αμοληθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αμοληθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμολιέμαι
  2. θα αμοληθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμολιέμαι
  3. να αμοληθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμολιέμαι