αιγαίοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αιγαίοι

  1. αιγαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. αιγαίος, στην κλητική του πληθυντικού