αναχωνεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αναχωνεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναχωνεύω
  2. θα αναχωνεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναχωνεύω
  3. να αναχωνεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναχωνεύω