αλησμονήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αλησμονήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλησμονώ
  2. θα αλησμονήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλησμονώ
  3. να αλησμονήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλησμονώ