αναγκάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αναγκάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναγκάζω
  2. θα αναγκάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγκάζω
  3. να αναγκάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγκάζω