ανεβεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ανεβεί και ανέβει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανεβαίνω
- θα ανεβεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανεβαίνω
- να ανεβεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανεβαίνω