αμείψετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αμείψετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμείβω
  2. θα αμείψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμείβω