αγιογραφήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αγιογραφήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγιογραφώ
- θα αγιογραφήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγιογραφώ
- να αγιογραφήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγιογραφώ