ανεξαρτητοποιηθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ανεξαρτητοποιηθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανεξαρτητοποιούμαι
  2. θα ανεξαρτητοποιηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανεξαρτητοποιούμαι
  3. να ανεξαρτητοποιηθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανεξαρτητοποιούμαι