ανεμίσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ανεμίσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανεμίζω
- θα ανεμίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανεμίζω