αναδιανείμω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αναδιανείμω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναδιανέμω
  2. θα αναδιανείμω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναδιανέμω