έποψις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έποψις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έποψις θηλυκό
- ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται κάτι
- η πλευρά από την οποία εξετάζεται κάτι: "απ` αυτή την έποψη το πρόβλημα λύθηκε".
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έποψις
|