ανδρωθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ανδρωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανδρώνομαι
  2. θα ανδρωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανδρώνομαι
  3. να ανδρωθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανδρώνομαι