αδροπληρώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αδροπληρώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αδροπληρώνω
- θα αδροπληρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αδροπληρώνω
- να αδροπληρώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αδροπληρώνω