αναβλύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αναβλύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναβλύζω
- θα αναβλύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναβλύζω
- να αναβλύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναβλύζω