αδικοπραγήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αδικοπραγήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αδικοπραγώ
- θα αδικοπραγήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αδικοπραγώ
- να αδικοπραγήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αδικοπραγώ