αλλαξοπιστήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αλλαξοπιστήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλλαξοπιστώ
  2. θα αλλαξοπιστήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλλαξοπιστώ