αναστυλώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αναστυλώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναστυλώνω
  2. θα αναστυλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναστυλώνω
  3. να αναστυλώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναστυλώνω