αλαφρώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αλαφρώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλαφρώνω
- θα αλαφρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλαφρώνω
- να αλαφρώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλαφρώνω