ανεβάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ανεβάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανεβάζω
  2. θα ανεβάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανεβάζω
  3. να ανεβάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανεβάζω