αμοληθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αμοληθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμολιέμαι
- θα αμοληθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμολιέμαι
- να αμοληθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμολιέμαι