αναπλεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αναπλεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναπλέω
  2. θα αναπλεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναπλέω
  3. να αναπλεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναπλέω