ένδακρυς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ένδακρυς < ελληνιστική ἔνδακρυς < ἐν + δάκρυ
Επίθετο[επεξεργασία]
ένδακρυς, -υς, υ
- δακρυσμένος, με δάκρυα στα μάτια
- τον παρακάλεσα, γονυπετής και ένδακρυς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ένδακρυς
|