αιτιολογήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αιτιολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αιτιολογώ
  2. θα αιτιολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιτιολογώ
  3. να αιτιολογήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιτιολογώ