ανεξαρτητοποιηθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ανεξαρτητοποιηθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανεξαρτητοποιούμαι
- θα ανεξαρτητοποιηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανεξαρτητοποιούμαι
- να ανεξαρτητοποιηθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανεξαρτητοποιούμαι