αγιογραφήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγιογραφήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγιογραφώ
  2. θα αγιογραφήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγιογραφώ
  3. να αγιογραφήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγιογραφώ