αλησμονήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αλησμονήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλησμονώ
- θα αλησμονήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλησμονώ
- να αλησμονήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλησμονώ