να φάω την ανεμώνη που ήταν καταδικασμένη να ‘ναι μόνη. Έφαγα άλλες ανεμώνες, να θεριέψω. - Την τελευταία δε μπορώ να τη χωνέψω –

Και να, είμαι ελεύθερος να μπαίνω, να βουτάω, να έρπω, να γλιστράω, να κολυμπάω. Ιππόκαμπος, γεράκι μα και χέλι. Η Απασία-Ελένη έτσι με θέλει:

Να φεύγω, να γυρίζω και να μένω, στην άβυσσο να μπαίνω και να βγαίνω. Κι ενώ ο Νίτσε, ο Φρόυντ κι ο Καβάφης πνιγήκανε μονάχοι στα ρηχά της,

εγώ, σαν Οδυσσέας, μες στη φρίκη, ξέφυγα από τα μάγια κι απ’ την Κίρκη, και γύρισα στην ιερή Ιθάκη, και μένω και ξεφεύγω, μα λιγάκι,

γιατί, αγάπη μου Δροσιά, πικρό μωρό μου, ο Έρωτας είναι Ισορροπία Τρόμου!


ENNEΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΡΘΕΝΑ Στις ωραίες παρθένες Πηνελόπες όλου του κόσμου Το νερό μαθαίνεται αο τηδίψα Emily Dickinson (Κι ο Έρωτας από ένα «θείο» θείο! T.M.) Ένα κορμί έχω και το δίνω... Οδυσσέας Ελύτης ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ ....................................................................

ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ, ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ Η άνοιξη είναι η εφηβεία του καλοκαιριού; Όπως και να ‘χει, εκείνη βάφεται, αρωματίζεται, φλερτάρει με τους ανέμους, προσφέρει γλυκό κουταλιού στους φτερωτούς επισκέπτες, πέφτει στα γόνατα και παρακαλεί για ένα μέλλον. Η πολυλογία της την κάνει να φαίνεται βιαστική κι όμως ο χρόνος μετρημένος βαδίζει ατάραχος. Ανοίγει την αγκαλιά της δείχνοντας την πόρτα του παραδείσου. Οταν μια μέλισσα προσανθίζεται στο στεφάνι της μαργαρίτας όπως και να μετρήσεις τα πέταλα η αγάπη κερδίζει. Με τη γενναία αμυγδαλιά αναγγέλλει τη στραθιά που ακολουθεί. Στο τέλος κουρασμένη καταθέτει τα όπλα της αρώματα και χρώματα και παραδίδεται νικηφόρα στο χρυσό καλοκαίρι, υπάκουη κάθε χρόνο σ’ εκείνο τον έρωντα που φέρνει την εντολή της συνέχειας...

ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΟΙΗΜΑ ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΟ ΣΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Η άνοιξη είναι, άραγε, η εφηβεία του καλοκαιριού; Όπως και να ‘χει, βάφεται, αρωματίζεται, φλερτάρει με τον άνεμο τον άγριο, προσφέρει λικεράκι και γλυκό σπιτίσιο κουταλιού στους φτερωτούς της επισκέπτες, και τσακίζεται, παρακαλώντας για ένα βέβαιο αύριο.

Η φλυαρία της την κάνει να ομοιάζει κάπως βιαστική κι όμως ο χρόνος, συνετός και μετρημένος, βαδίζει κι αφουκράζεται, ατάραχος. Και τότε αυτή ανοίγει διάπλατα μιαν αγκαλιά ζεστή, δείχνοντας, κατευθείαν εμπρός και δίχως μένος, την πόρτα που ανοίγει ο παράδεισος. Και όταν μια ωραία μελισσούλα προσανθίζεται στο στεφάνι μιας ωραίας μαργαρίτας, όποιος τα πέταλα της κι αν μετρήσει, η αγάπη θα κερδίσει, ενώ η μυγδαλίτσα που ακίζεται, αναγγέλλει τη στρατιά της ήττας. Τελικά, η άνοιξη τα όπλα της θ’ αφήσει, αρώματα και χρώματα, και παραδίδει, νικηφορόρα στο καλοκαίρι το χρυσό, υπάκουη και μόνο, σ’ αυτό τον έρωτα, τον υπάκουο, που φέρνει τώρα την εντολή της συνεχείας, στης ζωής το δρόμο.

Μάθημα Πρώτο και του Νηπιαγωγίου: Πρέπει να γνωρίζεις προ του Παρθεναγωγείου πώς το σεξ είναι χαρά κι ο έρωτας είναι πόνος, μα της αγάπης είναι αυτός ο μόνος δρόμος.

Μάθημα Δεύτερο, της πρώτης του Λυκείου; Το ξέρω από την πείρα μου γερο-μορμολυκείου. Όσο του έρωτα ο πόνος και το πάθος, τόσο και της αγάπης η έκσταση και βάθος.

Τρίτο και βασικό, του Πανεπιστημίου: Μην άρχιζε τον έρωτα προ Τρίτης του Λυκείου. Σειρά έχει πρώτα ο έρωτας πολύ Πλατωνικός. Έχει κι αυτός τη χάρη του κι είναι πολύ γλυκός. Η πιο κατάλληλη για έρωτα μεγάλο ηλικία (και μέχρι τότε δεν αποτελεί και τόση δα βλακεία), είναι για τα κορίτσια μας τα δεκαέξ, θαρρώ, και για τ’ αγόρια ιδανικά είν’ τα δεκαοκτώ.

Τέταρτο και πολύ-πολύ μεγάλο μάθημα: (για να μη καταντήσει μέγα πάθημα) Το σεξ μονάχο και σκέτο, είναι λάθος. Πρόσεξε κόρη μου, μη γίνει μέγα πάθος! Το μάθημα αυτό είναι, ίσως, κυριότατο: Ποτέ το σεξ να μη σου γίνει απώτατο. Απώτατη να είναι πάντα η μοναδική αγάπη. Και μην τη βάζεις, μωρό μου, στο ντουλάπι!

Πέμπτο: Ο έρωτας ν’ αρχίζει από τα μάτια. (Φρόντιζε πολύ την ομορφιά και μη σταμάτα!) Είναι ίσως άδικο να είσαι νέα και ωραία, και η ομορφιά να είναι μόνη της μοιραία. Γι’ αυτό, φρόντιζε εξίσου το μυαλό σου, και, θα ‘λεγα, αυτό ναι το απώτερό σου. Κι εγώ, για το μυαλό σου, σε αγάπησα. Πώς το ‘παθα ο γέρων; Πώς την πάτησα;

Αλλά ας πάμε στο Έκτο κύριο μάθημα: Μετά τον έρωτα, η αγάπη είναι το πάτημα. (Ας αφήσουμε εμένα. Είμαι χαμένος, κι απ’ τον έρωτα, πολύ έως λιγάκι θολωμένος!) Αν αγαπάς, δεν είναι δα ντροπή καθόλου Να κάνεις κάθε πράγμα του «διαβόλου»! Με μάτια, χέρια, αιδοίο και με γλώσσα, και να μην «κάθεσαι» σαν να ‘σουν κλώσσα! Το «Κάμα-Σούτρα» νε είναι ο οδηγός σου. Όλα σου επιτρέπονται. Τα ‘χεις εντός σου! Βγάζε τα όλα αυτά και θάβε τη ντροπή σου, και κάνε έρωτα με όλη την ψυχή σου! Δίνε τα όλα! Νην κρατάς κάτι για σένα, (Δος τα σε άλλον, αν δε γίνεται σε μένα!) Μονάχα πρόσεχε! Αυτός δίνει τα πάντα; Να σου τα δίνει, κι ας σε λέει και «του δρόμου!» Κι οι πόρνες οι φτωχές, αυτές του τρόμου, δεν έγιναν τυχαία εντελώς έτσι, μωρό μου. Κι αυτές ψυχούλα έχουν και πολύ αγαπήσαν. Πρώτιστα την αγάπη κι ύστερα χρήματα ζητήσαν!

Μάθημα Έβδομο, και για μάστερς τώρα: Για έρωτα κατάλληλη είναι η κάθε ώρα. Πρωί και μεσημέρι μα και την άγρια νύχτα, Λίγο πριν πει ο εις στον άλλο «Καληνύχτα». Πολύ μεγάλη σημασία έχει και ο τρόπος Κι ακόμη πιο μεγάλη έχει, πάντοτε, ο τόπος. Άσε τον να νομίζει ότι είναι πάντα πάνω, και μην του λες πριν φτάσεις, «Τώρα φτάνω!» Άσε τον να θαρρεί πως είναι αυτός ο πρώτος. Και πάλι, δώσε τη σημασία που έχει ο τόπος: Άφηνε μόνο τελευταίο-τελευταίο το κρεβάτι και ζήτα του οπουδήποτε αλλού. Κι ακόμη κάτι: Να μην το κάνεις ποτέ, λέω, ποτέ σου μόνη. Ζήτα να είναι πάντα, ο ίδιος, στο τιμόνι, να οδηγεί προσεκτικά και με πολλή σοφία, και να μη βιάζεται πολύ, ποτέ πια βία! Να είναι ορμητικός σαν το άγριο κριάρι, και να κρατέι πάντα, μα πάντα ένα κλωνάρι σχίνου, βασιλικού ή δυόσμου, δεν πειράζει. Πάντα δε θα ‘χει να σου δίνει ένα τοπάζι! Να φέρει στο όργανό του ένα μικρό κρικάκι, όπως φοράς εσύ στη γλώσσα διαμαντάκι. Να δένουν το διαμάντι και ο μικρούλης κρίκος, σαν αρραβώνας και σα γάμος. Και σα λύκος, να μη γυρίζει το κεφάλι του, ποτά, για άλλη, μα να’ μόνο εσύ, η Βασίλισσα, η Μία, η Μεγάλη, κι αυτός ο Πρίγκηπας με το άσπρο άγριο άτι, που σ’ άλλον δε χαρίζεις και δίνει εκείνος μάτι!

Και πάλι ας γυρίσουμε στο Έβδομο: Ο τόπος έχει πολύμεγάλη σημασία, όπως κι ο τρόπος: Το αυτοκίνητο είναι μια αρκετά ωραία λύση, μα πρόσεχε: χειρόφρενο λαλό να μη σας λύσει, και προσοχή στους άρρωστους αυτούς για «μάτι», που κρύβουν πίσω τους τα δέντρα και οι βάτοι. Λύση πολύ καλή είναι κι η θάλασσα τη νύχτα, που είναι ζεστή. Και με την ευκαιρία, όλα δείχ’ τα. Βγάζε αργά-αργά τα ρούχα σου, και πάντα τρέμε, κι εκεί, ολόγυμνη, μέσα στο θείο σκότος μένε, και άσε τον ν’ αγκαλιάζει, να φιλάει, να προσκυνάει τα χείλη σου, τα βυζάκια σου, και να πηδάει. μέσα στα σκέλη τα ζεστά σου, ύστερα πάρτον κι αργά-αργά, μέσα, πολύ βαθιά σου βάλτον. Και στην αρχή, σα να’ ναι μία ιεροτελεστία, και σα να μπαίνετε κι οι δύο σε Θεού εστία, ν’ ανάβει του σβηστό κερί του, ή τη λαμπάδα, και να φωτίζει τη νυχτιά, σαν σε λιακάδα. Κι ύστερα, ν’ ανεβοκατεβαίνει, να γλιστράει Σα γρήγορο έμβολο που έρχεται και πάει, όλο και πιο γοργά, με πιο μεγάλο πάθος, μέχρι να φτάσει στης αβύσσου σου το βάθος. Φώναζε και εσύ, κλείνε σφιχτά τα μάτια, σα να πονάς, σα να σε κάνουνε κομμάτια. Ο φλοίσβος θα καλύπτει τις κραυγές σου, το δροσερό νερό θα γλύφει τις πληγές σου, κι όταν θα σμίξουν το ωάριο με το σπέρμα, θα γίνεστε ένα μονάχα σώμα, ένα δέμα, και θα ‘στε ήρεμοι ο εις στην αγκαλιά του άλλου. Αυτό, μωρό μου, είναι το μυστήριο του Γάμου! Το ευλογεί και ο Θεός, όταν λέει «Γαμηθείτε και, παιδιά μου, εις Γάμου Κοινωνία ελθείτε!» ]. Ιδανικό, το καταχείμωνο, είναι το χιόνι, μα προσοχή: ποτέ σου μην ξαπλώνεις μόνη. Βάλ’ τον εκείνον να ξαπλώνει από κάτω, και σπρώξε τον βαθιά και γρήγορα στον πάτο. Και σύντομα του έρωτα η φλόγα θε να λιώσει ακόμη και το χιόνι που έχει παγώσει, και μόλις τα γυμνά κορμιά σας λιώσουν, βάλτε τα σε ζεστές φλοκάτες να ξαπλώσουν, και κοιμηθείτε με όνειρα γλυκά, όλη τη νύχτα, πριν πείτε πάλι μία καινούρια «Καληνύχτα», και το πρωί, ξυπνήστε, φρέσκοι κι ανανεωμένοι, μη πάτε στο σχολείο, και σας δουν, ξεθεωμένοι.

Μάθημα Όγδοο, πολύ γλυκιά μου αγάπη: Ο έρωτας είναι ζωή και διόλου αυταπάτη. Και όπως είπε ο Σολωμός, γραφή και μίλα: «Γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα!» Ο μόνος σίγουρος εχθρός της μαύρης τάφρου είναι ο έρωτας, το φως του Αγίου Τάφου. Αυτό εννοεί και το «Ο Χριστός Ανέστη!». Χάθηκε η ζωή στον κόλπο; Άντε και βρές τη! Μα από τη γη του κόλπου του υγρού σου, θ’ αναστηθεί, με τη μορφή του γιού σου, του ωραίου Άδωνι ή και σαν Ευριδίκη, που ο Ορφέας την έσωσε από τη μαύρη φρίκη, Χριστός, Άδωνις, Ευριδίκη, Περσεφόνη, ποτέ στον τάφο πια δε θα ξεμείνουν μόνοι. Κάποιος Ελύτης πάλι πιίσω θα τους φέρει. Μην κλαίτε άδικα, λοιπόν, σαν το Σεφέρη: «Πάνω στην άμμο τη λευκή, σαν περιστέρι, γράψτε το πολυαγαπημένα ονόματά σας, μόνα, κι αν το θελήσετε εσείς, θα μείνουν στον αιώνα!»

Μάθημα Ένατο, και πολύ-πολύ σπουδαίο: Να πας, αν θέλεις με πολλούς μα τελευταίο, να αγαπήσεις τον καλό, τον τρυφερό σου, και μόνο σε αυτόν να δώσεις το μυαλό σου! Μάθημα κι αυτό πολύ-πολύ μεγάλο: Μη ζητήσεις δέσμευση πολλή, με λόγο άλλο, Άσε τον να νιώθει ελεύθερος, να «τριγυρίζει». Σημασία έχει, σε σένα πάντα να γυρίζει. Και μ’ αυτόν να κάνεις τα γερά παιδιά σου. Να τον έχεις αδελφό και γιο σου και μπαμπά σου. Και να σ’ έχει και αυτός μάνα και κόρη, σαν κορίτσι, σαν παρθένα, σαν αγόρι! Αυτό είναι που, παλιά, το λέγαμε «αγάπη», Και που το κρύβαμε βαθιά μες στο ντουλάπι! Αυτό είναι που, τελικά, σε όλους λείπει, Και που, αν χάσουμε, θα ‘χουμε μόνο λύπη!