έβαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

έβαλα

  1. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βάζω
  2. α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βάλλω