αλυσώσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αλυσώσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλυσώνω
  2. θα αλυσώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλυσώνω