αγριοκοιτάξει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγριοκοιτάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγριοκοιτάζω
  2. θα αγριοκοιτάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγριοκοιτάζω
  3. να αγριοκοιτάξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγριοκοιτάζω