ανεμίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ανεμίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανεμίζω
  2. θα ανεμίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανεμίζω
  3. να ανεμίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανεμίζω