αναγκαστώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αναγκαστώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγκάζομαι
  2. θα αναγκαστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγκάζομαι