αδροπληρώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αδροπληρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αδροπληρώνω
  2. θα αδροπληρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αδροπληρώνω
  3. να αδροπληρώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αδροπληρώνω