ακοντίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ακοντίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακοντίζω
- θα ακοντίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακοντίζω
- να ακοντίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακοντίζω