αγνοήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγνοήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγνοώ
  2. θα αγνοήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγνοώ
  3. να αγνοήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγνοώ