αναλογιστείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αναλογιστείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναλογίζομαι
  2. θα αναλογιστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναλογίζομαι