έσχατη Θούλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
έσχατη Θούλη θηλυκό
- ένας ιδιαίτερα μακρινός προορισμός, εκεί όπου δεν έχει φτάσει σχεδόν κανένας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έσχατη Θούλη
|