ανακλάσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ανακλάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακλώ
  2. θα ανακλάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακλώ