αβασκάνει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αβασκάνει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αβασκαίνω
  2. θα αβασκάνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αβασκαίνω
  3. να αβασκάνει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αβασκαίνω