αναγεννηθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αναγεννηθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναγεννιέμαι
  2. θα αναγεννηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγεννιέμαι
  3. να αναγεννηθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγεννιέμαι