αναμετρήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αναμετρήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναμετρώ
- θα αναμετρήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναμετρώ
- να αναμετρήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναμετρώ