ακροβατήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ακροβατήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακροβατώ
  2. θα ακροβατήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακροβατώ
  3. να ακροβατήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακροβατώ