αλληλοϋποβλέπομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλληλοϋποβλέπομαι < αλληλο- + υποβλέπομαι[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
αλληλοϋποβλέπομαι
- (λόγιο) υποβλέπουμε αμοιβαία ο ένας τον άλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλοϋποβλέπομαι
|
- ↑ αλληλοϋποβλέπομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας