αγριοκοιτάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγριοκοιτάζομαι < αγριοκοιτάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αγριοκοιτάζομαι

οι δυο αντίπαλοι αγριοκοιταζόντουσαν για πολλή ώρα πριν ορμήσουν ο ένας στον άλλον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]