αναπολόγητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπολόγητα < αναπολόγητος

Επίρρημα[επεξεργασία]

αναπολόγητα

  1. για καταδίκη σε δίκη (κυριολεκτική ή με τη μεταφορική έννοια) κατά την οποία ο απολογουμενος δεν απολογήθηκε
    Τον δίκασαν αναπολόγητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]