αναγεννηθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αναγεννηθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναγεννιέμαι
- θα αναγεννηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγεννιέμαι
- να αναγεννηθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγεννιέμαι