αναμιχθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αναμιχθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναμιγνύομαι
  2. θα αναμιχθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναμιγνύομαι
  3. να αναμιχθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναμιγνύομαι