ανακινήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ανακινήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανακινώ
  2. θα ανακινήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακινώ
  3. να ανακινήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακινώ