αγριοκοιτάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγριοκοιτάζομαι < αγριοκοιτάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
αγριοκοιτάζομαι
- (αλληλοπαθές) αγριοκοιτάζω κάποιον που με αγριοκοιτάζει κι αυτός
- οι δυο αντίπαλοι αγριοκοιταζόντουσαν για πολλή ώρα πριν ορμήσουν ο ένας στον άλλον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγριοκοιτάζομαι
|