αναλώσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αναλώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναλίσκω
  2. θα αναλώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναλίσκω