αναγκάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αναγκάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναγκάζω
- θα αναγκάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγκάζω
- να αναγκάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγκάζω