ακροβατήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ακροβατήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακροβατώ
- θα ακροβατήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακροβατώ
- να ακροβατήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακροβατώ