αλαφιάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αλαφιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλαφιάζω
- θα αλαφιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλαφιάζω
- να αλαφιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλαφιάζω