αμφοτεροβαρώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμφοτεροβαρώς < αμφοτεροβαρής + -ώς
Επίρρημα
[επεξεργασία]αμφοτεροβαρώς
- (λόγιο) με αμφοτεροβαρή τρόπο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμφοτεροβαρώς