αναπτερώσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αναπτερώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναπτερώνω
  2. θα αναπτερώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναπτερώνω